Τα βήματα της ακούστηκαν απειλητικά στο διάδρομο. Όλοι έτρεξαν στις θέσεις τους. Με κομμένη την ανάσα περίμεναν να μπει.
Άκρα του τάφου σιωπή.
Μια ψιλόλιγνη φιγούρα φάνηκε στο βάθος του διαδρόμου. Περπατούσε πάνω στις δωδεκάποντες γόβες της με επιδεξιότητα ακροβάτη.
«Καλημέρα» πρόλαβε να αναφωνήσει η γραμματέας της προτού τη διακόψει με βλέμμα παγωμένο ανασηκώνοντας λίγο τα γυαλιά ηλίου που φορούσε:
«Είναι έτοιμες οι αναφορές που σου ζήτησα;»
«Όλα πάνω στο γραφείο σας» απάντησε η γραμματέας κοφτά.
«Να μη με ενοχλήσει κανείς». Της πέταξε και με ένα τίναγμα των μαλλιών της, γύρισε την πλάτη της και κατευθύνθηκε στο γραφείο της.
Το τελευταίο που ακούστηκε ήταν ο χτύπος της πόρτας που έκλεινε.
«Στρίγγλα» ψέλλισε μέσα από τα σφιγμένα δόντια.
Έτσι την αποκαλούσαν. Στρίγγλα. Ο φόβος και τρόμος στους υφιστάμενους. Όλοι τη σεβόταν και την αντιπαθούσαν ταυτόχρονα στους ευρύτερους επαγγελματικούς κύκλους.
Επιτυχημένη στο χώρο της. Ελκυστική. Ο δείκτη νοημοσύνης σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Με τάσεις εργασιομανίας, επίμονα φιλόδοξη και επίπονα εγωίστρια, κινούνταν στο χωροχρόνο σαν καλοκουρδισμένο ρομποτάκι.
Όλα βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο της. Έτσι ήθελε. Δυναμισμό το έλεγαν κάποιοι. Απλησίαστη.
Είχε με τόση επιμονή κτίσει ένα πελώριο γυάλινο τοίχο γύρω της που ήταν αδύνατο στον οποιοδήποτε να πλησιάσει. Φιγούρα, επιβλητική, πάντα καλοντυμένη. Είχε ένα αποτυχημένο γάμο στο ενεργητικό της και θανάσιμους εχθρούς.
Φίλους μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού.
Μότο της : «Τους εχθρούς μου τους ξέρω. Οι φίλοι μου με φοβίζουν».
Μόλις μπαίνει στο γραφείο κλείδωσε την πόρτα. Πέταξε τις δωδεκάποντες γόβες της ατάκτως στο πάτωμα. Ξεφύσησε. Κοίταξε το γραφείο με τις αναφορές. Δεν είχε όρεξη να δουλέψει.
Ήταν από εκείνες τις μέρες που πλήρωνε τη δόση από το τίμημα του δυναμισμού και της φιλοδοξίας της. Αυτό της μοναξιάς.
Το τηλέφωνο την διέκοψε από τις σκέψεις της. ¨
«Σου εξήγησα δε θέλω να με ενοχλήσει κανείς μέχρι να στο πω εγώ». Φώναξε λίγο πριν κατεβάσει με δύναμη το ακουστικό.
Ανάβει τσιγάρο. Το συνήθιζε όταν ένιωθε τις λέξεις να γίνονται θηλιά στο λαιμό της και να την πνίγουν. Ανοίγει το συρτάρι. Βγάζει κάτι σημειώσεις. Κανείς δεν το ήξερε. Ήταν το καταφύγιο της. Σκόρπιες σκέψεις έδιναν νόημα σε ένα άψυχο κομμάτι χαρτί.
Κάπου εκεί ανάμεσα τα λόγια από ένα βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη :
Αυτό θα πεις γυναίκα δυναμική! Ποιός πήγε αλήθεια ποτέ να δει αυτές τις γυναίκες τις «δυναμικές», τα «παλικάρια», τους «βράχους» το βράδυ που ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους και σβήνουν το φως; Ποιος πήγε ποτέ να δει τη στιγμή που φασκιώνουν την καρδιά τους και αφήνουν να γείρει στο μαξιλάρι και να γλείψει τις πληγές της; Κανείς. Ούτε ο Θεός. Σίγουρα.
Μπορεί να άγγιζε τα όρια του μελό αλλά κάθε λέξη ήταν καρφί γι αυτήν.
Χαμογέλασε ειρωνικά. Άλλη μια τζούρα από τσιγάρο.
Έπειτα φυσούσε τον καπνό κάνοντας μια προσπάθεια να φτιάξει σχέδια. Ασάφεια. Έπειτα τα συννεφάκια έσβηναν. Χάνονταν.
Ποιος αλήθεια την κοίταξε γι αυτό που πραγματικά είναι; Ποιος άντρας της συμπεριφέρθηκε με τρυφερότητα και όχι με φόβο και ανταγωνιστικότητα; Και όμως, είναι κάτι στιγμές που χρειάζεται μια αγκαλιά. Ένα ψίθυρο στο αυτί « εγώ είμαι εδώ για σένα…μη φοβάσαι». Ματαιότητα.
Πόσος αλήθεια χαμένος χρόνος στην αναμονή αυτής της φράσης. Πόσοι λάθος συναγερμοί.
Κάθε φορά που λύγιζε. Δεν υπάρχει εκεί κανείς.
«Γιατί μια γυναίκα δυναμική σαν και μένα δεν έχει ανάγκη». Είπε πικρόχολα.
«Δεν έχεις φόβο εσύ! Όλα τα καταφέρνεις», πόσο αλήθεια κουράστηκε να ακούει αυτά τα λόγια. Δεν υπάρχουν περιθώρια για λάθη. Καταδικάζεται για όποια κίνηση δεν είναι μέσα στα προσδοκώμενα.
Και περνάει μια ζωή μόνο για να αντέχει, σε όλους τους τομείς. Και μάταια ελπίζει κρυφά μια αγκαλιά ζεστή να κουρνιάσει τα βράδια που κάνει κρύο. Ίσως να είναι θέμα χαραχτήρα και επιλογή της να αρπάζει το δόρυ και την ασπίδα στην άγρια αρένα της ζωής. Είναι όμως ανάγκη της ένα ζεστό καταφύγιο μετά την καθημερινή αδυσώπητη μάχη.
Έτσι υψώνει ένα τοίχο γύρω της που κανείς γενναίος δεν υπάρχει που να τολμά να γκρεμίσει!!!
Όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων και επιλογών λοιπόν; Όταν έπρεπε να αποφασίσει επέλεξε το μονόδρομο της κορυφής. Άθελα της. Μπήκε στο χορό και γούσταρε να χορέψει όσο το δυνατόν καλύτερα μπορούσε. Μόνο που παρασύρθηκε. Το μεθύσι της επιτυχίας είναι τόσο γλυκό! Γευόταν τους καρπούς των κόπων της και έγλυφε τη γλύκα που έμενε στα χείλη της με μανία.Και ξεχάστηκε. Απορροφημένη από τη δουλειά της παραμέλησε το Εγώ της. «Είμαστε τρεις» συνήθιζε να λέει αστειευόμενη κάποιες φορές που είχε ξεφύγει από την αυστηρή της πραγματικότητα. «Εγώ ο Εαυτός μου και η Σκιά μου».
Το Εγώ που δέσποζε επιβλητικό και είχε κατακλύσει το μικρόκοσμο της. Ο παραμελημένος Εαυτός της που εκλιπαρούσε κάποια βράδια αδυναμίας να του δώσει σημασία και η Σκιά της που την ακολουθούσε πάντα παίρνοντας τις μορφές που η ίδια έδινε.
Αναστέναξε.
Ήταν από τις στιγμές της ζωή της που ερχόταν αντιμέτωπα το Εγώ και ο Εαυτός της. Σύγκρουση αιματηρή. Πάντα νικούσε το Εγώ. Ήταν πιο εύκολο άλλωστε να κρυφτεί πίσω από το προσωπείο του επαγγελματία.
Έτρεμε σαν το ψάρι την αδυναμία που την έκανε να νιώθει ο έρωτας.
Πόσο λάθος είχε κάνει! Όλα χωράνε στη ζωή μας αρκεί να του δίνουμε το χώρο που του αρμόζει. Να μην καταπατά άλλους τομείς. Όσο δύσκολο και να είναι να το χειριστούμε
Ξαφνικά πετάχτηκε σαν ελατήριο πάνω. Έφτιαξε τα μαλλιά της. Μια τελευταία ματιά σε ένα καθρεφτάκι που πάντα είχε στη τσάντα της. Σκαρφάλωσε στις δωδεκάποντες γόβες της. Ήθελε να βγει έξω και να περπατήσει. Να αναπνεύσει. Να σταματήσει να σκέφτεται έστω και για λίγο. Έκλεισε το κινητό της και το πέταξε πάνω στο γραφείο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αρπάζοντας την τσάντας της άνοιξε την πόρτα του γραφείου της. Σούζα όλοι πάλι.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την κατάσταση που βρισκόταν πριν από λίγο. Την έκρυβαν τα τεράστια γυαλιά ηλίου που φορούσε.
« Για σήμερα ακύρωσε τα όλα».Είπε στη γραμματέα της λίγο πριν εξαφανιστεί στο βάθος του διαδρόμου. Το τελευταίο που ακούστηκε ήταν ο ήχος από τα τακούνια της.
Ένα έκπτωτος άγγελος που περπατούσε επιδέξια πάνω σε γόβες στιλέτο.
And then she’d say it’s OK I got lost on the way
But I’m a Super girl and Super girls don’t cry