Δεν αντέχουμε την πραγματικότητα. Κανένα ζωντανό είδος δεν την αντέχει για πολύ, την απόλυτη κατανόηση όσων γίνονται γύρω του. Σε μωρό αν δώσεις λουλούδι θα το φάει. Ακόμα και η μύγα που φυσάω να φύγει από τη μύτη μου νομίζω κάποια στιγμή γενικεύει, απλοποιεί, παραποιεί την πραγματικότητα για να τα βγάλει πέρα. Αλοιθωρίζω για να την δω εκεί που είναι, ζαλίζομαι. Η αγκαλιά μου είναι άδεια. Που πήγε; Κοιτάω κάτω τις πέτρες, τόσο τακτικά τοποθετημένες η μία με την άλλη από τις δυνάμεις που έπλασαν το τοπίο όταν η Γη ακόμα ήταν λάβα όλη. Δεν χωράει η πραγματικότητα μέσα μας ατόφια. Στέκονται εδώ ψηλά τόσα εκατομμύρια χρόνια, όλα βγάζουν νόημα, όλα ταιριάζουν τέλεια. Και όλα κρατάνε μέσα τους σκοτάδι, μεταξύ βράχου κι ουρανού μια ησυχία βαριά. Ότι περπατάει εδώ, περπατάει μόνο. Και μόνη είχε φύγει. Και μόνος έμεινα με μύτη που στάζει.
Έψαξα χαρτομάντηλο να σκουπιστώ. Δεν καταλαβαίνω γιατί το λένε “κοινό” κρυολόγημα. Έχουν βρεθεί πολλοί κυνηγημένοι έτσι όπως εγώ με τέτοια συμπτώματα; Όταν πεθαίναν χιλιάδες τον Μεσαίωνα σε παραλλαγές του “κοινού” κρυολογήματος, στην Κίνα, στην Αραβία, στη Νότια Αμερική όταν ξεκληρίστηκαν, τι το “κοινό” είχε; Κοινό σαν πυρηνική έκρηξη μόνο που μεταδίδεται πιο εύκολα και δεν εξαφανίζεται ποτέ. Η απειλή που δεν μένει ως απειλή. Μετατρέπει βασιλιάδες και προέδρους, πόρνες και κλέφτες στο ίδιο χάλι, πότε βέβαια τελείως ίδιο καθότι μια χτυπάει στο λαιμό, άλλη στα αυτιά, άλλοι κοκκινίζουν στα μάτια και κλαίνε αυτό το καθόλου κοινό πράγμα, μια συνταγή που ο καθένας, κάθε φορά, την εκτελεί διαφορετικά. Ανοιξιάτικο κρυολόγημα, το πρώτο φθινοπωρινό, το καλοκαιρινό που δεν ξέρεις αν ήταν ή δεν ήταν, όλα τα λέμε “κοινό κρυολόγημα” σαν να είναι αδέλφια, ένας ιός που έχει βρει πως να μεταμφιέζεται διαρκώς, όλο τον χρόνο καρναβαλιστής. Χιλιάδες γιατροί, σαμάνοι και επιστήμονες της κάθε εποχής έγραψαν για αυτό, μόνο ο έρωτας έχει πιο πολλές σελίδες αφιερωμένες ίσως ή ο Θεός. Θεός μάλλον, ποτέ δεν έζησε τέτοιο “κοινό” κρυολόγημα μαζί μας, δεν σκούπισε τη μύτη του όπως εγώ τώρα που κοιτούσα το διαλυμένο χαρτομάντηλο με τις μύξες φορτωμένο κι αποφάσισα – επιτέλους – να το πετάξω.
Μου είχε αφήσει ένα μικρό μπουκάλι νερό που κουβαλούσε πάντα. Όπως πολλά πράγματα που έκανε, δεν ήταν πρακτικό, κάποιο πλαστικό παγούρι ανθεκτικό και ελαφρύ. Ήταν γυάλινο. Πριν εκατομμύρια ίσως χρόνια ένας μετεωρίτης μάλλον έπεσε στην έρημο και έλιωσε την γύρω άμμο. Ένα κομμάτι αυτού ταξίδεψε και έγινε μενταγιόν, κόσμημα τόσο μυστήριο που μπήκε στον τάφο του Φαραώ ως μοναδικό και μαγικό. Χρόνια αργότερα, στην Πόλη, μαζεύτηκαν τεχνίτες που ήξεραν τα μυστικά της δημιουργίας του γυαλιού αλλά μετά την πρώτη Άλωση έφυγαν για Βενετία. Κι εκεί δεν άντεξαν πολύ λόγω της ανάγκης τους για δυνατή φωτιά. Έκαψαν μια γειτονιά κατά λάθος και τους εξόρισαν όλους στο διάσημο πια Μουράνο το οποίο έγινε κέντρο καινοτομίας επειδή ακριβώς υπήρχε ανταγωνισμός και εύκολη ανταλλαγή τεχνογνωσίας. Εκεί γεννήθηκε το διάφανο κρύσταλλο που κρατούσα ανάποδα για να χαρώ τις τελευταίες σταγόνες νερού. Εκεί γεννήθηκε και ο καθρέφτης που κατά κάποιον τρόπο έφερε την Αναγέννηση στην Ευρώπη, μια πρωτόγνωρη ρεαλιστική αυτοεξερεύνηση, από το τηλεσκόπιο που έβαλε την Γη στο κέντρο του Σύμπαντος, ως το μικροσκόπιο που έβαλε το άτομο στο κέντρο της μηχανιστικής ανάλυσης όλων γύρω μας. Τραβήξαμε το γυαλί σε οπτικές ίνες που ένωσαν τον πλανήτη με το διαδίκτυο, αυτός ο μετεωρίτης που έπεσε τότε στην έρημο ξεκίνησε ένα γαϊτανάκι εξελίξεων. Μπορούμε να δούμε μακρινούς μετεωρίτες αλλά και να τους αναλύσουμε, με τις εφευρέσεις που προκάλεσε.
Τέτοια ήταν και η ιστορία της. Απίθανη. Με την έννοια του όχι πολύ πιθανού, ακόμα και σε μια κοινωνία σαν την δικιά μας διψασμένη για ιστορίες γυναικών που τα κατάφεραν υπό αντίξοες συνθήκες. Δεν ήταν συνηθισμένη υπόθεση, δεν ξεκίνησε να είναι το φως καμιάς ψυχής, ούτε η φλόγα στην καρδιά άλλων. Κι αν δεν την ήθελε κανείς, μια χούφτα σκόνη ήταν αλλά επέμενε μέχρι που έγινε συνηθισμένη υπόθεση. Δεν μπορεί να σου πει ακριβώς τη μέρα, τον μήνα ή την χρονιά που όλα άλλαξαν. Όταν το κατάλαβε, ήταν ήδη αργά, είχε ήδη σχεδόν φτάσει. Μέχρι να βγάλει από το χοντρό παλτό της σε απανωτά πλυντήρια τα αίματα των φόνων που έγιναν στην οικογένειά της, είχε ζεστάνει ο καιρός και το παλτό δεν χρειαζόταν πια. Ήρθε η άνοιξη διστακτικά κι ακόμα πιο απρόσμενα έγινε αυτό που έγινε. Αυτό που ήξερε ότι θα γινόταν όταν ακόμα στο βάθος του χειμώνα είχε σκοτώσει πρώτη φορά. Όταν είχε πιστέψει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα και να μην την πιάσουν ποτέ.
.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας που όμως κατέχει τα μυστικά του γυαλιού. Καμιά φορά μάλιστα φοράει και γυαλιά για να ρίχνει κουλτουριάρες γκόμενες. Αυτό το κείμενο είναι απόσπασμα ιστορίας – όλα τα άλλα θα τα βρείτε εδώ για επανάληψη ή μεταμεσονύχτιο αυνανισμό.