Η γυναίκα το ήθελε. Ακόμα κι εγώ που δεν τα πολυπιάνω, ε, το είχα πιάσει. Πέρασαν τα πρώτα ραντεβού, οι βόλτες, η φάση που ζητάει να έρθει από το σπίτι σου. Δυο ώρες και καλά να δούμε ταινία, αραγμένοι στον καναπέ και το χέρι της πέρασε πίσω από τον σβέρκο μου παιχνιδιάρικα.
-Να φέρω κάτι να πιούμε!
“Μην αργηηηήσεις…” όλο νάζι. Το πουλί μου πλέον αφηνιασμένο προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα λύσει μόνο του την ζώνη του παντελονιού. Αλλά όχι!
Όλη μου την ζωή, τόσες καλές γυναίκες πέρασαν, ποτέ μα ποτέ δεν είχα πάει με “Μαρία”. Έφτασα τόσων δεκαετιών άντρας ολόκληρος, τόσα έζησα, αλλά πουθενά ούτε μισή Μαρία. Ούτε καν είχα φιλήσει ποτέ Μαρία. Το απωθημένο μου το κατάλαβα όταν ονόμασα το αυτοκίνητό μου Μαρία. Την έσκιζα στις στροφές. Και τώρα, τώρα, ήρθε η ώρα για μια αληθινή Μαρία. Κοίταξα το ρολόι της κουζίνας.
“Αργείς; Κρύωσα λίγο, έλα για αγκαλιά να με ζεστάνεις.”
Έπιασα κουβέντα για κάτι που ήξερα θα της αποσπούσε την προσοχή. Πέρασε ένα τέταρτο, μετά η γυναίκα νομίζω ψυχοπλακώθηκε, θα με είχε πλέον κατατάξει στους ανίκανους, ανήμπορούς, μικροτσούτσουνους καληνυχτάκηδες. Είχα γυρίσει τον καναπέ προς την θέα και κοιτούσαμε αμίλητοι. Ακούστηκε το ρολόι να βαράει μεσάνυχτα. Της όρμησα. Έγινε χαμός, ομολογώ ότι δεν ήταν η πιο μαραθώνια ερωτική μου παράσταση.
Δώδεκα και είκοσι το πολύ κι οι δυο ιδρωμένοι και γυμνοί κοιτιόμασταν και γελούσαμε. Δεν άντεξε, με ρώτησε.
“Γιατί το έπαιζες τόσο δύσκολος ρε παιδάκι μου; Δεν είχες καταλάβει ότι σε γουστάρω; Από το πρώτο ραντεβ…”
Έβαλα το δάχτυλό μου στο στόμα της. Την γύρισα ανάποδα και ξεκίνησα για δεύτερο γύρο. Ψηλά στον τοίχο η εικόνα της Παναγίας.
¨Χρόνια Πολλά Μαράκι μου. Μεγάλη η Χάρη της!”
.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης συχνά γράφει πράγματα από την φαντασία του. Αυτό είναι αλήθεια. Μα την Παναγία.