“Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μεγάλο δάσος ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι!
Αθώο και γλυκό, όπως όλα τα μικρά κοριτσάκια, μέχρι που συνάντησε τον πρώτο της κακό λύκο.
Η συνάντηση αυτή, κάθε που συμβαίνει, είναι σημαδιακή και τραυματική, τόσο για τα μικρά αθώα κορίτσια όσο και για τους μεγάλους κακούς λυκους!
“Τι τα θες τι τα γυρεύεις;” δήλωσε προχθές το κοριτσάκι σε σεπτή ομήγυρη από κοκκινοσκουφίτσες.
“Βαρέθηκα να γδέρνω το πετσί μου και το πετσί των λύκων μου. Γέμισα την ντουλάπα μου αφόρετα λυκοτόμαρα και τα συρτάρια μου καραμέλες και χάπια. Κράτησα δυο από δαύτους φυλακισμένους. Μέχρι που γίναμε φιλαράκια και τους άνοιξα την πόρτα του κλούβιου, να φύγουν μια για πάντα.
Μετά το φευγιό τους διαβάζω πνευματικά βιβλία, κάνω μανικιούρ και μπότοξ, αλλά βαριέμαι.
Φιλοσοφώ, δίνω συμβουλές σε μικρά κορίτσια και περιδιαβαίνω το λιβάδι, αλλά βαριέμαι.
Έτσι μυρίζει ο χρόνος μου, σαν μπαγιάτικο Earl Grey, με τη μυρωδιά της μούχλας να κοντράρει το άρωμα του περγαμόντου.
Ωστόσο, μια μέρα θε ν’ ανοίξω την πόρτα της κόλασης, να χορέψω τανγκό με τον ωραιότερο και δεινότερο των εραστών μου. Να στροβιλιστώ, να κομματιαστώ ηρωικά και να επιστρέψω φορώντας επιτέλους και το δικό του Τομάρι, φας α μεν.
Ο αγαπημένος μου Σατανάς, ο μεγάλος μου Λύκος !
Ω, πόσο τρυφερά θα χαϊδεύω τ’ απομεινάρια του, αγκαλιά με την κόρη μου, πίνοντας Earl Grey. Ορμηνεύοντας την για την συμπόνοια που χρειάζονται όλοι οι καημένοι, αδικημένοι και αδύναμοι μεγάλοι κακοί Λύκοι.”
Ένα όχι τόσο αθώο κοριτσάκι
και για την αντιγραφή
Roberto Colubra