Καλεί ο δικηγόρος τη χήρα και τους δυο υιούς, να τους διαβάσει την διαθήκη του προσφάτως αποβιώσαντος πλουσίου συζύγου και πατρός.
Έκπληκτοι μαθαίνουν πως ο συγχωρεμένος, εκτός από την εξασφάλιση της χήρας, άφησε μόνο μια επιθυμία. Να μοιράσουν οι αδελφοί την υπόλοιπη περιουσία μεταξύ τους, δίκαια και χωρίς να τσακωθούν.
Αρχίζει λοιπόν ο μεγαλύτερος υιός της χήρας.
“Από τα σπίτια θα κρατήσω τις επαύλεις της Εκάλης και της Φιλοθέης, ενώ για εσένα θα αφήσω το πατρικό του πατέρα στην Κοκκινιά και το προικώο της μαμάς στα Πατήσια. Συμφωνείς μικρέ;”
“Φιλάκια, συμφωνώ!” απαντά ο μικρότερος των αδελφών.
“Από τις επιχειρήσεις θα κρατήσω τα δυο εργοστάσια στην Ελβετία και εσύ την βιοτεχνία στο Μπραχάμι και το ξυλουργείο στα Σούρμενα. Συμφωνείς μικρέ;”
“Φιλάκια αδελφέ, συμφωνώ!”
“Από τα αυτοκίνητα θα κρατήσω τη Μπέντλεϊ και τη Φερράρι, για εσένα μένουν το Πεζώ και το Φίατ. Συμφωνείς μικρέ;”
“Φιλάκια αδελφέ μου, συμφωνώ!”
“Α, έχουμε και τα εξοχικά. Θα κρατήσω το σαλέ στο Μπιαρίτς και το εξοχικό στη Μύκονο. Για εσένα το σπιτάκι στο Λουτράκι και το άλλο στο Καρπενήσι. Συμφωνείς μικρέ;”
“Βεβαίως αδελφέ μου, φιλάκια!”
“Νομίζω πως μένουν και οι καταθέσεις του μπαμπά. Θα πάρω τις καταθέσεις στο εξωτερικό και εσύ τις καταθέσεις στην Ελλάδα. Συμφωνείς μικρέ;”
“Φιλάκια, φιλάκια, σύμφωνοι!”
Σηκώνονται να φύγουν λοιπόν, να ετοιμάσει ο δικηγόρος τη χαρτούρα και να τους καλέσει για τις υπογραφές.
Όπως έφευγαν, πιάνει ο δικηγόρος παράμερα τον μικρό αδελφό και του λέει συγχυσμένος:
“Έχω εντολή από τον συχωρεμένο να επιβλέψω τη δίκαιη μοιρασιά. Εσύ όμως βρε παιδί μου, συμφώνησες σε όλες τις προφανείς αδικίες, δεν έβγαλες τσιμουδιά και του έστελνες και φιλάκια με κάθε ευκαιρία. Τι συμβαίνει; Θα μου εξηγήσεις;”
“Κύριε δικηγόρε, νόμιζα το καταλάβατε. Θα τον γαμήσω που θα τον γαμήσω τον λεχρίτη, να μη βάλω και λίγο συναίσθημα; Στο κάτω κάτω της γραφής Αδελφός μου είναι. Άσε που ο μπαμπάς είπε να μην τσακωθούμε!”