Σηκώθηκε απότομα για να φύγει. Εκείνος την κράτησε από το χέρι με δύναμη. Το έσφιξε.
«Δεν έχεις να πας πουθενά» της είπε επιτακτικά.
«Θα τα ξεκαθαρίσουμε όλα τώρα. Το κατάλαβες;». Είπε με φωνή που έτρεμε από ένταση και νεύρα.
Αν παίρναμε το τηλεκοντρόλ της ζωής και πατούσαμε το κουμπάκι REW και βλέπαμε τη ζωή του Φίλιππου λίγους μήνες πριν, δε θα αναγνωρίζαμε το άτομο που είχαμε τώρα μπροστά μας. Άκρως ρεαλιστής με τάσεις εργασιομανίας, επίμονα φιλόδοξος και επίπονα εγωιστής, κινούταν στο χωροχρόνο σαν καλοκουρδισμένο ρομποτάκι. Όλα βρίσκονταν υπό τον πλήρη έλεγχο του, ακόμα και οι αισθήσεις του είχαν υποταχθεί στην αυταρχική φύση του. Αν και ιδιαίτερα κοινωνικός, δεν του άρεσε να έχει φίλους, είχε με τόση επιμονή κτίσει ένα πελώριο γυάλινο τοίχο γύρω του που ήταν αδύνατο στον οποιοδήποτε να πλησιάσει. Φιγούρα, επιβλητική, πάντα καλοντυμένος, δεν υπήρχε τίποτα το ατημέλητο πάνω του, κύριο Ατσαλάκωτο, τον φώναζαν στο γραφείο.
Ώσπου ένα τσουνάμι συγκυριών ήλθε να αλλάξει την τόσο άψογα συντονισμένη ζωή του σε λίγα μόνο λεπτά. Ένα βλέμμα της ήταν αρκετό να δημιουργήσει τεράστια ωστικά κύματα που χτύπησαν με ορμή πάνω στον ατσαλάκωτο γυάλινο τοίχο του. Ο ήχος από το ράγισμα, έσκισε στα δύο την ηρεμία του μυαλού του. Με το γύρισμα της πλάτης της, το τίναγμα των μαλλιών της και την απαλή φωνή της να τον αποχαιρετάει, τραβήχτηκε το κύμα που ανελέητα εισέβαλε και σκέπασε την ψυχή του, και αυτό που άφησε ήταν μια καρδιά να τη ζητάει.
Η διαδοχή των γεγονότων μας έφερε στο παρόν. Τώρα πατάμε PAUSE και βλέπουμε τον κύριο Ατσαλάκωτο ακίνητο.
Κάνουμε ZOOM. Το πρόσωπο του, ανέκφραστο, το κορμί του, άκαμπτο, το πουκάμισο του ατημέλητα βαλμένο.
Ήταν αυτό το αλλόκοτο συναίσθημα που τον αποπροσανατόλιζε και τον έκανε να αισθάνεται περίεργα.
Πατάμε το PLAY και αφήνουμε το ρου της ιστορίας να κυλήσει
Ο κύριος Ατσαλάκωτος, απλά Φίλιππος.
Μια νέα μέρα!
Οι σκέψεις τον έκαναν να χάνει την ηρεμία του.
«Άραγε θα την έβλεπε ή όχι;» Αυτή η αβεβαιότητα έκανε το κεφάλι του να βουίζει..
Μπήκε στο αυτοκίνητο. Έβαλε τέρμα τη μουσική να μην ακούει.
«Ό,τι αξίζει δεν πονάει και δεν είναι δύσκολο» Σκέφτηκε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ανοίγει το παράθυρο. Πνιγόταν.
«Και τότε τι;» Φώναξε με δύναμη.
Κάποιοι περαστικοί τον κοίταξαν παραξενεμένοι. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Ήταν τρελός;
Τείνουμε να δικαιολογούμε καταστάσεις που τσακίζουν το μυαλό μας και ξυπνάνε τις ανασφάλειες μας. Είναι στη φύση μας να κυνηγάμε, σαν αγρίμια κάτι που νομίζουμε ότι θα μας χορτάσει. Μια μπουκιά είναι αρκετή να καταλάβουμε ότι άδικα τρέχουμε. Πώς μπορείς εξάλλου να απολαύσεις κάτι όταν είσαι λαχανιασμένος;
Κάθε μπουκιά είναι πέτρα στο λαιμό και στην καρδιά. Ως θεά πανάκεια εμφανίζεται η δικαιολογία. Η βιταμίνη του εγωισμού μας.
Άλλη μια μέρα έφτασε στο τέλος της. Ο Φίλιππος γύρισε κουρασμένος και ζαλισμένος από τις σκέψεις που δεν τον άφησαν ήσυχο.
Έλεγξε για ακόμα μια φορά το κινητό του. Δεν του είχε ακόμα τηλεφωνήσει.
Άφαντη. Πάλι.
Αν ο έρωτας είναι όμορφο συναίσθημα γιατί άραγε κάποιες φορές πονάει τόσο;
Πολλές φορές είναι η ανάγκη μας να ερωτευτούμε και να μας ερωτευτούν χωρίς να έχει σημασία το άτομο. Αυτό είναι απλά η υλική υπόσταση σε κάτι που φανταζόμαστε δίχως να λογαριάζουμε αν τελικά μας κάνει.
Η πραότητα στο πρόσωπο της, η άνεση στις κινήσεις της, η χαλαρότητα στις αντιδράσεις της είχαν στείλει τις άμυνες του περίπατο.
Είναι λογικό να πέφτουν οι άμυνες μας με άτομα που δε μας προκαλούν αντίδραση και θυμό.
Είναι αυτή η εκνευριστική εσωστρέφεια του άλλου που μας κάνει να αποκτούμε μια μαλθακότητα που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν περιμέναμε, με αποτέλεσμα όταν έλθει η στιγμή που πρέπει να αντιδράσουμε, για ένα ανεξήγητο λόγο δεν το κάνουμε.
Είναι όπως μια βόλτα μια ηλιόλουστη και ήρεμη ημέρα. Εκεί που χαλαρώνουμε και απολαμβάνουμε τον ήλιο και την ηρεμία έρχεται κάποιος από του πουθενά και μας χτυπάει στο κεφάλι με μια σανίδα. Χαλαροί και χωρίς άμυνες πονάμε περισσότερο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, χάνουμε και τη μιλιά μας από το σοκ.
Η ώρα πέρασε. Πέταξε τα ρούχα του στο κρεβάτι και έριξε μια ματιά στο κινητό του προτού μπει στο μπάνιο. Άνοιξε το ντουζ και έκλεισε τα μάτια του αφήνοντας το νερό να κυλάει στο πρόσωπο του σα να ζητούσε κάτι να τον ξεπλύνει από τις σκέψεις του.
Έπρεπε να κάνει κάτι να τη βγάλει από τη ζωή του. Αφού δεν του προσέφερε αυτά που ήθελε ποιος ο λόγος να μένει μαζί της;
Ήθελε ένταση στα συναισθήματα. Ανεμελιά στις συναντήσεις. Εμπιστοσύνη στην καθημερινότητα. Ασφάλεια στη ζωή του. Εκείνη δεν του προσέφερε τίποτα από αυτά. Πάντα μετρημένη σε κάθε της κίνηση, σε κάθε της λέξη.
Όχι δεν έφταιγε αυτή που δεν ταίριαζαν. Που δεν υπήρχαν γέφυρες επικοινωνία αλλά ο ίδιος που έμενε σε μια σχέση δίχως νόημα. Ήταν ένα crashtest στις αντοχές του. Ένα στοίχημα που ο ίδιος είχε βάλει. Το κέρδος; «Πώς θα ξέρουμε τα όρια μας αν δεν τα δοκιμάσουμε».
Η ήττα; «Χάσιμο χρόνου απλά. Ένας άνθρωπος που πιάνει χώρο στη ζωή, στο μυαλό, στη σκέψη, στο κρεβάτι μας».Αξίζει;
Η μουσική διαπασών. Το ποτήρι γεμάτο πάγο και ουίσκι. Αυτός ξάπλωσε στον καναπέ με κλειστά τα φώτα. Χαμένος στις σκέψεις του. Το χτύπημα από το τηλέφωνο τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Ήταν εκείνη. Απάντησε αποφασιστικά. Το είχε αποφασίσει. Έπρεπε να θέσει ένα τέλος στην ταλαιπωρία της ψυχής και της καρδιάς του. Όσο και να πονούσε έπρεπε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση.
Και φτάνουμε στο τώρα. Εκείνη και εκείνος αντιμέτωποι με την αλήθεια.
Συνεχίζεται….