Όμως, ή κύρια ίσως χρησιμότητά μας βρίσκεται στήν προσεκτική έφαρμογή τών άρχών πού άνακά- λυψε πριν 200 χρόνια ό Samuel Hahnemann, τόσο στό ιατρείο όοο καί στό σπίτι τοΰ άσθενή. Ό Hahnemann πάντα τόνιζε τήν σπουδαιότητα τής άτομι- κής άγωγής τοϋ άσθενή καί τήν άνάγκη νά κρατά κανείς μακροσκελείς καί προσεκτικές σημειώσεις πάνω σέ κάθε πλευρά τοϋ χαρακτήρα του καί τής πά- θησής του, καθώς καί στά άποτελέσματα πού είχε τό φάρμακο πάνω στήν κατάστασή του.
Καθώς ό γιατρός έχει συνήθως μιά πολυάριθμη πελατεία, ή προσωπική άγωγή δέν είναι εύκολη. Κουρασμένους όπως είναι, δέν μπορεί νά κρατήσει έπαρκείς σημειώσεις γιά τούς άσθενείς του, πού σπάνια τούς γνωρίζει προσωπικά. Από τήν άλλη μεριά, άν μία περίπτωση άντιμετωπισθεΐ άπό βοηθούς, ό άσθενής νιώθει χαμένος. “Αν κατά τύχη ύπάρχουν ύποψίες κάποιας σοβαρής πάθησης, ή άν πρέπει νά άνοιχτεί κάποιος καλόγερος, ή ένας ψευδάνθρακας ή άπόστημα, ό άσθενής παραπέμπεται στό κοντινότερο νοσοκομείο. Οί καινούργιοι γιατροί τρέμουν κάποια πιθανή μήνυση καί έτσι δέν άναλαμβάνουν τήν εύθύνη.
Οί άσθενεΐς μέ χρόνια στομαχικά προβλήματα, πού στό νοσοκομείο παίρνουν διάγνωση έλκους, πρέπει νά περιμένουν έπί βδομάδες γιά τά άποτελέσμα- τα των άκτινογραφιών τους καί, μερικές φορές, χρόνια μέχρι νά πάρουν τό εισιτήριο γιά νά χειρουργηθούν. Δέν φταίει κανείς γι’ αύτό, είναι συνέπεια της γραφειοκρατείας. Άλλά σέ μιά τέτοια κατάσταση παραβαίνουμε μιά θεμελιώδη άρχή τοΰ Hahnemann – κάνουμε τόν άσθενή νά νιώθει μειωμένος σάν άτομο.
Συγκρίνετε αύτή τήν κατάσταση μέ τόν άνήσυχο λογιστή ή φοροεισπράκτορα πού πηγαίνει σέ έναν ομοιοπαθητικό γιατρό έπειδή ύποφέρει άπό πόνους στό στομάχι, έντονο φούσκωμα καί ένώ όταν κάθεται νά φάει πεινάει πολύ, χορταίνει μέ λίγες μπουκιές. Δείχνει πρόωρα γερασμένος μέ ριτίδες στό μέτωπο καί τό πρόσωπο, ένώ τά μαλλιά του έχουν γκριζάρει έδώ καί χρόνια. Οί πόνοι είναι πιό έντονοι στή δεξιά πλευρά καί πάντα χειροτερεύουν τό βράδι. Ενενήντα έννιά ομοιοπαθητικοί στούς έκατό θά τοΰ έδιναν Lycopodium (Λυκοπόδιον) βέβαιοι ότι θά τόν βοηθούσαν – γιά τούς πόνους, τήν κούραση καί τήν συνεχή άνησυχία του. Ή ορθόδοξη σχολή λέει ότι οί σπόροι τοΰ Lycopodium είναι άδρανείς ιατρικά. Δέν έχουν όμως μπεί ποτέ στόν κόπο νά λυώσουν τούς σπόρους καί νά πειραματιστούν μέ πολύ μικρές δόσεις.
Έχει λεχθεί ότι οί ομοιοπαθητικοί άπλώς καλύπτουν τά συμπτώματα, χωρίς νά ένοχλοΰνται νά κάνουν διάγνωση. Αύτό δέν είναι σωστό. Ό καλός ομοιοπαθητικός μαθαίνει νά άναγνωρίζει τό πρόσωπο της άσθένειας, όπως στό παραπάνω παράδειγμα. ‘Ακόμα καί αν ό άσθενής έχει πεπτικό έλκος, δέν άξίζει τόν κόπο νά δοκιμάσει ό γιατρός τό Lycopodium, όταν ξέρει μέ βεβαιότητα ότι έχει βοηθήσει πολλές παρόμοιες περιπτώσεις στό παρελθόν; Ό έμπειρος ομοιοπαθητικός έχει μάθει τί μπορούν νά κάνουν τά φάρμακά του, πού πρέπει νά τά ξέρει όπως ό πατέρας τά παιδιά του” κι άν καμιά φορά άπογοητεύεται, δέν φταίει γι’ αύτό τό φάρμακο, άλλά τό ότι δέν τό ταίριασε τέλεια στά συμπτώματα.
Τότε θά έπανεξετάσει τήν περίπτωση καί ίσως θά βρεί ότι ή γυναίκα τοϋ άσθενή έχει δεχθεί σάν δώρο ή άγόρασε ένα σέτ άπό χύτρες καί τηγάνια άλουμι- νίου, τά όποΐα χρησιμοποιεί μέ ένθουσιασμό.
Συμβαίνει όμως ένα μικρό μέρος τοϋ πληθυσμού νά έχει εύαισθησία στό οξείδιο τοϋ άλουμινίου πού τούς προκαλεί καοΰρες καί άνορεξία, όπότε ή δυσάρεστη συμβουλή τοϋ γιατρού είναι νά ξαναγυρίσουν στό παλιό έμαγιέ. Αύτό ίσως κάνει τή νεαρή νοικοκυρά νά πεί ότι ό γιατρός είναι άπατεώνας – άλλά αύτός άπλά μιλάει έκ πείρας.