Ο δρ Π. ήταν ένας διακεκριμένος μουσικός, πολύ γνωστός για χρόνια σαν τραγουδιστής και, αργότερα, σαν καθηγητής στο τοπικό Ωδείο. Εκεί, για πρώτη φορά, παρατηρήθηκαν ορισμένα παράξενα φαινόμενα στις σχέσεις του με τους φοιτητές του. Μερικές φορές, όταν ένας φοιτητής παρουσιαζόταν μπροστά του, ο δρ Π. δεν κατάφερνε να τον αναγνωρίσει ή, για την ακρίβεια, δεν αναγνώριζε το πρόσωπο του. Από τη στιγμή, όμως, που θα μιλούσε, μπορούσε να τον αναγνωρίσει από τη φωνή του. Τέτοια επεισόδια συνεχώς πολλαπλασιάζονταν προκαλώντας αμηχανία, σύγχυση, κάποιο φόβο και μερικές φορές το γέλιο. Γιατί όχι μόνο ο δρ Π. αποτύγχανε όλο και συχνότερα να δει τα πρόσωπα, αλλά άρχισε να βλέπει και πρόσωπα εκεί που δεν υπήρχαν: καθώς περπατούσε κεφάτα στο δρόμο, χτυπούσε χαϊδευτικά τους πυροσβεστικούς κρουνούς και τα παρκόμετρα, παίρνοντας τα για κεφάλια παιδιών υποκλινόταν με φιλοφρόνηση στα έπιπλα, λίγο ενοχλημένος που δεν του το ανταπέδιδαν. Στην αρχή αυτά τα περίεργα λάθη προκαλούσαν το γέλιο σαν αστεία, ακόμα και στον ίδιο το δρ Π. Δεν είχε πάντα, έτσι κι αλλιώς, μια ιδιόρρυθμη αίσθηση χιούμορ και δεν πέρναγε τον καιρό του με παράξενα ευφυολογήματα και χωρατά; Οι μουσικές του δυνατότητες παρέμεναν πάντα το ίδιο εντυπωσιακές. Δεν αισθανόταν άρρωστος, ποτέ δεν είχε αισθανθεί καλύτερα, και τα λάθη του ήταν τόσο παράλογα —και τόσο εφευρετικά— που δύσκολα θα μπορούσαν να είναι σοβαρά ή να κρύβουν το οτιδήποτε σοβαρό. Η ιδέα πως «κάτι δεν πήγαινε καλά» δε θα γεννιόταν παρά περίπου τρία χρόνια αργότερα, όταν του παρουσιάστηκε διαβήτης. Γνωρίζοντας πως ο διαβήτης προσβάλλει τα μάτια, ο δρ Π. συμβουλεύτηκε έναν οφθαλμίατρο που του πήρε το ιστορικό και εξέτασε προσεχτικά τα μάτια του.
— Τα μάτια σας δεν έχουν τίποτα, κατέληξε ο γιατρός, αλλά υπάρχει
κάποιο πρόβλημα στις οπτικές περιοχές του εγκεφάλου σας. Δε χρειάζεστε τη δική μου βοήθεια, θα πρέπει να δείτε ένα νευρολόγο.
Με αυτή, λοιπόν, την υπόδειξη ο δρ Π. έφτασε σε μένα.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά τη συνάντησή μας είχε γίνει φανερό ότι δεν υπήρχε ίχνος άνοιας με τη συνηθισμένη της έννοια. Ήταν άνθρωπος με μεγάλη καλλιέργεια και γοητεία, που μιλούσε όμορφα και αβίαστα, με φαντασία και χιούμορ. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί τον είχαν στείλει στην κλινική μας.
Και, εντούτοις, υπήρχε κάτι κάπως παράξενο. Καθώς μιλούσε με αντίκριζε, ήταν γυρισμένος προς το μέρος μου και, παρ’ όλα αυτά, κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δύσκολο να εκφραστεί. Είχα την εντύπωση πως με αντίκριζε με τα αυτιά του, όχι με τα μάτια του. Τα μάτια, αντί να με κοιτούν, να με «απορροφούν» φυσιολογικά, καθηλώνονταν σε διάφορα σημεία με τρόπο παράξενο και απότομο: πάνω στη μύτη μου, στο δεξί μου αυτί, χαμηλά στο μάγουλό μου, ψηλά στο δεξί μου μάτι, σαν να παρατηρούσε (ή σαν να μελετούσε) αυτά τα χαρακτηριστικά ένα προς ένα, χωρίς, όμως, να βλέπει ολόκληρο το πρόσωπό μου, τις εκφράσεις μου όταν άλλαζαν, «εμένα» σαν σύνολο. Δεν είμαι σίγουρος ότι το συνειδητοποίησα εκείνη ακριβώς τη στιγμή· υπήρχε μόνο κάτι παράδοξο που με βασάνιζε, κάποιο κενό στη φυσιολογική αλληλεπίδραση βλέμματος και έκφρασης. Με κοιτούσε, με ερευνούσε με το βλέμμα του και όμως…
- Τι νομίζετε ότι δεν πάει καλά; τον ρώτησα τελικά.
- Τίποτα που να με ενοχλεί, απάντησε χαμογελώντας, αλλά οι άλλοι δείχνουν να σκέφτονται ότι κάτι συμβαίνει με τα μάτια μου.
- Εσείς, όμως, δε νιώθετε ότι έχετε προβλήματα με την όραση σας;
—Όχι, όχι άμεσα, αλλά τυχαίνει να κάνω λάθη.
Έφυγα για λίγο από το δωμάτιο, για να μιλήσω στη γυναίκα του. Όταν επέστρεψα, ο δρ Π. καθόταν ήρεμα δίπλα στο παράθυρο, προσηλωμένος, ακούγοντας, μάλλον, παρά κοιτώντας έξω.
- Κίνηση, είπε, ήχοι του δρόμου, μακρινά τρένα — συνθέτουν ένα είδος συμφωνίας, δε νομίζετε; Γνωρίζετε την Pacific 234 του Honegger;
Τι συμπαθητικός άνθρωπος, σκέφτηκα. Πώς είναι δυνατό να υπάρχει κάτι σοβαρό; Άραγε θα μου επέτρεπε να τον εξετάσω;
- Ναι, φυσικά, δρ
Η ανησυχία μου εκτονώθηκε μέσα από την καταπραϋντική ρουτίνα της νευρολογικής εξέτασης και ίσως το ίδιο συνέβη και σ’ αυτόν. Μυϊκή δύναμη, συντονισμός των κινήσεων, αντανακλαστικά, μυϊκός τόνος… Τη στιγμή που εξέταζα τα αντανακλαστικά του —υπήρχε κάποια ασήμαντη ανωμαλία στα αριστερά— συνέβη το πρώτο αλλόκοτο γεγονός.
Είχα βγάλει το αριστερό του παπούτσι και έξυνα το πέλμα του ποδιού του με ένα κλειδί —μια εξέταση αντανακλαστικού που μοιάζει ασήμαντη, αλλά είναι ουσιώδης— και μετά, ζητώντας συγνώμη για να βιδώσω το οφθαλμοσκόπιό μου, τον είχα αφήσει να το ξαναβάλει μόνος του. Ένα λεπτό αργότερα, με έκπληξη είδα ότι δεν το είχε βάλει ακόμα.
- Μπορώ να βοηθήσω; ρώτησα.
- Να βοηθήσετε σε τι; Να βοηθήσετε ποιον;
- Να βοηθήσω εσάς, για να βάλετε το παπούτσι σας.
- Α, έκανε, είχα ξεχάσει το παπούτσι, προσθέτοντας sotto voce: To παπούτσι; Το παπούτσι; Έμοιαζε μπερδεμένος.
- Το παπούτσι σας, επανέλαβα. Ίσως θα ‘πρεπε να το βάλετε.
Συνέχισε να κοιτάει κάτω, αν και όχι το παπούτσι, έντονα προσηλωμένος αλλά σε λάθος κατεύθυνση. Τελικά το βλέμμα του εντοπίστηκε στο πόδι του:
- Αυτό είναι το παπούτσι μου, έτσι;
Άκουσα λάθος; Είδε λάθος;
- Τα μάτια μου, εξήγησε και ακούμπησε το ένα χέρι στο πόδι του: Αυτό είναι το παπούτσι μου, έτσι δεν είναι;
—Όχι, δεν είναι, αυτό είναι το πόδι σας. Εκεί είναι το παπούτσι σας.
- Α, νόμιζα ότι αυτό ήταν το πόδι μου!
Αστειευόταν; Ήταν τρελός; Ήταν τυφλός; Αν αυτό ήταν ένα από τα «παράξενα λάθη» του, ήταν το πιο παράξενο λάθος που είχα ποτέ συναντήσει.
Τον βοήθησα να βάλει το παπούτσι του (το πόδι του), για να αποφύγω μεγαλύτερο μπέρδεμα. Ο ίδιος ο δρ Π. έμοιαζε ατάραχος, αδιάφορος και ίσως και να το διασκέδαζε κάπως. Συνέχισα την εξέτασή μου. Η οπτική του οξύτητα ήταν καλή: δε δυσκολευόταν να δει μια καρφίτσα στο πάτωμα — αν και μερικές φορές την έχανε, αν ήταν τοποθετημένη στα αριστερά του.
Εντάξει, έβλεπε, αλλά τι έβλεπε; Άνοιξα ένα τεύχος του National Geographic Magazine και του ζήτησα να περιγράψει μερικές εικόνες.
Οι απαντήσεις του ήταν πολύ περίεργες. Τα μάτια του πετάγονταν εδώ κι εκεί, συλλαμβάνοντας μικροσκοπικά χαρακτηριστικά, απομονωμένα στοιχεία, όπως και προηγουμένως με το πρόσωπό μου. Ένα έντονο σημείο, κάποιο χρώμα, ένα σχήμα τραβούσαν την προσοχή του και του προκαλούσαν κάποιο σχόλιο, αλλά σε καμιά περίπτωση δε συ- νελάμβανε τη σκηνή συνολικά. Δεν κατόρθωνε να δει το σύνολο, έβλεπε μόνο λεπτομέρειες που τις ξεχώριζε σαν να ‘ταν τα φωτεινά σημεία στην οθόνη ενός ραντάρ. Ποτέ δε δημιουργούσε σχέση με την εικόνα σαν σύνολο, ποτέ δεν αντίκριζε, για να το πούμε έτσι, τη φυσιογνωμία της ίδιας της εικόνας. Δεν είχε καμιά απολύτως αίσθηση ενός τοπίου ή μιας σκηνής.
Του έδειξα το εξώφυλλο, μια συνεχή έκταση από αμμόλοφους της Σαχάρας.
- Τι βλέπετε εδώ; ρώτησα.
- Βλέπω ένα ποτάμι, είπε. Και ένα μικρό πανδοχείο με τη βεράντα του πάνω από το νερό. Υπάρχουν άνθρωποι που τρώνε έξω στη βεράντα. Εδώ κι εκεί βλέπω χρωματιστές ομπρέλες ήλιου. Κοιτούσε —αν αυτό μπορούσε να ονομαστεί κοίταγμα— ακριβώς επάνω από το εξώφυλλο, στον αέρα, και έπλαθε ανύπαρκτες μορφές, σαν η απουσία μορφών στη συγκεκριμένη εικόνα να τον είχε ωθήσει να φανταστεί το ποτάμι και τις βεράντες με τις χρωματιστές ομπρέλες.
Πρέπει να έδειξα εμβρόντητος, αλλά έμοιαζε να πιστεύει ότι τα είχε μάλλον πάει καλά. Ένα μικρό χαμόγελο φαινόταν στο πρόσωπο του. Μετά, σαν να αποφάσισε πως η εξέταση είχε τελειώσει, άρχισε να ψάχνει ολόγυρα για το καπέλο του. Άπλωσε το χέρι του και πιάνοντας το κεφάλι της γυναίκας του, προσπάθησε να το ανασηκώσει και να το φορέσει. Ήταν φανερό ότι είχε μπερδέψει τη γυναίκα του με το καπέλο του! Η γυναίκα του έδειξε σαν να ήταν συνηθισμένη σε τέτοια πράγματα.
Αδυνατούσα να εξηγήσω αυτό που είχε συμβεί, χρησιμοποιώντας τους όρους της συμβατικής νευρολογίας (ή νευροψυχολογίας). Σε μερικά σημεία ο δρ Π. παρουσιαζόταν ακέραιος, ενώ άλλα ήταν ολοκληρωτικά, ακατανόητα καταστραμμένα. Πώς μπορούσε, από τη μια, να περνά τη γυναίκα του για καπέλο και, από την άλλη, να λειτουργεί, όπως εμφανώς συνέχιζε να το κάνει, σαν καθηγητής στο Ωδείο;
Έπρεπε να σκεφτώ, να τον δω και πάλι, και να τον δω στο οικείο του περιβάλλον, στο σπίτι του.
Μερικές μέρες αργότερα επισκέφτηκα το δρ Π. και τη γυναίκα του, στο σπίτι τους, με τις παρτιτούρες των Dichterliebe στο χαρτοφύλακα μου (ήξερα ότι αγαπούσε τον Σούμαν) και μια ποικιλία παράξενων αντικειμένων που θα μου χρησίμευαν για να εξετάσω την αντίληψη του. Η κ. Π. με οδήγησε σε ένα ψηλοτάβανο διαμέρισμα που θύμιζε Βερολίνο fin-du-siecle. Ένα μεγαλόπρεπο παλιό Bosendorfer βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου και ολόγυρα υπήρχαν αναλόγια, όργανα, παρτιτούρες… Υπήρχαν βιβλία, υπήρχαν πίνακες, αλλά η μουσική σαφώς κυριαρχούσε. Ο δρ Π. μπήκε στο δωμάτιο, ελαφρά καμπουριαστός και αφηρημένος, προχώρησε με απλωμένο το χέρι προς το παλιό ρολόι του τοίχου, αλλά, ακούγοντας τη φωνή μου, διόρθωσε την κίνηση του και μου έδωσε το χέρι του. Χαιρετηθήκαμε και κουβεντιάσαμε λίγο για τις τελευταίες συναυλίες και παραστάσεις. Δισταχτικά τον ρώτησα αν θα ήθελε να τραγουδήσει.
- Τα Dichterliebelαναφώνησε. Δεν μπορώ, όμως, πια να διαβάσω μουσική. Θα τα παίξετε εσείς;
Είπα ότι θα προσπαθούσα. Πάνω σ’ αυτό το υπέροχο παλιό πιάνο, ακόμα και το δικό μου παίξιμο ακουγόταν σωστά, και ο δρ Π. ήταν ένας γέρος αλλά άπειρα μελωδικός Fischer-Dieskau που συνδύαζε ένα τέλειο αυτί με μια φωνή με την πιο κοφτερή μουσική ευστροφία. Ήταν ξεκάθαρο ότι το Ωδείο δεν τον κρατούσε από φιλανθρωπία.
Οι κροταφικοί λοβοί του δρ Π. ήταν κατά τα φαινόμενα άθικτοι: είχε έναν υπέροχο μουσικό φλοιό. Τι δεν πήγαινε καλά, αναρωτήθηκα, στους βρεγματικούς και ινιακούς λοβούς του και ειδικότερα σε εκείνες τις περιοχές όπου εντοπίζονται οι διαδικασίες οι σχετικές με την όραση; Καθώς κουβαλάω διάφορα γεωμετρικά στερεά στη νευρολογική μου τσάντα, αποφάσισα να αρχίσω με αυτά.
- Τι είναι αυτό; ρώτησα βγάζοντας το πρώτο από αυτά.
—Ένας κύβος, φυσικά.
- Και αυτό; ρώτησα κουνώντας μπροστά του ένα άλλο.
Ρώτησε αν μπορούσε να το εξετάσει, πράγμα το οποίο έκανε γρήγορα και συστηματικά.
—Ένα δωδεκάεδρο, φυσικά. Και μην απασχολείστε με τα υπόλοιπα, θα βρω και το εικοσάεδρο.
Τα αφηρημένα σχήματα δεν παρουσίαζαν προβλήματα. Τι συνέβαινε με τα πρόσωπα; Έβγαλα μια τράπουλα.
Αναγνώρισε όλα τα χαρτιά στη στιγμή, μαζί και τους βαλέδες, τις ντάμες, τους ρηγάδες και τόν τζόκερ. Αλλά αυτά στο κάτω κάτω είναι στιλιζαρισμένα σχέδια και ήταν αδύνατο να πει κανείς κατά πόσο έβλεπε πρόσωπα ή απλές μορφές. Αποφάσισα να του δείξω έναν τόμο με καρικατούρες που είχα στο χαρτοφύλακά μου. Εδώ, επίσης, τα πήγε γενικά καλά. Το πούρο του Ghurchill, η μύτη του Schnozzle: από τη στιγμή που έπιανε ένα χαρακτηριστικό-κλειδί, μπορούσε να αναγνωρίσει το πρόσωπο. Αλλά τα σκίτσα είναι, επίσης, τυποποιημένα και σχηματικά. Έμενε να δει κανείς πώς θα τα κατάφερνε με αληθινά πρόσωπα, σε ρεαλιστική αναπαράσταση.
Άνοιξα την τηλεόραση, κρατώντας τον ήχο κλειστό, και έπεσα σε μια παλιά ταινία της Μπέτυ Ντέιβις. Διαδραματιζόταν μια ερωτική σκηνή. Ο δρ Π. δεν αναγνώρισε την ηθοποιό, αλλά αυτό μπορεί να οφειλόταν στο ότι ποτέ του δεν είχε ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Πιο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι απέτυχε να αναγνωρίσει τις εκφράσεις του προσώπου της ή του προσώπου του παρτενέρ της, αν και, στη διάρκεια μιας και μοναδικής θυελλώδους σκηνής, αυτές οι εκφράσεις πέρασαν από το φλογερό πόθο σε πάθος, έκπληξη, αηδία και θυμό, για να καταλήξουν σε μια τρυφερή συμφιλίωση. Ο δρ Π. δεν έβγαζε τίποτε από όλα αυτά. Ήταν πολύ ασαφής για το τι διαδραματιζόταν ή για το ποιος ήταν ποιος ή ακόμα για το αν ήταν άντρες ή γυναίκες. Τα σχόλια του γι’ αυτή τη σκηνή ήταν αυτά που θα έκανε ένας εξωγήινος.
Έμενε μόνο μια περίπτωση: κάποιες από τις δυσκολίες του να συνδέονταν με τον εξωπραγματικό χαρακτήρα αυτού του κόσμου από ζελατίνη, του κόσμου του Χόλιγουντ έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματικός στην αναγνώριση προσώπων από την ίδια του τη ζωή. Στους τοίχους του διαμερίσματος υπήρχαν φωτογραφίες της οικογένειάς του, των συναδέλφων του, των μαθητών του, του ίδιου. Μάζεψα μια στοίβα από αυτές και, ξεπερνώντας κάποιους δισταγμούς μου, του τις έδειξα. Αυτό που φαινόταν αστείο, σαν κάποια φάρσα, όταν μιλούσαμε για την ταινία, γινόταν τραγικό, όταν είχε να κάνει με την αληθινή ζωή. Γενικά δεν αναγνώρισε κανέναν: ούτε την οικογένειά του ούτε τους συναδέλφους του ούτε τους μαθητές του ούτε καν τον εαυτό του. Αναγνώρισε μόνο τον Άινσταϊν, επειδή απομόνωσε το χαρακτηριστικό μαλλί και το μουστάκι· το ίδιο συνέβη και με ένα ή δύο άλλα πρόσωπα.
— Α, ο Πωλ! είπε, όταν του έδειξα ένα πορτρέτο του αδελφού του. Αυτό το τετράγωνο σαγόνι, αυτά τα μεγάλα δόντια… θα γνώριζα τον Πωλ οπουδήποτε.
Αλλά αναγνώριζε τον ίδιο τον Πωλ ή μόνο κάποια χαρακτηριστικά του, στα οποία και βασιζόταν για να κάνει μια λογική εκτίμηση όσο αφορά την ταυτότητα του προσώπου; Όταν δεν υπήρχαν ολοφάνερες ενδείξεις, ήταν εντελώς, απελπιστικά, χαμένος. Αλλά δεν ήταν απλώς η αναγνώριση, η γνώση, που ήταν προβληματική· υπήρχε κάτι το βαθιά λανθασμένο στο συνολικό τρόπο με τον οποίο ενεργούσε. Προσέγγιζε αυτά τα πρόσωπα —ακόμα και των κοντινών και αγαπητών του ανθρώπων— σαν να ήταν αφηρημένα παζλ ή τεστ. Δεν αποκτούσε σχέση με αυτά, δεν τα έβλεπε. Κανένα πρόσωπο δεν του ήταν οικείο, δεν ήταν ιδωμένο σαν «εσύ», αλλά αναγνωριζόταν μόνο σαν ένα σύνολο χαρακτηριστικών, σαν «αυτό». Κατά συνέπεια, η συμβατική τυποποιημένη γνώση υπήρχε — ούτε ίχνος, όμως, προσωπικού στοιχείου. Και αυτό συνοδευόταν από αυτή την αδιαφορία ή την τύφλωση που είχε για τις εκφράσεις. Για όλους εμάς, ένα πρόσωπο είναι το ίδιο το άτομο που κοιτάει προς τα έξω· βλέπουμε το άτομο διαμέσου του προσωπείου του (persona), της εικόνας που δείχνει προς τα έξω, διαμέσου του προσώπου του, δηλαδή. Αλλά για το δρ Π. δεν υπήρχε προσωπείο με αυτή την έννοια, κανένα εξωτερικό προσωπείο, και κανένα άτομο κρυμμένο πίσω από αυτό το προσωπείο.
Πηγαίνοντας προς το σπίτι του, είχα σταματήσει και είχα αγοράσει ένα χτυπητό κόκκινο τριαντάφυλλο για την μπουτονιέρα μου. Το έβγαλα και του το έδωσα. Το πήρε σαν να ήταν βοτανολόγος ή μορφολογι- στής που του έδιναν ένα σπάνιο δείγμα και όχι σαν κάποιος που του δίνουν απλώς ένα λουλούδι.
- Γύρω στις έξι ίντσες μήκος, σχολίασε. Μία καμπυλωτή κόκκινη φόρμα με ένα γραμμικό πράσινο στέλεχος.
- Ναι, είπα ενθαρρυντικά. Και τι νομίζετε ότι είναι, δρ Π.;
- Δεν είναι εύκολο να πει κανείς. (Έμοιαζε μπερδεμένος.) Λείπει η απλή συμμετρία των γεωμετρικών στερεών, αν και έχει μια δική του ανώτερη συμμετρία… Θα μπορούσε να είναι ένα φυτό με τους ανθούς του ή ένα λουλούδι.
- Θα μπορούσε; ρώτησα.
- Θα μπορούσε, με βεβαίωσε.
- Μυρίστε το, του πρότεινα φέρνοντάς τον και πάλι σε αμηχανία, λες και του είχα ζητήσει να μυρίσει κάποια ανώτερη συμμετρία.
Συμμορφώθηκε, παρ’ όλα αυτά, με ευγένεια και το πλησίασε στη μύτη του. Ζωντάνεψε απότομα:
- Υπέροχο! αναφώνησε. Ένα πρώιμο τριαντάφυλλο. Τι ουράνια μυρωδιά!
Άρχισε να μουρμουρίζει: «Die Rose, die Lillie…» Έμοιαζε σαν η πραγματικότητα να του μεταβιβαζόταν μέσω της όσφρησης, όχι μέσω της όρασης.
Δοκίμασα ένα τελικό τεστ. Ήταν μια κρύα μέρα στην αρχή της άνοιξης και είχα αφήσει το παλτό μου και τα γάντια μου πάνω στον καναπέ.
- Τι είναι αυτό; ρώτησα σηκώνοντας ένα γάντι.
- Μπορώ να το εξετάσω; ρώτησε και, παίρνοντάς το, άρχισε να το εξετάζει με τον ίδιο τρόπο που είχε εξετάσει τα γεωμετρικά σχήματα.
- Μία συνεχής επιφάνεια, ανακοίνωσε τελικά, αναδιπλωμένη στον εαυτό της. Μοιάζει να έχει, δίστασε, πέντε αποφύσεις, αν αυτή είναι η κατάλληλη λέξη.
- Ναι, είπα επιφυλακτικά, μου δώσατε μια περιγραφή. Πείτε μου τώρα τι είναι.
- Κάποιο είδος θήκης;
- Ναι, είπα. Και τι θα μπορούσε να περιέχει αυτή η θήκη;
- Θα μπορούσε να περιέχει τα περιεχόμενά της! είπε ο δρ Π. γελώντας. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες. Θα μπορούσε να είναι ένα πουγκί για κέρματα, λόγου χάρη, για κέρματα πέντε μεγεθών. Θα μπορούσε ακόμ’ …
Διέκοψα αυτή την παράλογη ροή:
- Σας φαίνεται κάτι γνώριμο; Νομίζετε ότι θα μπορούσε να περιέχει, θα μπορούσε να ταιριάζει με ένα μέρος του σώματός σας;
Καμιά λάμψη αναγνώρισης δεν εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.[*]
Κανένα παιδί δε θα είχε την ικανότητα να δει και να μιλήσει για «μια συνεχή επιφάνεια… αναδιπλωμένη στον εαυτό της», αλλά το οποιοδήποτε παιδί, το κάθε νήπιο θα αναγνώριζε αμέσως ένα γάντι σαν γάντι, θα το αντιμετώπιζε σαν κάτι οικείο, σαν κάτι που ταιριάζει με ένα χέρι. Όχι ο δρ Π. Δεν αντιμετώπιζε τίποτα σαν οικείο. Οπτικά ήταν χαμένος σε έναν κόσμο αφηρημένων εννοιών, απογυμνωμένων από κάθε ζωή. Ήταν φανερό ότι είχε χάσει κάθε επαφή με τον πραγματικό οπτικό κόσμο, όπως είχε χάσει και το οπτικό του Εγώ. Μπορούσε να μιλάει για αντικείμενα, αλλά δεν τα αντίκριζε καταπρόσωπο. Ο Hughlins Jackson λέει, μιλώντας για ασθενείς με αφασία και βλάβες του αριστερού ημισφαιρίου, πως έχουν χάσει τη «θεωρητική» και «προτακτική» σκέψη και τους συγκρίνει με τα σκυλιά (ή, μάλλον, συγκρίνει τα σκυλιά με τους ασθενείς με αφασία). Ο δρ Π., από την άλλη, λειτουργούσε ακριβώς όπως λειτουργεί μία μηχανή. Όχι μόνο έδειχνε προς τον κόσμο την ίδια αδιαφορία που θα έδειχνε και ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, αλλά —πράγμα ακόμα πιο εντυπωσιακό— ανέλυε τον κόσμο όπως ένας υπολογιστής, μέσω χαρακτηριστικών-κλειδιών και σχηματικών σχέσεων. Μπορούσε να αναγνωρίσει το σχήμα χρησιμοποιώντας μια μέθοδο «πορτρέτου-ρομπότ», χωρίς να συλλαμβάνει την ίδια την πραγματικότητα στο ελάχιστο.
Η εξέταση, που μέχρι στιγμής είχα κάνει, δε μου έλεγε τίποτα για τον εσωτερικό κόσμο του δρ Π. Ήταν δυνατό η οπτική του μνήμη και η φαντασία του να παρέμεναν άθικτες; Του ζήτησα να φανταστεί τον εαυτό του να μπαίνει σε μια από τις πλατείες της πόλης από το βόρειο μέρος της, να τη διασχίζει στη φαντασία ή τη μνήμη του και να μου λέει τα κτήρια που θα πέρναγε περπατώντας. Απαρίθμησε τα κτήρια στα δεξιά του αλλά κανένα στα αριστερά του. Του ζήτησα μετά να φανταστεί τον εαυτό του να μπαίνει στην πλατεία από το νότο. Και πάλι ανέφερε μόνο τα κτήρια που βρίσκονταν στα δεξιά του, παρόλο που ήταν ακριβώς αυτά που είχε παραλείψει προηγουμένως. Τα κτήρια που είχε προηγουμένως «δει» μέσα του δεν αναφέρονταν τώρα· πιθανώς δεν τα «έβλεπε» πια. Ήταν φανερό ότι οι δυσκολίες που είχε με την αριστερή του πλευρά αναφέρονταν τόσο στον εσωτερικό του, όσο και στον εξωτερικό κόσμο, διχοτομώντας τόσο την οπτική του μνήμη, όσο και τη φαντασία του.
Τι συνέβαινε, σε ένα υψηλότερο επίπεδο, με τις εσωτερικές του εικόνες, τη δυνατότητα εσωτερικής απεικόνισης; Έχοντας στο μυαλό μου τη σχεδόν ψευδαισθησιακή ένταση με την οποία ο Τολστόι αναπαριστά τους χαρακτήρες του και τους δίνει ζωή, ρώτησα το δρ Π. για την Άννα Καρένινα. Θυμόταν τα γεγονότα χωρίς καμιά δυσκολία, κατείχε απόλυτα την πλοκή, αλλά παρέλειπε εντελώς τα οπτικά χαρακτηριστικά, τις περιγραφές και τις σκηνές οπτικής δράσης· θυμόταν τα λόγια των ηρώων αλλά όχι τα πρόσωπα τους· ενώ, όταν του το ζητούσα, μπορούσε να παραθέσει με την αξιοθαύμαστη μνήμη του, σχεδόν κατά λέξη, τις περιγραφές στο πρωτότυπο, γινόταν πια φανερό ότι γι’ αυτόν ήταν εντελώς άδειες και δεν είχαν κανένα αισθητηριακό, φαντασιακό ή συγκινησιακό περιεχόμενο. Υπήρχε, λοιπόν, και μια εσωτερική αγνωσία[†]
Ήταν σαφές, όμως, ότι αυτό συνέβαινε μόνο με μερικά είδη νοερής απεικόνισης. Η απεικόνιση προσώπων και σκηνών, αφήγησης και πλοκής που αναφέρονταν στην όραση ήταν βαθιά διαταραγμένη, σχεδόν απούσα. Αλλά η απεικόνιση των σχημάτων ήταν άθικτη, ίσως και ενισχυμένη. Έτσι, όταν άρχισα μαζί του μια νοερή παρτίδα σκακιού, δεν είχε καμιά δυσκολία να αναπαραστήσει τη σκακιέρα ή τις κινήσεις και δε συνάντησε καμιά δυσκολία στο να με κατατροπώσει ολοκληρωτικά.
Ο Luria έλεγε για τον Zazetsky ότι είχε χάσει εντελώς την ικανότητα του να παίζει παιχνίδια, αλλά ότι η «παραστατική του φαντασία» ήταν άθικτη. Ο Zazetsky και ο δρ Π. ζούσαν σε κόσμους κατοπτρικούς. Αλλά η πιο θλιβερή διαφορά μεταξύ τους ήταν ότι, όπως είπε ο Luria, ο Zazetsky «αγωνιζόταν για να ξανακερδίσει τις χαμένες του ικανότητες με την αδάμαστη επιμονή του καταδικασμένου», ενώ ο δρ Π. δεν αγωνιζόταν, γιατί δεν ήξερε τι είχε χαθεί, και στην πραγματικότητα δεν ήξερε καν ότι κάτι είχε χαθεί, Αλλά ποιος ήταν ο πιο τραγικός καταραμένος: ο άνθρωπος που το ήξερε ή ο άνθρωπος που το αγνοούσε;
Όταν η εξέταση τέλειωσε, η κ. Π. μας φώναξε στο τραπέζι, όπου υπήρχε καφές και μια υπέροχη ποικιλία γλυκισμάτων. Λαίμαργα και μουρμουρίζοντας κάτι, ο δρ Π. όρμησε στα γλυκίσματα. Γοργά, με άνετες κινήσεις, χωρίς σκέψη, τράβηξε τους δίσκους προς το μέρος του και έπαιρνε γλυκίσματα από δω κι από κει και τα καταβρόχθιζε με ένα σχεδόν μελωδικό τρόπο, σαν να «τραγουδούσε» την τροφή του, μέχρις ότου ξαφνικά υπήρξε μια διακοπή: ένα βαρύ, επιτακτικό τακ τακ στην πόρτα. Αιφνιδιασμένος, ξαφνιασμένος, καθηλωμένος από τη διακοπή, ο δρ Π. σταμάτησε να τρώει και κάθισε παγωμένος, ακίνητος, στο τραπέζι με μια αδιάφορη, τυφλή σύγχυση στο πρόσωπο του. Κοιτούσε χωρίς πια να βλέπει το τραπέζι: δεν το αντιλαμβανόταν πλέον σαν ένα τραπέζι φορτωμένο με γλυκίσματα. Η γυναίκα του του έβαλε λίγο καφέ: το άρωμα ερέθισε τη μύτη του και τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Η μελωδία του γεύματος του συνεχίστηκε.
Αναρωτιόμουνα πώς ήταν δυνατό να κάνει οτιδήποτε. Τι συνέβαινε όταν ντυνόταν, όταν πήγαινε στην τουαλέτα, όταν έκανε μπάνιο; Ακολούθησα τη γυναίκα του στην κουζίνα και τη ρώτησα πώς κατάφερνε, για παράδειγμα, να ντυθεί
— Είναι ακριβώς όπως όταν τρώει, μου εξήγησε. Του βάζω τα συνηθισμένα του ρούχα στις συνηθισμένες τους θέσεις και ντύνεται χωρίς δυσκολία, τραγουδώντας μόνος του. Αλλά αν κάτι τον διακόψει, χάνει το νήμα και σταματά εντελώς, δε γνωρίζει τα ρούχα του ή και το ίδιο του το σώμα. Τραγουδά συνέχεια, τραγούδια του φαγητού, τραγούδια του μπάνιου, τραγούδια για τα πάντα. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε, αν δεν το κάνει τραγούδι.
Ενώ μιλούσαμε, την προσοχή μου τράβηξαν οι πίνακες ζωγραφικής στον τοίχο.
- Ναι, με πρόλαβε η κ. Π., ήταν ένας ταλαντούχος ζωγράφος, όσο και τραγουδιστής. Η Σχολή εξέθετε τα έργα του κάθε χρόνο.
Τους περιεργάστηκα αργά· ήταν τοποθετημένοι με χρονολογική σειρά. Όλη η πρώιμη δουλειά του ήταν νατουραλιστική και ρεαλιστική, με παραστατική διάθεση και ατμόσφαιρα, αλλά με προσεγμένη και ρεαλιστική λεπτομέρεια. Στη συνέχεια, καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι πίνακες γίνονταν λιγότερο παραστατικοί, λιγότερο συγκεκριμένοι, λιγότερο ρεαλιστικοί και νατουραλιστικοί, αλλά πολύ περισσότερο αφηρημένοι, ακόμα και γεωμετρικοί και κυβιστικοί. Στο τέλος, οι τελευταίοι του πίνακες γίνονταν παράλογοι, ή τουλάχιστον παράλογοι για μένα, απλές χαώδεις γραμμές και κηλίδες μπογιάς. Το σχολίασα στην κ. Π.
- Α, εσείς οι γιατροί είστε τόσο ακαλλιέργητοι! αναφώνησε. Δεν μπορείτε να δείτε την καλλιτεχνική εξέλιξη, πώς εγκατέλειψε το ρεαλισμό της πρώιμης περιόδου του και προχώρησε στην αφηρημένη, τη μη παραστατική τέχνη;
Όχι, δεν είναι αυτό, είπα στον εαυτό μου (αλλά απέφυγα να το πω στην καημένη την κ. Π.). Πράγματι, είχε. μετακινηθεί από το ρεαλισμό στο μη παραστατικό, στο αφηρημένο, δεν ήταν, όμως, ο καλλιτέχνης που εξελισσόταν, αλλά η παθολογία που προχωρούσε, οδεύοντας προς μια βαθιά οπτική αγνωσία, μέσα στην οποία η παραστατική δύναμη και η φαντασία, η έννοια του συγκεκριμένου και η έννοια της πραγματικότητας χάνονταν και καταστρέφονταν. Αυτός ο τοίχος με τους πίνακες ήταν μία τραγική παθολογική έκθεση, μια έκθεση που ανήκε στο χώρο της νευρολογίας και όχι της τέχνης.
Και όμως αναρωτήθηκα αν η κ. Π. δεν είχε εν μέρει δίκιο. Γιατί συχνά υπάρχει ένας αγώνας και κάποτε, ακόμα περισσότερο, μια σύγκρουση που φέρνει αντιμέτωπες τις δυνάμεις της παθολογίας και της δημιουργίας. Ίσως στη διάρκεια της κυβιστικής του περιόδου να συνυπήρχαν η καλλιτεχνική και η παθολογική ανάπτυξη και να συγκρούονταν για να γεννήσουν μια πρωτότυπη μορφή· χάνοντας στο χώρο του συγκεκριμένου, κέρδιζε στο χώρο του αφηρημένου, αναπτύσσοντας μια μεγαλύτερη ευαισθησία απέναντι σε όλα τα δομικά στοιχεία της γραμμής, τα όρια, το περίγραμμα, αποκτώντας μια δύναμη σύλληψης σχεδόν ανάλογη ενός Πικάσο, για να βλέπει και να ζωγραφίζει αυτά τα αφηρημένα σύνολα, ενσωματωμένα και κανονικά χαμένα μέσα στο συγκεκριμένο… Μολονότι, στους τελευταίους πίνακες, φοβόμουν ότι υπήρχε μόνο χάος και αγνωσία.
Επιστρέψαμε στο μεγάλο δωμάτιο της μουσικής, με το Bosendorfer στη μέση, όπου ο δρ Π. μουρμούριζε πάντα πάνω από την τελευταία τάρτα.
- Λοιπόν, δρ Sacks, μου είπε, απ’ ό,τι καταλαβαίνω με βρίσκετε ενδιαφέρουσα περίπτωση. Μπορείτε να μου πείτε τι βρίσκετε ότι δεν πάει καλά και να μου συστήσετε κάτι;
- Δεν μπορώ να σας πω τι δεν πάει καλά, απάντησα, αλλά θα σας πω τι βρίσκω εντάξει. Είστε ένας εξαίρετος μουσικός και η μουσική είναι η ζωή σας. Σε μια περίπτωση σαν τη δική σας, αυτό που θα συνέ- στηνα θα ήταν μια ζωή που να αποτελείται ολοκληρωτικά από μουσική. Η μουσική υπήρξε το κέντρο της ζωής σας, τώρα κάντε ολόκληρη τη ζωή σας μουσική.
Αυτά συνέβησαν εδώ και τέσσερα χρόνια· ποτέ δεν τον ξαναείδα, συχνά, όμως, αναρωτήθηκα για το πώς αντιλαμβανόταν τον κόσμο, δεδομένης της περίεργης απώλειας της εικόνας, της παραστατικής δύναμης του, και, από την άλλη, της τέλειας διατήρησης μιας έξοχης μουσικότητας. Πιστεύω ότι η μουσική γι’ αυτόν είχε πάρει τη θέση της εικόνας. Δεν είχε εικόνα του σώματός του, είχε μουσική του σώματος του: γι’ αυτό μπορούσε να κινείται και να ενεργεί με την ευχέρεια που είχε, αλλά σταμάταγε εντελώς μπερδεμένος, αν αυτή η «εσωτερική μουσική» σταματούσε. Το ίδιο συνέβαινε και με τον εξωτερικό του κόσμο[‡]…
Στο βιβλίο του Ο κόσμος σαν αναπαράσταση και βούληση, ο Σοπενά- ουερ χαρακτηρίζει τη μουσική σαν «καθαρή βούληση». Φαντάζομαι πόσο θα τον συνάρπαζε ο δρ Π., ένας άνθρωπος που είχε εντελώς χάσει τον κόσμο σαν αναπαράσταση, έχοντάς τον, όμως, διατηρήσει σαν μουσική ή σαν βούληση.
Αυτή η κατάσταση κράτησε ευτυχώς μέχρι το τέλος, γιατί, παρά τη βαθμιαία πρόοδο της νόσου (ένας μεγάλος όγκος ή μια εκφυλιστική διαδικασία στις οπτικές περιοχές του εγκεφάλου του), ο δρ Π. έζησε και δίδαξε μουσική μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Πώς να εξηγήσει κανείς την παράδοξη αυτή ανικανότητα του δρ Π. να αντιληφθεί, να ερμηνεύσει ένα γάντι σαν ένα γάντι; Είναι φανερό ότι αδυνατούσε να κάνει μια γνωστικής φύσης κρίση, αν και ήταν παραγωγικότατος σε γνωστικές υποθέσεις. Η «κρίση» είναι μια ιδιότητα διαισθητική, προσωπική, περιεκτική και συγκεκριμένη, «βλέπουμε» πώς στέκονται τα πράγματα το ένα σε σχέση με το άλλο και σε σχέση με τον εαυτό τους. Αυτή ακριβώς η τοποθέτηση, αυτή η συσχέτιση, έλειπαν στο δρ Π. (παρότι η κρίση του, σ’ όλες τις άλλες σφαίρες, ήταν άμεση και φυσιολογική). Οφειλόταν αυτό στην έλλειψη οπτικής πληροφορίας ή σε μια ελαττωματική επεξεργασία της οπτικής πληροφορίας; (Αυτή την εξήγηση θα έδινε ένας κλασικός, μηχανιστής νευρολόγος.) Ή υπήρχε κάτι το λανθασμένο στην ίδια τη στάση του δρ Π., ώστε να μην μπορεί να συμμετάσχει σ’ αυτό που έβλεπε;
Αυτές οι εξηγήσεις, ή τρόποι εξήγησης, δεν αλληλαποκλείονται· θα μπορούσαν, από διαφορετικούς δρόμους, να συνυπάρχουν και να είναι και οι δύο αληθινές. Και αυτό είναι κάτι το αποδεκτό στην κλασική νευρολογία, είτε λέγεται ρητά είτε υπονοείται σιωπηρά: υπονοείται από τον Macrae, όταν θεωρεί ανεπαρκή την εξήγηση περί εκπτωτικών σχημάτων ή περί ελαττωματικής οπτικής επεξεργασίας και απαρτίω- σης· διατυπώνεται ρητά από τον Goldstein, όταν μιλάει για την «αφαιρετική στάση». Αλλά η αφαιρετική στάση, που επιτρέπει την «κατηγοριοποίηση», επίσης δεν προσφέρει κάποια εξήγηση στην περίπτωση του δρ Π. και ίσως ούτε και η έννοια της «κρίσης» γενικά. Διότι ο δρ Π. είχε αφαιρετική στάση και στην πραγματικότητα αυτό ήταν και το μόνο που είχε. Και ακριβώς αυτή η παράλογη αφαιρετικότητα της στάσης του —παράλογη γιατί αναπτυσσόταν ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο – τον καθιστούσε ανίκανο να αντιλαμβάνεται την ταυτότητα ή τα επιμέρους, τον έκανε ανίκανο να κρίνει.
Περιέργως, η νευρολογία και η ψυχολογία, αν και μιλάνε για οτιδήποτε άλλο, σχεδόν ποτέ δε μιλάνε για «κρίση» και, εντούτοις, είναι ακριβώς η κατάρρευση της κρίσης (είτε σε ειδικούς τομείς, όπως συνέβαινε με το δρ Π. είτε συνολικότερα, όπως σε ασθενείς με σύνδρομο Korsakov ή σύνδρομο μετωπιαίου λοβού· βλέπε πιο κάτω τα κεφάλαια 12 και 13) που αποτελεί την ουσία τόσων πολλών νευροψυχολογικών διαταραχών. Η κρίση και η ταυτότητα μπορεί να υφίστανται σοβαρές διαταραχές, αλλά η νευροψυχολογία ποτέ δε μιλά γι’ αυτές.
Και, εντούτοις, είτε από φιλοσοφική άποψη (την άποψη του Καντ) είτε από εμπειρική και εξελικτική άποψη, η κρίση είναι η πιο σημαντική ιδιότητα που διαθέτουμε. Ένα ζώο, ή ένας άνθρωπος, μπορεί να τα καταφέρει χωρίς «αφαιρετική στάση», αλλά θα εξαφανιστεί σε πολύ μικρό χρόνο, αν στερηθεί την κρίση. Η κρίση πρέπει να θεωρείται σαν η πρώτη ιδιότητα της ανώτερης ζωής ή του νου και, εντούτοις, αγνοείται ή ερμηνεύεται λανθασμένα από την κλασική (υπολογιστική) νευρολογία. Και αν αναρωτηθούμε πώς ένας τέτοιος παραλογισμός είναι δυνατός, θα βρούμε την απάντηση στις βάσεις ή στην εξέλιξη της ίδιας της νευρολογίας. Γιατί η κλασική νευρολογία (σαν την κλασική φυσική) υπήρξε πάντοτε μηχανιστική, από τα μηχανικά ανάλογα του Hughlins Jackson ως τις αναλογίες με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που προκρίνονται σήμερα.
Φυσικά ο εγκέφαλος είναι μια μηχανή και ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, τα πάντα στην κλασική νευρολογία είναι σωστά. Αλλά οι ψυχικές διαδικασίες που συνιστούν το είναι και τη ζωή μας δεν είναι απλά αφαιρετικές και μηχανικές, αλλά είναι εξίσου προσωπικές, και σαν τέτοιες περιλαμβάνουν όχι μόνο την ταξινόμηση και την κατηγοριοποίηση, αλλά και τη διαρκή κρίση και το συναίσθημα. Αν αυτό λείπει, μετατρεπόμαστε σε υπολογιστικές μηχανές, όπως ήταν ο δρ Π. Και αν με την ίδια κίνηση απαλείψουμε το συναίσθημα και την κρίση, το προσωπικό στοιχείο, από τις γνωστικές επιστήμες, τις μειώνουμε σε κάτι τόσο ελαττωματικό, όσο ο δρ Π., και ελαχιστοποιούμε τη δυνατότητα σύλληψης του συγκεκριμένου και του πραγματικού.
Είναι κωμική όσο και τρομαχτική η αναλογία της σύγχρονης μας νευρολογίας και ψυχολογίας με τον καημένο το δρ Π. Το συγκεκριμένο και το πραγματικό μάς είναι αναγκαία, όπως και σε αυτόν, και αποτυγχάνουμε να τα δούμε, όπως αποτύγχανε και αυτός. Οι γνωστικές μας επιστήμες υποφέρουν οι ίδιες από μια αγνωσία, στην ουσία της όμοια με αυτή του δρ Π. Ο δρ Π. μπορεί, λοιπόν, να χρησιμεύει σαν μια προειδοποίηση και μια παραβολή γι’ αυτό που συμβαίνει σε μία επιστήμη όταν χάνει το κριτικό της στοιχείο, το ατομικό και το προσωπικό στοιχείο, και γίνεται ολοκληρωτικά αφαιρετική και υπολογιστική.
Υπήρξε για μένα πάντα λυπηρό το γεγονός ότι, λόγω συνθηκών ανεξάρτητων από τη θέληση μου, δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω την εξέλιξη αυτής της υπόθεσης, είτε για να συνεχίσω τις παρατηρήσεις και την έρευνα, όπως αυτές που περιέγραψα εδώ, είτε απλώς για να εξακριβώσω την παθολογία της νόσου.
Έχει κανείς πάντα το φόβο ότι μία περίπτωση είναι «μοναδική», ειδικά αν είναι τόσο εξαιρετική σαν του δρ Π. Αισθάνθηκα, λοιπόν, μεγάλο ενδιαφέρον και ευχαρίστηση που συνδυαζόταν με ανακούφιση, όταν, αρκετά τυχαία, βρήκα, φυλλομετρώντας το περιοδικό Brain του 1956, μία λεπτομερή περιγραφή μιας καταπληκτικά όμοιας νευροψυ- χολογικά και φαινομενολογικά περίπτωσης (ίδιας, θα έλεγα), παρότι η
υποκείμενη παθολογία (ένας οξύς κρανιακός τραυματισμός) και οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές. Οι συγγραφείς μιλάνε για την περίπτωσή τους σαν «μοναδική στη γραπτή ιστορία αυτής της διαταραχής και προφανώς δοκίμασαν την ίδια έκπληξη με μένα μπροστά στα ίδια τους τα ευρήματα[§] Παραπέμπω τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στο πρωτότυπο άρθρο των Macrae και Trolle (1956), του οποίου παραθέτω εδώ μία σύντομη παράφραση με αποσπάσματα από το πρωτότυπο.
Ο ασθενής τους ήταν ένας νέος άντρας 32 ετών, ο οποίος μετά από ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα, με ένα κώμα τριών εβδομάδων «…παραπονιόταν μόνο για μια ανικανότητα να αναγνωρίσει πρόσωπα ακόμα και τα πρόσωπα της γυναίκας και των παιδιών του». Ούτε ένα πρόσωπο δεν του ήταν «οικείο», αν και υπήρχαν τρία πρόσωπα που μπορούσε να αναγνωρίσει· ήταν συνάδελφοι από τη δουλειά του: ο ένας με ένα τικ στο μάτι, ο άλλος με μία μεγάλη κρεατοελιά στο μάγουλο και ο τρίτος «επειδή ήταν τόσο ψηλός και αδύνατος, που δεν έμοιαζε με κανέναν». Ο καθένας από αυτούς, συμπεραίνουν οι Macrae και Trolle, «αναγνωριζόταν αποκλειστικά από το μοναδικό έντονο χαρακτηριστικό που αναφέρθηκε». Γενικά, όμως (όπως ο δρ Π.), αναγνώριζε τους γνώριμους του μόνο από τις φωνές τους.
Δυσκολευόταν ακόμα και να αναγνωρίσει τον εαυτό του στον καθρέφτη, όπως με λεπτομέρειες περιγράφουν οι Macrae και Trolle: «Συχνά στην πρώιμη φάση της ανάρρωσης του, ιδιαίτερα όταν ξυριζόταν, ρωτούσε αν το πρόσωπο που τον κοιτούσε ήταν όντως το δικό του και αν και ήξερε, από τα φυσικά χαρακτηριστικά του, πως δεν μπορούσε να είναι κανένα άλλο, σε πολλές περιπτώσεις έκανε γκριμάτσες ή έβγαζε τη γλώσσα του «ίσα για να σιγουρευτεί». Μελετώντας προσεχτικά το πρόσωπό του στον καθρέφτη, άρχισε σιγά σιγά να το αναγνωρίζει αλλά «όχι στη στιγμή», όπως στο παρελθόν βασιζόταν στα μαλλιά και στο περίγραμμα του προσώπου, καθώς και σε δύο μικρές ελιές στο αριστερό του μάγουλο.
Γενικά δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τα αντικείμενα «με μια ματιά», αλλά έπρεπε να ψάξει και να μαντέψει από ένα ή δύο χαρακτηριστικά· κάπου κάπου οι εκτιμήσεις του ήταν παράλογα εσφαλμένες, Ιδιαίτερα, σημειώνουν οι συγγραφείς, υπήρχε δυσκολία με τα έμψυχα.
Από την άλλη μεριά, απλά σχηματικά αντικείμενα —ψαλίδι, ρολόι, κλειδί κ.λπ.— δεν παρουσίαζαν δυσκολίες. Οι Macrae και Trolle σημειώνουν επίσης: «Η τοπογραφική μνήμη του ήταν παράξενη: υπήρχε το φαινομενικό παράδοξο ότι μπορούσε να βρει το δρόμο του από το σπίτι του στο νοσοκομείο και γύρω από αυτό, αλλά δεν μπορούσε να δώσει τα ονόματα των δρόμων που συναντούσε στην πορεία (αντίθετα από το δρ Π., παρουσίαζε και κάποια αφασία) και δε φαινόταν να σχηματίζει εικόνα της τοπογραφίας».
Ήταν φανερό, επίσης, ότι οι οπτικές μνήμες που είχε για τους ανθρώπους, ακόμα και πολύ παλιά, πριν από το ατύχημα, ήταν σοβαρά εξασθενημένες· υπήρχε η ανάμνηση της συμπεριφοράς, ή ίσως κάποιας ιδιομορφίας, αλλά όχι της οπτικής εμφάνισης ή του προσώπου. Ανάλογα, όταν τον ρωτούσαν προσεχτικά, γινόταν φανερό ότι δεν έβλεπε πια εικόνες στα όνειρά του. Έτσι, όπως συνέβαινε και με το δρ Π., δεν ήταν μόνο η οπτική αντίληψη αλλά η οπτική φαντασία και μνήμη, ουσιαστικά οι θεμελιώδεις δυνάμεις της οπτικής αναπαράστασης, που ήσαν καταστραμμένες σε αυτό τον ασθενή, τουλάχιστον στο βαθμό που αφορούσαν το προσωπικό στοιχείο, το οικείο, το συγκεκριμένο.
Ένα τελευταίο, χιουμοριστικό σημείο. Εκεί όπου ο δρ Π. θα μπέρδευε τη γυναίκα του με ένα καπέλο, ο άρρωστος του Macrae, το ίδιο ανίκανος να αναγνωρίσει τη γυναίκα του, είχε ανάγκη, για να την αναγνωρίσει, από ένα ιδιαίτερο οπτικό σημάδι, όπως «…ένα ευδιάκριτο είδος ρούχου, όπως ένα μεγάλο καπέλο».
[*] Αργότερα, εντελώς τυχαία, το έβαλε στο χέρι του και φώναξε: «Θεέ μου, μα είναι ένα γάντι!» Αυτό θυμίζει τον ασθενή του Kurt Goldstein, τον «Lanuti», που αναγνώριζε τα αντικείμενα μόνο όταν δοκίμαζε να τα χρησιμοποιήσει.
[†] Συχνά αναρωτήθηκα για τις οπτικές περιγραφές της Helen Keller κατά πόσο, δηλαδή, δεν είναι, παρ’ όλη την ευγλωττία τους, κατά κάποιο τρόπο κενές με τον τρόπο του δρ Π. Κατά πόσο μέσα από τη μεταφορά των εικόνων από τον απτικό χώρο στον οπτικό ή —ακόμα πιο εκπληκτικό— από το λεκτικό και το μεταφορικό χώρο στον αισθητηριακό και τον οπτικό, έφτανε σε μια τέτοια δύναμη οπτικής αναπαράστασης, αν και ο οπτικός της φλοιός δεν είχε ποτέ δεχτεί άμεσα ερεθίσματα από τα μάτια. Αλλά στην περίπτωση του δρ Π. ήταν ακριβώς ο φλοιός που είχε καταστραφεί, η οργανική προϋπόθεση κάθε εικονογραφικής αναπαράστασης. Είναι ενδιαφέρον και χαρακτηριστικό ότι δεν έβλεπε πια τα όνειρά του σε εικόνες, αλλά το «μήνυμα» των ονείρων μεταφερόταν με μη οπτικούς όρους.
[‡] Έτσι, όπως έμαθα αργότερα από τη γυναίκα του, αν και δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τους μαθητές του όσο έμεναν ακίνητοι, αν έμεναν απλές «εικόνες», τους αναγνώριζε ξαφνικά μόλις κινούνταν. «Αυτός είναι ο Καρλ!» φώναζε. «Γνωρίζω τις κινήσεις του, τη μουσική του κορμιού του».
[§] Μόνο αφού ολοκλήρωσα αυτό το βιβλίο, βρήκα ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μια μάλλον εκτεταμένη βιβλιογραφία γύρω από την οπτική αγνωσία γενικά και την προσωπα- γνωσία ειδικότερα. Πιο συγκεκριμένα, είχα πρόσφατα τη μεγάλη ευχαρίστηση να συναντήσω το δρ Andrew Kertesz ο οποίος δημοσίευσε μερικές εξαιρετικά λεπτομερείς μελέτες ασθενών με τέτοιες αγνωσίες (βλ. για παράδειγμα το άρθρο του γύρω από την οπτική αγνωσία, Kertesz 1979). Ο δρ Kertesz μου ανέφερε την περίπτωση ενός αγρότη που είχε αναπτύξει μια προσωπαγνωσία που δεν του επέτρεπε να αναγνωρίσει τα πρόσωπα των αγελάδων του, και ενός άλλου ασθενούς, υπαλλήλου στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, που πήρε το είδωλό του στον καθρέφτη για το διόραμα ενός πιθήκου. ‘Οπως στην περίπτωση του δρ Π., έτσι και με τον ασθενή των Macrae και Trolle, αυτό το τόσο παράλογο λάθος γίνεται ειδικά στην αντίληψη του έμψυχου. Οι A.R. και Η. Damasio (βλ. άρθρο στο Mesulam 1985. σελ. 259-288, ή βλ παρακάτω στο υστερόγραφο του κεφαλαίου 8) έχουν αρχίσει μία λεπτομερή μελέτη των αγνωσιών γενικά και της οπτικής διεργασίας γενικότερα.
(To βιβλίο το διαβάζω από εκδόσεις Καστανιώτη. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα όπως όλα του Oliver Sacks.)