Αρχές Οκτώβρη. Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά στην ζωή αλλά και στην καρδιά μας. Σουρούπωσε νωρίς. Ετοιμάστηκα, κατέβηκα στο δρόμο, μπήκα στο μετρό με προορισμό την στάση Ευαγγελισμός. Ανεβαίνω τα σκαλιά από τις αποβάθρες και οδηγούμε προς την έξοδο. Το ρολόϊ δείχνει 8 ακριβώς. Συνεπέστατος στο πρώτο μας ραντεβού, σε περιμένω να έρθεις. Οι χτύποι της καρδιάς μου αυξάνονται όσο κυλάει ο χρόνος, λες και συμβαδίζουν με τους χτύπους του ρολογιού. Κόσμος φεύγει, κόσμος έρχεται κι εσύ πουθενά. Ξαφνικά σε βλέπω από μακριά. Χαμογελάς. Αμέσως καταλαβαίνω ότι είσαι εσύ. Και από τότε, άρχισαν όλα. Σε μια στάση του μετρό, κάπου στο κέντρο της Αθήνας.
Σημείο συνάντησης μας κάθε φορά αυτό το μέρος. Εναρκτήριο σημείο για τις πιο όμορφες πρωινές, μεσημεριανές, απογευματινές και βραδινές βόλτες μας. Και οι δύο ήμασταν τόσο χαρούμενοι. Θυμάσαι; Κάναμε όνειρα για το μέλλον. Σχέδια για εκδρομές, ταξίδια. Σχέδια για ζωή! Γνωρίζαμε μέρη και στέκια της πόλης, περνούσαμε ώρες πολλές μαζί, γελούσαμε και κάθε μέρα που περνούσε ερωτευόμασταν και περισσότερο. Όλα έμοιαζαν τέλεια, σαν να ήταν βγαλμένα από παραμύθι. Τα παραμύθια όμως συνήθως έχουν τέλος χαρούμενο. Εμείς όμως ακόμη δεν ξέραμε τι θα πει τέλος, σε αυτή την όμορφη κατάσταση που βρισκόμασταν.
Αρχές Φλεβάρη. Στον απόηχο ενός πανέμορφου χειμώνα. Ενός χειμώνα γεμάτο έρωτα, πάθος, αγάπη και αληθινές στιγμές. Στιγμές που έχουν την γεύση από τα χείλη σου, την μυρωδιά από το σώμα σου, την λάμψη από τα μάτια σου. Κατεβαίνω πάλι στο δρόμο και ακολουθώ το ίδιο δρομολόγιο όπως όλους αυτούς τους μήνες. Αδημονώ να σε συναντήσω ξανά. Να ζήσουμε άλλη μια όμορφη στιγμή μαζί. Φτάνω στην έξοδο. Η ώρα 8 ακριβώς. Ήσουν ήδη εκεί. Μου χαμογέλασες, με πήρες μια ζεστή αγκαλιά, σε πήρα κι εγώ κι ύστερα έφυγες. Έφυγες για πάντα. Κόσμος πήγαινε, κόσμος ερχόταν, κι εσύ πουθενά. Δεν γυρνούσες πίσω να δώσεις μία εξήγηση, έναν λόγο. Κοιτώ το ρολόϊ. Ήταν ακόμη 8 κι εσύ είχες ήδη φύγει…