Η ταμίας καθώς περνούσε τα πράγματα ξαφνικά ξεσπάθωσε:
“Καλά, ήταν ανάγκη να φάτε καρπούζι τέτοια εποχή;”
Μπροστά μου στη σειρά ήταν ένα ζευγάρι. Καλοστεκούμενοι και ευγενικοί, προσπάθησαν να αγνοήσουν το σχόλιο. Και η ταμίας τα μάζεψε λίγο.
“Ε, γούστα είναι αυτά. Γιατί να μην το χαρείτε;”
Αλλά μόλις τελείωσε με τα πράγματά τους και είχε μια μικρή ανάπαυλα καθώς περίμενε το μηχάνημα της πιστωτικής, εγώ βρήκα ευκαιρία.
-1.90 το κιλό είχε το καρπούζι. Δεν το λες και ακριβό. Γιατί να μην το πάρει κάποιος;
H ταμίας με ξέρει. Πιάνουμε συχνά κουβέντα. Με ξέρει τόσο καλά που δεν μου ζητούσε ταυτότητα με την πιστωτική. Σχεδόν συγγενείς δηλαδή.
“Μα, είναι εισαγόμενο!”
-Κι επειδή; Ας έφτιαχνε Έλληνας καρπούζι με τέτοια τιμή, τέτοια εποχή, να το αγόραζα.
“Καλά, δεν είναι καλύτερα το καλοκαίρι;”
-Μπα, ίσα ίσα. Τα παιδιά το εκτιμούν πολύ περισσότερο εκτός εποχής.
Δεν το άφησε έτσι. Έριξε κάποια γενίκευση τύπου “είμαι από αυτούς τους Έλληνες που πιστεύουν ότι έχουμε κοιτάσματα πετρελαίου, ραδωνίου και ότι αν συσκευάσουμε καλύτερα τις ελιές μας θα γίνουμε υπερδύναμη” και το αφήσαμε έτσι.
Η χώρα έχει πολύ δρόμο ακόμα.