Με τη γνωστή, προκλητική στάση τους, το Βρετανικό Μουσείο και η βρετανική πολιτική ηγεσία απορρίπτουν το αίτημα της UNESCO για διαμεσολάβηση με στόχο την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα.
Με δύο επιστολές, έδωσαν ταυτόχρονα την απάντηση πως τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποκτήθηκαν νόμιμα από τον Ελγιν, ανήκουν στο Βρετανικό Μουσείο και πως δεν τίθεται θέμα επιστροφής τους.
Η μία επιστολή φέρει την υπογραφή των εφόρων του Βρετανικού Μουσείου και η δεύτερη των Βρετανών υπουργών Πολιτισμού και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.
Στην επιστολή τους προς την UΝΕSCO οι δύο υπουργοί αναφέρουν ότι ουδέποτε από το 1816 μέχρι το 1985 ετέθη θέμα παράνομης κατοχής των Γλυπτών, αν και ήδη από το 1982 η Μελίνα Μερκούρη κίνησε επισήμως το θέμα της επιστροφής.
Οι Bρετανοί υπουργοί επισημαίνουν ακόμα πως η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης περί διαμεσολάβησης της UNESCO αποσκοπεί ουσιαστικά στη μόνιμη επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, γεγονός που θα παραβιάζει το νόμιμο δικαίωμα κατοχής τους από το Βρετανικό Μουσείο. Διαβάστε εδώ την επιστολή των υπουργών στα ελληνικά.
Τι απαντά το Βρετανικό Μουσείο:
Η απαντητική επιστολή (η οποία είναι γραμμένη στα ελληνικά αλλά και στα αγγλικά), των εφόρων του Μουσείου με επικεφαλής τον σερ Ρίτσαρντ Λάμπερτ, ενημερώνει πως στις 19 Μαρτίου έγινε συνάντηση των εφόρων για το θέμα και αποφασίστηκε να μη γίνει δεκτό το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για την κίνηση διαδικασίας διαμεσολάβησης μέσω της UNESCO.
Όπως αναφέρεται, «Πιστεύουμε ότι η πλέον εποικοδομητική οδός, την οποία ήδη ακολουθούμε, είναι αυτή της απευθείας συνεργασίας με τα άλλα μουσεία και πολιτιστικούς θεσμούς, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο».
«Είναι διαρκής επιθυμία και επιδίωξη του Μουσείου να εναρμονίζεται με τους στόχους της UNESCO για τη διαφύλαξη και προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που βρίσκεται σε κίνδυνο. Παρά ταύτα, είναι σαφές ότι τα σωζόμενα Γλυπτά του Παρθενώνα, συντηρημένα με προσοχή σε διάφορα μουσεία της Ευρώπης, δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία».
«Οι Έφοροι», συνεχίζει ο σερ Ρίτσαρντ Λάμπερντ, «επιθυμούν να αναπτύξουν περαιτέρω τις ήδη καλές σχέσεις με τους συναδέλφους και τους φορείς στην Ελλάδα και να διερευνήσουν την πιθανότητα συνεργασιών, όχι σε επίπεδο κυβερνήσεων αλλά απευθείας σε επίπεδο φορέων. Γι” αυτό το λόγο πιστεύουμε ότι η εμπλοκή της UNESCO δεν αποτελεί τον πλέον πρόσφορο τρόπο για να προχωρήσουμε».
Η επιστολή των εφόρων, αναφέρεται ακόμα και στην απόφασή τους να εκτεθεί στο Μουσείο Ερμιτάζ το άγαλμα του θεού Ιλισσού:
«Σε έξι μόλις εβδομάδες είχαν την ευκαιρία να το θαυμάσουν περί τις 140.000 Ρώσοι επισκέπτες. Πρόκειται για νέο κοινό για αυτό το εξαιρετικό έργο της αρχαίας Ελληνικής τέχνης, για ανθρώπους που στην πλειοψηφία τους δεν θα μπορούσαν ποτέ να επισκεφτούν την Αθήνα ή το Λονδίνο».
Αντίστοιχοι δανεισμοί θα γίνουν και στο μέλλον αφού «οι Έφοροι θεωρούν πως τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, τις οποίες αναλαμβάνουν οι φορείς σε απευθείας συνεννόηση, είναι ένας φυσικός τρόπος συνεργασίας καθώς τα διασωθέντα Γλυπτά του Παρθενώνα βρίσκονται σε διαφορετικές ευρωπαϊκές συλλογές. Αυτό σημαίνει πως τα Γλυπτά ήδη εκτίθενται σε ένα διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο σε κάθε μουσείο και οι Έφοροι πιστεύουν πως αυτό είναι προς μεγάλο όφελος του κοινού διεθνώς».