Είχε ένα δίπλωμα Νομικής καί γαλάζια όνειρα. Είχε κί ένα παλιό παντελόνι γκρι, φαγωμένο στα καπούλια. Βοηθός ενός «παρ’ άπασι τοις δικαστηρίοις» μαιτρ, μοίραζε τις μέρες του στα «δημόσια καταστήματα» και σε μια πολυθρόνα με φαγωμένη ράχη. Τις νύχτες έπινε μπύρα και πήγαινε στις φτηνές γυναικούλες. Σε δυο χρόνια απόχτησε χρέη και τη βεβαιότητα πως δεν θα τα εξοφλήσει ποτέ. Κι έθαψε τα γαλάζια όνειρα.
-Δεν θα φτάσω ποτέ κάπου, λέει στον φίλο του. Απελπίστηκα.
-Γιατί δεν αυτοκτονείς;
-Θα το σκεφτώ. Καληνύχτα.
Δεν αυτοκτόνησε εξ αιτίας μιας μικρής μοδιστρούλας με μεγάλο τακούνι. Έπρεπε να την παίρνει απ’ το εργαστήρι της κάθε βράδυ και να την πηγαίνει σ’ ένα πάρκο. Εκεί τη γέμιζε φιλιά και σκέδια. Εκείνη τα φόρτωνε όλα, στις εννιά ακριβώς, στο λεωφορείο και τα κουβαλούσε σ’ ένα σπίτι φτωχικό, με μια λάμπα του πετρελαίου που φώτιζε τα κρεμασμένα μουστάκια κάποιου πατριάρχη. Τη ρωτούσανε πάντοτε.
-Τώρα σκόλασες;
Κι έλεγε «ναι» σε φυσικό χρωματισμό. Πριν μπει είχε αφήσει τα κραγιόνια στο μαντηλάκι της.
Τον σκεφτότανε πάντα ύστερα απ’ τη σούπα και λογάριαζε τον καιρό που θα παντρευόντησαν. Μα σαν απελπίστηκε γι’ αυτόν τον γάμο άκουσε κάποιον γέρο κύριο που την κάλεσε σε μια λιμουζί- να με καλοριφέρ. Εκείνος δεν έκλαψε. Όταν ο «μαιτρ» τον κάλεσε στο γραφείο του, πήγε βαρετά.
-Θα πάτε στο Λιμεναρχείο.
-Δεν θα πάω πουθενά. Παραιτούμαι. Χαίρετε.
Βγήκε στον δρόμο έδωσ’ ένα τάλληρο στον ζητιάνο της γωνιάς. -Και τώρα τι θα κάνεις; είπε ο φίλος του. Θα δικηγορήσεις μοναχός σου;
-Όχι. Τη σιχαίνουμαι αυτή τη δουλειά. Κάθε δουλειά είναι βρωμιά και ιδρώτας.
-Και τι θ’ απογίνεις;-Θα πάω περίπατο.
Γ ία πείσμα έκανε περίπατο ένα μήνα. Ύστερα πήγε στο θέατρο να δει το έργο κάποιου ακαδημαϊκού. Χασμουρήθηκε στην πρώτη πράξη κι αποκοιμήθηκε στη δεύτερη. Ακούμπησε κιόλας το κεφάλι του στον ώμο της διπλανής κυρίας. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε.
-Το παθαίνετε συχνά αυτό;
-Κάθε φορά που παρακολουθώ έργα ακαδημαϊκών.
Η κυρία γέλασε γιατί είχε πάει στο θέατρο με πρόγραμμα να γελάσει. Τον κάλεσε και στο σπίτι της.
-Χρειάζομαι έναν άνθρωπο έξυπνο για τις υποθέσεις μου, είπε. Θέλετε να γίνετε γραμματέας μου;
Και γίνηκε γραμματέας της. Κουβάλησε κιόλας τα ρούχα του. Δυο πουκάμισα, δυο γραβάτες και τρεις κάλτσες. Την τέταρτη την είχε χάσει. Πήρε και μισθό. Η δουλειά ήτανε κουραστική. Έγραφ’ ένα γράμμα τη βδομάδα, τις άλλες ώρες πάχαινε και χασμουριότανε.
«Είμαι τεμπέλης», σκεφτότανε. «Είμαι τεμπέλης γιατί έτσι μ’ αρέσει και γιατί οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι. Πιστεύουνε πως τα ερτζιανά κύματα γίνανε για να παίζουνε τα ραδιόφωνα και πως ο Σαμψών σκότωσε τους Φιλισταίους μ’ ένα σαγόνι γαϊδάρου. Ανοίγουνε μαγαζιά και πουλάνε ο ένας του άλλου κάτι, το βράδυ πάνε στα σπίτια τους σκοτωμένοι από την κούραση και απολαμβάνουν “της οικογενειακής θαλπωρής και γαλήνης” εξόν αν μαλώσουνε με τη γυναίκα τους γιατί το φαΐ ήτανε τσαγγό. Ευχαριστούνε κάποιον Ύψιστο ή βρίζουνε μια Τύχη ανάλογα με το περιεχόμενο της τσέπης τους. Πριν πεθάνουνε σκέφτουνται την αιωνιότητα. Είναι έντιμοι, σιχαίνουνται τις πόρνες, μα τρέχουνε σ’ αυτές. Λένε την αλήθεια όταν δεν πρέπει να πουν ψέματα, οι συφιλιδικοί γεμίζουνε αρρώστια τους γερούς, οι γιατροί ζητάνε προκαταβολές για να εξασκήσουνε το “κοινωφελές έργο” τους. Οι παπάδες παίζουνε ρόλο μαστρωπού μεταξύ Θεού και πιστών. Όλοι κλέβουνε. Οι έμποροι στο ζύγι, τα γκαρσόνια στον λογαριασμό, οι δάσκαλοι κλέβουνε το Δημόσιο. Κάνανε όμως νόμους για τους κακούς. Κακός είναι όποιος δεν πάει με τα νερά των καλών. Άμα σκοτώσεις είσαι κακός. Ο Να- πολέοντας ήτανε καλός. Είναι κι οι σοφοί. Οι σοφοί βρήκανε τον ηλεκτρισμό, την έδρα της ψυχής και το ρετσινόλαδο. Έτσι σώθηκε η ανθρωπότητα. Αν ήμουνα άρχοντας θα τους κρέμαγα πρώτους. Την ανθρωπότητα τη φτιάχνουν οι γυναίκες. Καμαρώνουνε γι’ αυτό. Σαν είναι μάλιστα και Κλεοπάτρες πίνουνε στο λικέρ τους μαρ- γαρίτάρία. Όσες δεν είναι Κλεοπάτρες πίνουνε μαργαριτάρια imitation. Κατά τη γνώμη μου, κάθε άνθρωπος μόλις γεννιέται πρέπει να πηγαίνει για ύπνο καί να ξυπνάει τη μέρα που θα πεθάνεί. Τα δικαστήρια να γίνουνε κοιτώνες. Τα σχολεία να γίνουνε κοιτώνες. Να κάψουνε τα βιβλία κι εκείνους που γράφουνε βιβλία. Να κάψουνε τα φάρμακα, τα γραμματόσημα και τους μπακάληδες. Τα χαρτονομίσματα να γίνουνε χαρτιά της τουαλέτας. Όποιος μιλάει για “μελλοντική καλυτέρευση” να του κόβουνε τη γλώσσα. Όποιος πιστεύει στα “ιδανικά” να τον ζεύουνε στα κάρα. Να λειώ- σουνε τις καμπάνες γιατί δεν μας αφήνουνε να κοιμηθούμε τις Κυριακές. Τους ποιητές να τους ξουρίσουνε στο κεφάλι. Άμα δεν έχουνε μαλλιά δεν είναι πια ποιητές. Τις παρθένες να τις βγάλουνε στη λοταρία. Παρθένα λέγεται μια γυναίκα που επιτρέπεται να τα κάνει όλα, εξόν από κείνο για το οποίο πλάστηκε. Οι παρθένες διαφέρουνε απ’τις γυναίκες. Αν κλείσεις δέκα παρθένες σ’ ένα σπίτι, λέγεται “Παρθεναγωγείο”. Αν κλείσεις δέκα γυναίκες, λέγεται “παλιόσπιτο”».
Και ξαπλωνότανε τ’ ανάσκελα.