Συνέβη κάτι αναπάντεχο.
Έσκισα τη σιωπή μου. Όλα εκείνα τα ανείπωτα που σφράγιζαν τη μιλιά μου, έτσι στριμωγμένα όπως ήταν, ξεχύθηκαν άτακτα και όρμησαν επάνω τους.
Μη με ρωτάτε ποιοι ήταν, δεν θα σας πω.
Φτάνει να ξέρετε πως είναι ίδιοι και απαράλλαχτοι με όλους εκείνους που υποτάσσουν τις φωνές με εκβιασμούς, τρικλοποδιές, με το στανιό.
Νταήδες είναι, τραμπούκοι του σωστού. Του «καθώς πρέπει», θα σας πουν, μα λένε ψέματα. Του «καθώς θέλω» είναι, το θέλω τους πάντα να σκύβεις το κεφάλι για να μπορούν να ανεβαίνουν στο σβέρκο σου, να νιώθουνε μεγάλοι.
Δοκίμασα τα πάντα, να το ξέρετε. Υπήρξα ευγενική, καλοπροαίρετη, πρόθυμη να τους ανεβάσω στο πιο ψηλό άλογο, να γίνουν αυτοί οι καβαλάρηδες, τώρα που εγώ ξεπέζεψα. Να τους μάθω πώς να κρατούν τα γκέμια, να νιώσουνε σπουδαίοι – όχι μεγάλοι μόνο, να φύγουν μακριά μου. Μάταια. Εκείνοι ήθελαν το σβέρκο μου. Να ποδοπατούν την ανάσα μου. Κι όσο έσκυβα, τόσο χοροπηδούσαν, ξέφρενοι κι αλαφιασμένοι, κι απλώνονταν στην πλάτη μου.
«Πονάω» τους είπα, «παρακαλώ»…
Δεν συγκινήθηκαν.
Σώπασα μετά. Τα λόγια που δεν είπα, ξεκίνησαν να με εκδικούνται. Κι άρχισα να πονάω παντού. Χέρια, πόδια, μέση, πλάτη, παντού. Γιατί μπορεί να είμαι άυλη, αλλά κατοικώ σε ένα σώμα ξέρετε, είναι το σπίτι μου.
«Παλιοσαράβαλο, ρήμαξες», μονολογούσα σε κάθε σουβλιά, αλλά απορούσα μετά.
Γιατί με πονάει, αφού δεν χτύπησε.
Γιατί βάρυνε, αφού δεν το παραταΐζω .
Γιατί διαμαρτύρεται πως είναι κουρασμένο, αφού το βάζω για ύπνο βράδυ-μεσημέρι.
Ώσπου τελικά κατάλαβα. Δεν με πονούσε αυτό, εγώ το πονούσα. Με την ανοχή μου, τα όπλα που παρέδωσα, τις νίκες που παραχώρησα. Και τότε συνέβη κάτι υπέροχο.
Βρήκα τη φωνή μου.
Κούνησα το σβέρκο μου νευρικά, αποτίναξα τους δυνάστες μου και ανέβηκα και πάλι στο άλογο.
Μη με ρωτάτε ποιοι ήταν.
Μοιάζουν με κύματα, δεν είναι παρά κόκκοι στην άμμο.
Αν θέλετε να μάθετε ποια είμαι εγώ, θα σας πω.
Μια ψυχή που σήκωσε το κεφάλι
πηγή: www.anapnoes.gr