Η καθημερινή από στήθους απαγγελία των Γραφών είχε ολοκληρωθεί. Επί μισή ώρα η γαλήνια φωνή του Πέτρου είχε θυμίσει τα Οδυνηρά Θεία Μυστήρια. Επί μισή ώρα διάφορες ανάκατες φωνές είχαν υφάνει έναν κυματοειδή πολύβουο ιστό απ’ όπου ξεπρόβαλλαν τα χρυσά άνθη ασυνήθιστων λέξεων: αγάπη, παρθενία, θάνατος. Κατά τη διάρκεια εκείνης της βουής, η όψη του ροκοκό σαλονιού είχε αλλάξει· ως και οι παπαγάλοι που ξεδίπλωναν τις φιδωτές φτερούγες τους πάνω στη μεταξωτή ταπετσαρία έμοιαζαν πιο συνεσταλμένοι. Ακόμη και η Μαγδαληνή είχε αποκτήσει την όψη μετανοούσας: δεν ήταν πια εκείνη η ψηλή ξανθιά γυναίκα που έβλεπες συνήθως ανάμεσα στα δυο παράθυρα, παραδομένη σε άγνωστες ονειροπολήσεις.
Μόλις σώπασε η φωνή, όλα άρχισαν να επανέρχονται στη συνηθισμένη ευταξία, στη συνηθισμένη αταξία. Ο μολοσσός, λυπημένος για τον αποκλεισμό του, μπήκε από την ίδια πόρτα που είχαν βγει οι υπηρέτες και κούνησε την ουρά του. Οι γυναίκες σηκώνονταν νωχελικά και η παλινδρομική κίνηση που έκαναν οι φούστες τους κατά την αποχώρηση αποκάλυπτε σιγά-σιγά τις γυμνές μυθολογικές μορφές, ζωγραφισμένες πάνω στο γαλακτερό φόντο του δαπέδου. Μόνο μια Ανδρομέδα, κρυμμένη από το ράσο του αργοπορημένου, εξαιτίας κάποιων συμπληρωματικών δεήσεων, παπά Χρήστου, δεν μπόρεσε για αρκετή ώρα να αντικρίσει πάλι τον αργυρόχρου Περσέα που περνώντας πάνω από τα κύματα έσπευδε να τη βοηθήσει και να τη φιλήσει.
Στη νωπογραφία της οροφής οι θεότητες ξύπνησαν. Οι συντροφιές με τους Τρίτωνες και τις Δρυάδες μέσα σε σύννεφα στο χρώμα του βατόμουρου και του κυκλάμινου ορμούσαν πάνω από βουνά και θάλασσες και κατευθύνονταν προς μια μεταμορφωμένη αμαρτωλή, για να αναδείξουν τη δόξα του Θεού: έμοιαζαν πλημμυρισμένες από τόση αγαλλίαση που παρέβλεπαν και τους πιο στοιχειώδεις κανόνες προοπτικής. Στο μεταξύ, οι ανώτεροι θεοί, οι Πρίγκιπες των θεών, όπως ο κεραυνοβόλος Δίας, ο σκυθρωπός Άρης και η φιλήδονη Αφροδίτη, που προπορεύονταν από το πλήθος των κατωτέρων, βαστούσαν με χαρά έναν γαλάζιο θυρεό. Ήξεραν καλά ότι από εκείνη τη στιγμή και για είκοσι τρεισήμισι ώρες είχαν επανακτήσει τη χαμένη κυριαρχία της έπαυλης. Πάνω στους τοίχους οι μαϊμουδίτσες άρχισαν πάλι να κάνουν γκριμάτσες στους μακάκους.
Κάτω από κείνον τον Όλυμπο, οι θνητοί χωριού κατέβαιναν κι αυτοί με τη σειρά τους βιαστικά τις μυσταγωγικές ουράνιες σφαίρες. Οι κοπέλες ίσιωναν τα ζαρωμένα φορέματά τους, αντάλλασσαν γαλάζιες ματιές και λέξεις σε ιδιόλεκτο παρθεναγωγείου. Είχε περάσει πάνω από μήνας από τις εξεγέρσεις της Τετάρτης Απριλίου, τότε που τις πήραν από το μοναστήρι για λόγους ασφαλείας, και έτσι τώρα νοσταλγούσαν τους κοιτώνες με τις κουκέτες και τη συλλογική οικειότητα του Σωτήρα. Τα αγοράκια είχαν ήδη πιαστεί στα χέρια διεκδικώντας μια εικονίτσα του Απόστολου Παύλου. Ο πρωτότοκος και κληρονόμος, είχε κιόλας όρεξη να καπνίσει αλλά δεν τολμούσε να το κάνει μπροστά στους γονείς του· γι’ αυτό ψηλαφούσε νευρικά μέσα στην τσέπη την ψάθινη ταμπακέρα του. Το κάτισχνο πρόσωπό του εξέπεμπε μια μεταφυσική μελαγχολία· η μέρα του δεν είχε πάει καλά. Ο ιρλανδέζικο καθαρόαιμο, του είχε φανεί σε κακή φόρμα και η Φανή δεν είχε βρει προφανώς τρόπο (ή μήπως δεν είχε όρεξη;) να του στείλει το συνηθισμένο μενεξεδί ραβασάκι της. Για ποιο λόγο λοιπόν είχε ενανθρωπιστεί ο Λυτρωτής; Η Πηνελόπη, αγχώδης και αυταρχική, έριξε απότομα το κομποσκοίνι μέσα στην ποικιλμένη με λουλούδια τσάντα της, ενώ τα όμορφα και παράφορα μάτια της έριχναν κλεφτές ματιές στα υποτακτικά παιδιά και τον τυραννικό άντρα της· το μικροσκοπικό σώμα της έγερνε προς την πλευρά του σε μια μάταιη προσμονή ερωτικής κατάκτησης.
Ο Πέτρος εκείνη τη στιγμή σηκωνόταν όρθιος. Το βάρος του γιγάντιου σώματός του έκανε το δάπεδο να τρέμει και στα καταγάλανα μάτια του έλαμψε για ένα δευτερόλεπτο η περηφάνια για την εφήμερη επιβεβαίωση της εξουσίας του πάνω σε ανθρώπους και κτίρια. Ακούμπησε το πελώριο κόκκινο μηνολόγιο πάνω στην καρέκλα που είχε τοποθετηθεί μπροστά του κατά τη διάρκεια της απαγγελίας των Γραφών, ξανάβαλε στη θέση του το μαντιλάκι όπου είχε ακουμπήσει το γόνατό του, κι ένα ίχνος δυσαρέσκειας σκοτείνιασε το βλέμμα του όταν ξαναείδε τη μικροσκοπική κηλίδα από καφέ που είχε την αναίδεια, από το πρωί κιόλας, να εισβάλει στη λευκότητα του τεράστιου γιλέκου του.
Όχι πως ήταν παχύς· ήταν απλά μεγαλόσωμος και πολύ δυνατός. Το κεφάλι του άγγιζε τον κατώτερο ρόδακα των πολυελαίων (στα σπίτια των κοινών θνητών). Τα δάχτυλά του μπορούσαν να τσαλακώσουν σαν τσιγαρόχαρτο νομίσματα ενός δουκάτου. Και τα πήγαιν’ έλα ανάμεσα στην έπαυλη και το εργαστήριο του χρυσοχόου ήταν συχνά για την επισκευή των πιρουνιών και των κουταλιών που αρκετές φορές λύγιζε η συγκρατημένη οργή του, την ώρα του φαγητού. Τα ίδια αυτά δάχτυλα όμως ήξεραν να αγγίζουν και να χαϊδεύουν με απεριόριστη λεπτότητα, και αυτό ξυπνούσε επικίνδυνες αναμνήσεις στη Μαρία-Στέλλα, τη γυναίκα του. Έτσι, οι βίδες, τα παξιμάδια, τα στιλβωμένα εξαρτήματα των τηλεσκοπίων, των διοπτρών και των «ανιχνευτών κομητών», που κατέκλυζαν το ιδιωτικό του αστεροσκοπείο, εκεί πάνω, στο πιο ψηλό σημείο της έπαυλης, παρέμεναν ακέραια κάτω από το απαλό του άγγιγμα. Οι ακτίνες του ήλιου που έδυε εκείνο το απόγευμα του Μαΐου τόνιζαν τη ροδοκόκκινη επιδερμίδα και τις μελί τρίχες του Πέτρου υποδηλώνοντας τη γερμανική καταγωγή της μητέρας του, Κατερίνα που η υπεροψία της, πριν τριάντα χρόνια είχε κάνει την απλοϊκή οικογένειά τους παγώσει. Στο αίμα εκείνου του αριστοκράτη, εν έτει 1860, βρίσκονταν σε ζύμωση κι άλλα γερμανικά αποστάγματα που τον έφερναν σε δύσκολη θέση, παρ’ όλη τη γοητεία που μπορούσαν να ασκούν το κάτασπρο δέρμα και τα ξανθά μαλλιά του σ’ ένα περιβάλλον ανθρώπων με μελαψή επιδερμίδα και μαύρα κορακίσια μαλλιά: το δεσποτικό ταμπεραμέντο του, μια κάποια ηθική αδιαλλαξία, η κλίση του στις αφηρημένες ιδέες μέσα στο μαλθακό habitat της παλερμιτάνικης κοινωνίας είχαν μετατραπεί σε εκκεντρική αυταρχικότητα, αιώνιους ηθικούς ενδοιασμούς και περιφρόνηση για τους φίλους και συγγενείς που, κατά τη γνώμη του, είχαν παρασυρθεί από το ρεύμα του βραδυκίνητου πραγματιστικού ποταμού της περιοχής.
Γόνος ενός οίκου που για αιώνες ολόκληρους δεν είχε μάθει να κάνει ούτε πρόσθεση των εξόδων του ούτε αφαίρεση των χρεών του, ήταν ο πρώτος (αλλά και ο τελευταίος) που είχε αληθινή και ισχυρή έφεση στα μαθηματικά. Την έφεση αυτή την είχε διοχετεύσει στην αστρονομία και με τις μελέτες του είχε αποσπάσει αρκετές επίσημες αναγνωρίσεις και είχε δοκιμάσει μεγάλη προσωπική ικανοποίηση. Η περηφάνια και η μαθηματική ανάλυση ήταν τόσο άρρηκτα δεμένες μέσα του που του είχαν δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι τα άστρα υπάκουαν στους υπολογισμούς του (και έτσι πράγματι φαινόταν πως έκαναν), ότι οι δύο μικροί πλανήτες που είχε ανακαλύψει εξάπλωναν τη φήμη του οίκου του ως τις άγονες περιοχές ανάμεσα στον Άρη και το Δία, και συνεπώς ότι οι νωπογραφίες της έπαυλης εξέφραζαν πολύ περισσότερο μια προφητεία παρά μια κολακεία.
Μοιρασμένος ανάμεσα στην υπεροψία και το διανοουμενισμό της μητέρας του από τη μια και στον αισθησιασμό και την επιπολαιότητα του πατέρα του από την άλλη, ο καημένος ο Φάνης ζούσε διαρκώς δυσαρεστημένος υπό το βλοσυρό βλέμμα του Δία και παρακολουθούσε τον αφανισμό της κοινωνικής τάξης και της περιουσίας του, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα και, κυρίως, χωρίς να έχει καμία διάθεση να εναντιωθεί στα γεγονότα.
Εκείνο το ημίωρο ανάμεσα στις Γραφές και το δείπνο ήταν μία από τις λιγότερο εκνευριστικές στιγμές της ημέρας και γευόταν, ώρες πριν, την αμφίβολη ηρεμία του.