Νομίζω ότι είναι λάθος να ψάχνεις την ελπίδα έξω από τον εαυτό σου. Τη
μια μέρα το σπίτι μυρίζει φρέσκο ψημένο ψωμί και την άλλη καπνό και
αίμα. Τη μια μέρα λιποθυμάς επειδή ο κηπουρός έκοψε το δάχτυλό του.
Μια βδομάδα αργότερα δρασκελίζεις πτώματα παιδιών στον
βομβαρδισμένο υπόγειο. Τι ελπίδα μπορεί να υπάρξει αν τα πράγματα είναι
έτσι;
Γύρω στο τέλος του πολέμου προσπάθησα να πεθάνω. Κάθε νύχτα το ίδιο
όνειρο ξαναγυρνούσε, μέχρι που δεν τολμούσα πια να κοιμηθώ και
αρρώστησα. Έβλεπα πως είχα ένα παιδί. Αλλά ακόμη και μέσα στο όνειρο
καταλάβαινα πως το παιδί ήταν η ζωή μου και ήταν καθυστερημένο και
προσπαθούσα να φύγω μακριά του. Αυτό όμως επέμενε ν’ ανεβαίνει στην
αγκαλιά μου και να γαντζώνεται στα ρούχα μου, μέχρι που κάποια στιγμή
σκέφτηκα ότι, αν μπορούσα να το φιλήσω, να φιλήσω ό,τι μέσα του ήταν
δικό μου, θα μπορούσα να ξανακοιμηθώ. Έτσι έσκυψα πάνω στο
τσακισμένο πρόσωπό του. Ήταν φριχτό. Μα το φίλησα. Νομίζω, Κουέντιν,
πως πρέπει να πάρει κανείς τη ζωή του στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει.
Arthur Miller – γράφοντας αμέσως μετά τον θάνατο της Monroe