Κι εκεί που δεν έβρισκα καμία λογική εξήγηση, τίποτε που να μου δίνει ανάσα μέσα σε όλο αυτό το συναισθηματικό χάος, σκέφτηκα τα μαθηματικά.
“Η απάντηση θα βρεθεί στους αριθμούς!” φώναξα με έναν σχεδόν υστερικό ενθουσιασμό στον εαυτό μου. Όταν συνειδητοποίησα πως η σκέψη μου από βουβή έγινε ηχηρή, άρχισα μανιωδώς το μέτρημα.
“1,2,3,..18…” Αυτό λένε όλοι “Οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια. Πάντα την αλήθεια. Η αλήθεια βρίσκεται στους αριθμούς.” Έτσι λένε. Με στόμφο το λένε.
“Σοφία μέτρα γιατί χάνεσαι”, μου είπα, αυτή την φορά βουβά, αλλά με στόμφο και συνέχισα περιπαθώς το μέτρημα. Μετρούσα, μετρούσα αλλά όσο μετρούσα λόγια, χαρά, ευτυχία, σιωπές, υποσχέσεις, πάθος και όνειρα, έχασα το μέτρημα στα δάκρυα. Ξανά από την αρχή. Χωρίς δάκρυα.
“18, …108, 1018, 2018,3018″… Θεέ μου πόσες χιλιάδες μηνύματα; Πόσες χιλιάδες λόγια; Ποιος ξοδεύει τόσες λέξεις για το τίποτα; Ποιός έχει τόσες λέξεις για πέταμα; Οι λέξεις μας λένε αυτό που νιώθουμε. Αυτό που θέλουμε. Μιλάνε για όσα πιστεύουμε. Ένιωθε; Ήθελε; Πού πίστευε; Πώς πέταξε τόσες λέξεις; Πόσο συναίσθημα χρειάστηκε η κάθε λέξη; Αυτό πώς το μετράς; Καταλάβαινε πως η κάθε λέξη ξοδεύει συναίσθημα; Δεν καταλάβαινε ότι δεν πετάμε τις λέξεις; “Λιώνω” : Μία (1) λέξη, εφτά (7) ανάσες, τρεις (3) σιωπές, όλοι οι πόθοι και πόσο συναίσθημα; Πώς να μετρήσω το συναίσθημα; Το δικό μου ξέρω. Τo δικό μου “Λιώνω” ήταν γεμάτο συναίσθημα. Βαρύ. Εκατό χιλιάδων εκτυφλωτικών τόνων. Ειδικού βάρους.
Με είχε ξεκλειδώσει με τόσες λέξεις που τις διάβαζα για συναίσθημα και βρέθηκα με τόνους συναίσθημα. Μάζευα τόσο καιρό. Το έκανα εν αγνοία μου επένδυση μέσα μου, για να το χρησιμοποιήσω εκεί που θα ταιριάξει και ήρθε αυτός χαρίζοντας τις λέξεις του ή πουλώντας τις λέξεις του;
Όχι, πετώντας τις λέξεις του, βρήκε τον συνδυασμό και άνοιξε τον συναισθηματικό μου λογαριασμό και τον πήρε δικό του. Το έκανε να φανεί λες και του τον άνοιξα οικειοθελώς, λες και του τον χάρισα. Λες και ξύπνησα ένα πρωί και είπα “Καλημέρα, ανοίγω και αδειάζω το λογαριασμό μου. Ναι μάλιστα, τον αδειάζω. Όλο μου το συναίσθημα.
Και που το είχα τόσο καιρό κλειστό τι κατάλαβα; Α! τόκους. Ναι, ναι μάλιστα, οι τόκοι. Γέμισα συναισθηματικούς τόκους. Δεν αντέχω άλλο το βάρος τόσου έντοκου συναισθήματος. Με τις λέξεις του έχει αρχίσει και με ζορίζει το συναίσθημα. Παίρνω το λογαριασμό από εδώ και τον δίνω σε εκείνον. Τον κλέβει, πουλώντας λέξεις για συναίσθημα, αλλά μοιάζει λες και του το χαρίζω. Όλο το συναίσθημα δικό του. Του ανήκει. Μετά από τόσες λέξεις, είναι δικός του ο λογαριασμός μου, δικό του το συναίσθημα. Όλο μου το συναίσθημα είναι για αυτόν. Ας το πάρει, του ανήκει. Αυτός τόκισε. Γι αυτόν είναι. Γι αυτόν έπρεπε να το νιώσω. Τόσες λέξεις. Δικό του.” Λέξεις για συναίσθημα. Η απόλυτη συναλλαγή. Τέλειωσα το μέτρημα. Δεκαεννιά χιλιάδες μηνύματα, τριάντα εφτά χιλιάδες ώρες, εκατόν δεκαέξι χιλιάδες λέξεις, δύο (2) υποσχέσεις:
“Θα χωρίσω και θα είμαστε μαζί”. Και τώρα πρέπει να μετρήσω την αλήθεια. Αν είχα καταφέρει να μετρήσω και το συναίσθημα του, όπως μέτρησα το δικό μου, σε ειδικό βάρος, ίσως να έβρισκα αυτόματα και τον αριθμό της αλήθειας. Ίσως να είχα δει από την αρχή την αλήθεια. Ή το αντίθετο;
Πρέπει να μου βγει το μέτρημα, η αλήθεια βρίσκεται στους αριθμούς. Οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια. Από τι να μετρήσω την αλήθεια; Από τα λόγια; Όχι, καλύτερα από τις υποσχέσεις, είναι πιο εύκολο. Είναι μόνο δύο. Τα άλλα είναι χιλιάδες.
Ας μετρήσω αυτές τις δύο υποσχέσεις. Ένα “Θα χωρίσω” – δεν χώρισε. Δύο “Θα είμαστε μαζί” – δεν είμαστε μαζί. Δύο οι υποσχέσεις- μηδέν το αποτέλεσμα. Και οι λέξεις; Πού πήγαν οι λέξεις; Τόσες χιλιάδες…
Είχαν άραγε συναίσθημα; Οι δικές μου είχαν. Έτρεφα τις λέξεις του με το δικό μου συναίσθημα. Έτσι έβρισκε αυτός τις λέξεις. Και έμειναν τώρα και οι λέξεις του και το συναίσθημα μου να κάνουν κάθε πιθανή και απίθανη πράξη με το μηδέν της αλήθειας για να καταφέρουν να μηδενιστούν. Να εξαφανιστούν!
Και μηδενίστηκαν. Δίχως τόκο. Το δικό μου μέτρημα πέτυχε. Μηδέν.
Ο αριθμός μηδέν είπε όλη την αλήθεια. Τη δική μου αλήθεια. Κάθε λέξη του που δεν έγινε πράξη, κάθε δάκρυ μου, κάθε πόνος αφαιρούσαν από το χάος, που μπήκε σε σειρά με το μέτρημα, από το ειδικό βάρος του συναισθήματος μου. Και μηδένισα. Και ένιωσα ξανά ανάλαφρη. Και τελείωσαν τα δάκρυα. Μηδέν πόνος, μηδέν δάκρυα.
Θα πάω στο ένα ξανά σε λίγο. Όταν μηδενίσεις, είναι εύκολο. Την δική του αλήθεια πρέπει να τη μετρήσει εκείνος. Τον νοιάζει η αλήθεια; Κάποια στιγμή θα τον νοιάξει. Όπως διψάς για νερό έτσι κάποια στιγμή θέλοντας και μη χρειάζεσαι και την αλήθεια. Αλλιώς δεν αναπνέεις. Πνίγεσαι. Του εύχομαι να γίνει ευτυχισμένη αλήθεια. Με τις ίδιες λέξεις. Αυτές που δεν έπρεπε να πετάξει σε εμένα. Αυτές που έπρεπε να έχει από το δικό του συναίσθημα αλλά δημιούργησε και πέταξε από το δικό μου. Αυτό που δεν μπορεί κανένας να μετρήσει, παρά μόνο αυτός. Κανένας δεν έχει τόσο τεράστιο απόθεμα λέξεων, όταν αυτές τις ανταλλάζει με συναίσθημα, το συναίσθημα του άλλου, ξεμένει από λέξεις. Πρέπει να βρεις συναίσθημα δικό σου να εξαργυρώνεις σε λέξεις. Οι κάλπικες λέξεις δεν σε βγάζουν για πολύ, ούτε το συναίσθημα του άλλου, αυτό μόνο σε βαραίνει όταν το έχεις κλέψει με κάλπικες λέξεις. Και τότε, όταν ξεμείνεις από λέξεις δε μηδενίζεις. Δεν ξαλαφρώνεις. Όσο κι αν δεν καταλαβαίνεις τι σε βαραίνει, όσο κι αν δεν το συνειδητοποιείς, είναι το κλεμμένο συναίσθημα του άλλου. Βρίσκεσαι με βάρος. Το ειδικό βάρος του άλλου, από το συναίσθημα που έκλεψες και το πούλησες για δικό σου. Σαν τα σπίτια. Αν δεν πληρώσεις τα βάρη, το σπίτι σου είναι άχρηστο. Και σου μένουν όλες οι λάθος λέξεις, αυτές που δεν θα πεις ποτέ. Οι δικές σου.
Οι αληθινές. Και τοκίζονται και σε λιώνουν. Μόνο που αυτό το “Λιώνω” δεν θα έχει καμία σχέση με εκείνο το ευτυχισμένο.
“Σοφία, λιώνω, λιώνω για σένα” που έλεγες. Μη λιώσεις μόνος σου. Εγώ έλιωνα. Έλιωνα για εσένα.
Είναι ό,τι ωραιότερο να λιώνεις για κάποιον άλλο. Και να εννοείς όλες τις λέξεις. Και να έχουν αμέτρητο συναίσθημα. Και όλες τις αλήθειες. Και ειδικό βάρος.
Ήσουν η αλήθεια μου. Όντως οι αριθμοί λένε την αλήθεια. Τρεις μήνες δάκρυα, τρεις μήνες πράξεις με το μηδέν. Μηδένισα. Δίχως βάρος. Το ειδικό βάρος του δικού μου συναισθήματος με την ελαφρότητα των κάλπικων λέξεων έκαναν ένα τέλειο, ανάλαφρο, ευτυχισμένο μηδέν.
“Σε γλίτωσα από το μαλάκα”, είπες. Ναι, γλίτωσα. Δε με γλίτωσες εσύ. Κι αυτό δικό μου ήταν. Από το δικό μου συναίσθημα, από την δική μου αντίδραση το πήρες και το πούλησες για δικό σου, ακόμα και αυτό. Πρέπει και εσύ να γλιτώσεις από το μαλάκα όμως. Κράτα τις λέξεις σου και κοίτα πώς θα γλιτώσεις.
Μέτρα. Δώσε πίσω το συναίσθημα που έκλεψες για να το νιώσεις για δικό σου. Όμως δεν ήταν, δεν ήταν δικό σου και έμεινες με το συναίσθημα του άλλου να σε βαραίνει. Αυτό σε βαραίνει. Μόνο έτσι θα τα καταφέρεις να μηδενίσεις, να φτάσεις στο ανάλαφρο μηδέν, κάνε τις σωστές πράξεις και ξεκίνα από το μηδέν. Χρειάζεσαι να βρεις το δικό σου ειδικό βάρος.
Με δικό σου συναίσθημα. Μαλάκα.