Την, για καιρό, καλύτερή μου παρέα. Μην το γελάς, σε συντροφεύει, χωρίς να τη βλέπεις, χωρίς να μπορείς να της δώσεις όνομα, δίχως να μπορείς να την προσδιορίσεις. Τη νιώθεις, μονάχα. Πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα.
Μου πήρε πολύ καιρό να συνειδητοποιήσω πως πάσχω από κατάθλιψη. Ακόμα περισσότερο καιρό, να μιλήσω για τούτη την κατάσταση. Συνήθως, οι άνθρωποι μιλάμε για κάποιο πρόβλημά μας, αφού το ξεπεράσουμε. Θες επειδή νιώθουμε δυνατοί που την παλέψαμε και βγήκαμε σώοι, θες επειδή (μόνο τότε) συνειδητοποιούμε την έκταση και το μέγεθος της προηγούμενης κατάστασης, θες επειδή όσο είμαστε μέσα στο μάτι του κυκλώνα, όλες οι αισθήσεις μας εστιάζουν στο πώς ν’ απεγκλωβιστούμε. Όποιο σενάριο και να πάρεις, η ουσία είναι η ίδια: για το ναυάγιο μιλάς, μονάχα όταν στεγνώσεις.
Κάπως έτσι νιώθεις. Μπορεί να κάνεις πράγματα στη ζωή σου, να τα κάνεις καλά και να εισπράττεις την αναγνώριση από τους γύρω σου. Μπορεί να περιστοιχίζεσαι από ανθρώπους που, πραγματικά, σ’ αγαπάνε και είναι έτοιμοι να προσφέρουν όλο τους το είναι. Μπορεί να έχεις φίλους που να διαισθάνονται πως κάτι τρέχει και να κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να νιώσεις καλύτερα. Φευ…
Αν δεν το πάρεις πρέφα εσύ ο ίδιος, δεν μπορεί να σε βοηθήσει κανείς. Και, πίστεψέ με, δεν είναι πολύ εύκολο να το χαμπαριάσεις. Εκ των υστέρων, όπως μου εξήγησε ένας ειδικός, η κατάθλιψη, ειδικά στους άντρες, λειτουργεί υπογείως και συγκεκαλυμμένα. Δε δείχνει εμφανή συμπτώματα ή, αν το θες πιο λιανά, τα συμπτώματα που μπορεί να προδώσουν την κατάθλιψη, αποδίδονται, τις περισσότερες φορές, σε άλλες αιτίες.
Σκέψου.
Είσαι μελαγχολικός. Σκέφτεσαι πως πάσχεις από κατάθλιψη; Φυσικά και όχι. Ευθύνεται η ρουτίνα στο γραφείο, η έλλειψη συντρόφου στη ζωή σου, η απουσία ελεύθερου χρόνου…
Δε σε γεμίζει η δουλειά σου, αν και είσαι ευχαριστημένος. Σκέφτεσαι πως ευθύνεται η κατάθλιψη; Φυσικά και όχι. Ευθύνεται ο μαλάκας στο γραφείο που φρόντισε να σου κάνει τη μέρα χάλια ή ένα λάθος που έκανες.
Νιώθεις κουρασμένος και δεν την παλεύεις μία; Λογικό, δεν έχεις πάει διακοπές όλη τη χρονιά, έφαγες και το καλοκαίρι στην Αθήνα, δεν έχεις και παρέα για να πας. Όχι, φίλε μου. Πάσχεις από κατάθλιψη. Και μάλιστα, όπως θα έλεγε και η Μαλβίνα, αν ζούσε, καταθλιψάρα καραμπινάτη..
Μα, σκέφτεσαι, η μόνη στιγμή που με πιάνει κάτι σα θλίψη, είναι όταν γυρνάω σπίτι και είμαι μόνος μου. Μπίνγκο.
Εκεί χτυπάει η κουφάλα η κατάθλιψη. Όταν κλείνεις την πόρτα, αλλά η χαραμάδα, από κάτω, μένει ανοιχτή. Το ακόμα χειρότερο που κάνεις, είναι πως ντρέπεσαι να μιλήσεις γι’ αυτό. Πιστεύεις πως με κάποιο μαγικό τρόπο θα περάσει, θα το αφήσεις πίσω σου. Χωρίς κάποια επιστημονική εξήγηση ή κοινή λογική. Απλά, επειδή μπορείς. Ή, μάλλον, επειδή νομίζεις πως μπορείς.
Αμ δε. Στο λέω και στο υπογράφω. Σε πάω και όσα στοιχήματα θες.
Πάνω από ένα χρόνο, ήμουν σε αυτήν την κατάσταση. Αν ρωτήσεις τους γονείς μου και τους φίλους μου (μιας και γυναίκα δεν υπήρξε σε τούτο το διάστημα), κανείς δε θα βρεθεί να σου πει πως έπασχα από κατάθλιψη. Θα με πουν κουρασμένο, πολύ κουρασμένο, απογοητευμένο από την περιρρέουσα, τοξική, κατάσταση, στενοχωρημένο λόγω καθυστερήσεων στις πληρωμές από διάφορες δουλειές, αλλά όχι καταθλιπτικό. Ίσα – ίσα, χαρά της ζωής θα με πουν, μέσα στην παρέα, στις εξόδους, με τ’ αστεία μου, την ειρωνεία μου, τα πειράγματά μου. Όλα καλά. Είπαμε, λίγο (ή πολύ, κατά τη μάνα μου) κουρασμένος. Μόνο.
Η κούραση, να ξέρεις, είναι το προσωπείο της κατάθλιψης.
Ο μόνος που ξέρει την αλήθεια, είσαι εσύ. Στην προκειμένη, εγώ. Ήξερα τους λόγους που δεν ήμουν ευχαριστημένος, που δεν ένιωθα πλήρης. Κι επειδή έχω μεγάλη εκτίμηση στο αγαθό που λέγεται ζωή (μην κοιτάς που καπνίζω, έχουμε γερή κράση στην οικογένεια), αποφάσισα να κάνω κάτι. Επειδή είμαι και λίγο βολεψιματίας, είπα να δοκιμάσω αυτές τις γραμμές υποστήριξης. Δε χρειάζεται να κουνηθώ, σκέφτηκα, δεν είναι ανάγκη να τους πω τα πραγματικά μου στοιχεία, δε θα με δουν ποτέ. Όλα καλά.
Έψαξα στο google. Βρήκα. Κάλεσα.
Μετά από μία ώρα συζήτησης, είχα πειστεί πως πρέπει να επισκεφθώ έναν ειδικό. Ψυχίατρο μου τον είπανε και θυμήθηκα την ταινία με το μαφιόζο. Γέλασα, αλλά, ταυτόχρονα, προβληματίστηκα. Η ευγενέστατη δεσποινίδα από την άλλη άκρη της γραμμής μου τόνισε πως η κατάθλιψή μου, δείχνει να, βρίσκεται σε αρχικό στάδιο και η αντιμετώπισή της είναι αποτελεσματική. Ανακουφίστηκα, αλλά, προβληματίστηκα. Πάλι.
Με τα πολλά, κατέληξα σε κάποιον που, εξ όσων διάβασα, μου φαινόταν ο κατάλληλος για την περίπτωσή μου. Φόρτωσα όλες τις αμφιβολίες μου και τα πιθανά σενάρια που θα μ’ έκαναν ν’ αποδομήσω τον τύπο με τα γυαλιά, το μούσι, την πίπα και το σημειωματάριο (ναι, είχα κάνει και εικόνα). Σκεφτόμουν πως στην πρώτη μαλακία που θα μου πει, έχω σηκωθεί και την έχω κάνει μ’ ελαφρά πηδηματάκια.
Η πρώτη μας συνάντηση (ακολούθησαν αρκετές) ήταν πολύ μακριά απ’ όσα είχα πλάσει στο μυαλό μου. Τζινάκι, πουκαμισάκι, άνετο στυλ, no smoking, αλλά ματιά που σε κάρφωνε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Εντάξει, έπεσα μέσα στα γυαλιά. Επί 45 λεπτά, η φάση ήταν: μιλούσα – έπαιρνα ανάσες – έπινα νερό – μιλούσα. Αυτό, σε κύκλους. Επαναλαμβανόμενους. Εκείνος, το μόνο που έκανε, ήταν ν’ αλλάζει πόδι. Λογικό, αγκύλωση θα πάθαινε, διαφορετικά. Τρεις φορές τον άκουσα να μιλάει. Μία που ρώτησε αν παίρνω ναρκωτικά, μία που ρώτησε αν πίνω και άλλη μία που με πληροφόρησε πως τελείωσε ο χρόνος.
Στην πορεία, έπαψε ο μονόλογος και ξεκίνησε η διαλεκτική. Φτάσαμε στο σημείο να μοιράσουμε την κατοχή του χρόνου ομιλίας. Με τα πολλά, καταλήξαμε πως η περίπτωσή μου απαιτούσε δουλειά και όχι χάπια. Αρκετή δουλειά, κυρίως στο κομμάτι της αντίληψης της πραγματικότητας. Της δημιουργίας, με άλλα λόγια, ενός ισοζυγίου ανάμεσα στα καλά και τα άσχημα, τόσο σε καθημερινή, όσο και σε γενικότερη βάση. Βλέπεις, αυτό που καταλήξαμε να ονομάσουμε κατάθλιψη δεν είχε προλάβει ν’ αποκτήσει κλινικά γνωρίσματα. Την παρομοιώσαμε με το σαράκι. Αρχικά, τρώει το ξύλο και στο τέλος, πέφτει το σπίτι. Εδώ, το προλάβαμε στην αρχή του.
Θα μου πεις (και με το δίκιο σου, ίσως) για ποιο λόγο σου γράφω όλο αυτό το κατεβατό;
Μα, για να σε παρακινήσω να ζητήσεις βοήθεια. ΟΚ, δεν σου αρέσει αυτή η λέξη. Ούτε σε μένα άρεσε. Την είχα ταυτόσημη με τον οίκτο, τη λύπηση, την κακομοιριά. Θες να την αντικαταστήσουμε; Θα το κάνουμε. Ψάξε για παρέα. Η πιο ιδανική, για τη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η άγνωστη παρέα. Εκεί που μπορείς ν’ ανοιχτείς, χωρίς φόβο, άγχος και καχυποψία.
Κάνε το βήμα και θα δεις πως όλα γίνονται πιο εύκολα.
Υ.Γ.: Ακόμα κι αν έχεις φτάσει στο τέλος του κειμένου κι εξακολουθείς να πιστεύεις πως δεν πάσχεις από κατάθλιψη, κάνε τον κόπο και πάρε τηλέφωνο. Στη χειρότερη, θα χάσεις μερικά λεπτά από τη ζωή σου…