Συνέντευξη στη Μαρκέλλα Καζαμία
Πάλι παίζεται στο θέατρο ο ‘Σιμιγδαλένιος’ του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου! Μέσα στις δεκάδες άλλες, ακόμα μία διαφορετική παραγωγή του έργου· που δεν έχει σταματήσει ποτέ ν’ ανεβαίνει στη σκηνή κάθε χρόνο, τόσα χρόνια. Αυτή τη φορά στη Σκηνή του Εθνικού, όπου παίζεται έξι μήνες τώρα. Τι ακριβώς όμως είναι αυτό το έργο; Είν’ ένα έργο μόνο για παιδιά ή είναι και για μεγάλους; Μήπως είναι μόνο για μεγάλους; Ποιο είναι τέλος πάντων το μυστικό του και κάθε φορά, σε κάθε παραγωγή, αντί να δείχνει την ηλικία του και να παλιώνει, καθώς γιορτάζει φέτος τα είκοσι πέντε χρόνια του, όχι μόνο αντέχει στην πιο αυστηρή κριτική, αλλά μοιάζει όλο και πιο φρέσκο, πιο καινούργιο, πιο νεανικό, πιο δροσερό και πιο βαθύ συνάμα; Συναντήσαμε τον συγγραφέα στο γραφείο του (το ‘χειροποίητο’ γραφείο του όπως λέει· μιας και όλα εκεί μέσα τα έχει φτιάξει ο ίδιος με τα χέρια του) προσπαθήσαμε να ξεδιαλύνουμε το μυστήριο και να πάρουμε όσο γίνεται πιο ξεκάθαρες απαντήσεις.
Μια καλοστημένη παγίδα δήθεν παιδικού παραμυθιού,
μες από μιαν υπέροχη, ποιητική αλληγορία για την αγάπη.
Θα ξεκινήσω απ’ την αρχή με το γνωστό· είναι ή δεν είναι ο ‘Σιμιγδαλένιος’ σας έργο παιδικό;
Κι εγώ θα σε ρωτήσω· το έχεις διαβάσει το βιβλίο μου;
Φυσικά και το έχω διαβάσει το βιβλίο…
Πολύ ωραία· για να μπορούμε να συνεννοηθούμε και να μη λέμε λόγια του αέρα.
Μα πώς θα μπορούσα να έρθω να μιλήσω μαζί σας για τον ‘Σιμιγδαλένιο’ χωρίς να τον έχω διαβάσει;
Πολύ χαίρομαι που το ακούω αυτό, αλλά πίστεψέ με, δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Πολλοί και διάφοροι παριστάνουνε τους ειδικούς και λένε ό,τι τους καπνίσει για θέματα που αγνοούν εντελώς… Πώς σου φάνηκε λοιπόν;
Μου άρεσε πάρα πολύ!
Να ’σαι καλά, σ’ ευχαριστώ, μα δε σε ρωτάω αυτό. Θα ’θελα να μου πεις πώς σου φάνηκε το κείμενο που διάβασες. Σου φάνηκε να είναι έν’ απλό παιδικό παραμύθι;
Όχι βέβαια· δεν είναι ένα απλό παιδικό παραμύθι! Πράγματι έχει παραμυθένια ατμόσφαιρα, κυλάει σα νεράκι και διαβάζεται μονορούφι, πολύ ευχάριστα. Είναι τρομερά θεατρικό και σε κάνει να τα βλέπεις όλα ζωντανά, μπροστά σου, αλλά λέει και τόσα άλλα πολύ σοβαρά πράματα· έχει τόσα νοήματα!
Εσύ είσαι μεγαλύτερη απ’ τον ‘Σιμιγδαλένιο’ έτσι δεν είναι;
Τι εννοείτε;
Ο ‘Σιμιγδαλένιος’ μου φέτος γίνεται είκοσι πέντε χρονών· εντελώς ενήλικος πια. Εσύ, έχω την εντύπωση πως είσαι λίγο μεγαλύτερη απ’ αυτόν· ή κάνω λάθος;
Ω ναι· είμαι μεγαλύτερη απ’ τον ‘Σιμιγδαλένιο’ σας!
Ωραία· εντελώς ενήλικη λοιπόν κι εσύ! Και δε μου λες· θα χάριζες τον ‘Σιμιγδαλένιο’, θα έκανες δώρο το βιβλίο, σ’ ένα παιδάκι έξι-εφτά χρονών;
Δε νομίζω· τι να το κάνει; Αφού δεν ξέρει καλά καλά να διαβάζει σ’ αυτή την ηλικία.
Σωστά. Θα τον χάριζες σ’ έναν εικοσάρη φοιτητή;
Φυσικά!
Σε μια τριαντάρα φίλη σου;
Ουου! Ό,τι καλύτερο!
Βλέπεις λοιπόν που απάντησες εσύ η ίδια στο ερώτημά σου με τον καλύτερο τρόπο. Εγώ δε χρειάζεται να πω τίποτ’ άλλο πάνω σ’ αυτό, αφού μόνη σου λες πως ο ‘Σιμιγδαλένιος’ μου δεν είναι ένα απλό παιδικό παραμύθι και το βιβλίο αυτό διαβάζεται αν όχι από ενήλικους, τουλάχιστον από εφήβους και πάνω. Στον πατέρα σου θα το χάριζες; Στον παππού σου;
Κατάλαβα πολύ καλά τι εννοείτε και συμφωνώ απολύτως· έτσι είναι. Γιατί όμως έχει περάσει γενικά η ιδέα πως ο ‘Σιμιγδαλένιος’ σας είναι έργο παιδικό, ιδιαίτερα στο θέατρο;
Αυτό είναι ενδιαφέρον και έχει την εξήγησή του, ακριβώς στο γεγονός ότι ο ‘Σιμιγδαλένιος’ μου, πέρα από ένα καθαρά λογοτεχνικό κείμενο -ένα βιβλίο που καθένας μπορεί να το διαβάσει μόνος του- είναι ταυτόχρονα και θεατρικό έργο. Διότι, έτσι ακριβώς όπως είναι γραμμένος και δομημένος, προσφέρεται μια χαρά και για μαθητικές, νεανικές, ερασιτεχνικές παραστάσεις. Κάθε νεαρός σκηνοθέτης, φιλόλογος, θεατρολόγος, παιδαγωγός, μπορεί κάλλιστα να τον ανεβάσει στη σκηνή, με μιαν ερασιτεχνική, μαθητική ομάδα και να τον δουν δάσκαλοι και μαθητές, γονείς και παιδιά, μικροί και μεγάλοι. Άρα έτσι σιγά-σιγά δημιουργήθηκε η εντύπωση πως το έργο είναι παιδικό.
Σας ενοχλεί αυτό;
Όχι, καθόλου δε μ’ ενοχλεί· ίσα-ίσα, μ’ αρέσει. Το έργο έτσι κι αλλιώς δεν αλλάζει· υπάρχει. Απ’ την άλλη μεριά δεν μπορώ να παραβλέψω πως και αυτές οι παραγωγές έχουνε συντελέσει ώστε να γίνει τόσο γνωστός κι αγαπητός ο ‘Σιμιγδαλένιος’ σ’ όλο τον κόσμο. Τις ενθαρρύνω τις παραγωγές αυτές και πάντα δίνω την άδειά μου, χωρίς να ζητήσω τίποτα· εκτός απ’ το να σεβαστούν το κείμενο και να πάρουνε κάποια βιβλία, γιατί είναι παράνομο να κάνουνε φωτοτυπίες. Έχει ήδη γίνει πάμπολλες φορές αυτό και μάλιστα τις περισσότερες με πολλή επιτυχία. Είναι συγκινητικό να βλέπεις απλούς δασκάλους με νεαρούς μαθητές χωρίς καμιά βοήθεια από πουθενά και με μηδαμινά μέσα, να ασχολούνται με το έργο σου, να μοχθούν και να προσπαθούν να του δώσουν σάρκα και οστά. Κι ακόμα, κάποιες φορές, αυτό να γίνεται το σημαντικότερο πολιτιστικό γεγονός όλης της ευρύτερης περιοχής.
Της ευρύτερης περιοχής; Δηλαδή τι εννοείτε· ακόμα και έξω απ’ το σχολείο;
Ακριβώς, αυτό λέω. Θυμάμαι πάντα με εξαιρετική συγκίνηση την πιο ακραία ‘παιδική’ εκδοχή του ‘Σιμιγδαλένιου’ στο Δημοτικό σχολείο των Αντιφιλίππων το 1998, όπου δυο ευσυνείδητοι δάσκαλοι με καμιά δεκαπενταριά μικρούς μαθητές, μοχθούσαν όλο το χειμώνα να στήσουν την παράσταση που την είχε αγκαλιάσει όλη η κοινότητα. Με κάλεσαν και πήγα και την είδα και -τηρουμένων των αναλογιών- θα έλεγα πως ήταν εξαιρετική. Κι είχε έρθει όλος ο κόσμος απ’ τα γύρω χωριά και το φχαριστήθηκε η ψυχή τους. Κι έστησαν μετά γλέντι τρικούβερτο και δε μ’ άφηναν να φύγω.
Πολύ συγκινητικό αυτό…
Όντως… Το Λαϊκό Θέατρο, με όλη τη σημασία της λέξης, που ξεπερνά ηλικίες, μέσα, μορφωτικά επίπεδα κι όλο και κάτι αφήνει σ’ όσους το παρακολουθούν.
Κάτι τέτοιο είναι πολύ σπάνιο, ιδιαίτερα στην εποχή μας
Ναι, δυστυχώς. Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν πως ο ‘Σιμιγδαλένιος’ είναι ένα παιδικό παραμύθι, ένα έργο απλά και μόνο παιδικό. Είναι οπωσδήποτε ένα έργο για ενηλίκους κυρίως και προφανώς, όταν απευθύνεται και σε παιδιά, πρέπει να περάσει απ’ τα χέρια κάποιου υπεύθυνου και αρκετά έμπειρου ενηλίκου, για να μην κουτσουρευτεί και να μπορέσει να δώσει αυτά που έχει να δώσει. Η Άννα Συνοδινού το είχε θέσει σωστά, όταν είχε επισημάνει, από το 1994, πως ο ‘Σιμιγδαλένιος’ μπορεί να παρασταθεί για ένα μικτό θεατρόφιλο κοινό, που να συνδυάζει και μικρούς και μεγάλους. Θα ήταν εντελώς αστείο άλλωστε να πούμε πως ‘Ο μικρός Πρίγκιπας’ είν’ έν’ απλό παραμύθι μόνο για μικρά παιδιά.
Ναι, πράγματι! Θα ήθελα να σας ρωτήσω τώρα, ποιά είναι η σχέση του ‘Σιμιγδαλένιου’ με την παράδοση; Πόσο μοιάζει το έργο σας με το λαϊκό παραμύθι;
Να έν’ ακόμη πολύ ενδιαφέρον θέμα, που μου βάζεις. Προφανώς η αρχική μου ιδέα βασίζεται πάνω στον ομώνυμο λαϊκό μύθο. Ένα μικρό κείμενο τεσσάρων πέντε σελίδων, όπως μας έχει παραδοθεί στις διάφορες λαογραφικές καταγραφές. Από κει και ύστερα όμως αρχίζουν οι διαφοροποιήσεις· μπαίνει η δική μου δουλειά και η προσωπική ματιά μου. Το σύντομο αυτό παραδοσιακό κείμενο δεν μπορεί να διαβαστεί σα να ’ναι ολόκληρο βιβλίο και προφανώς, πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να παιχτεί στο θέατρο. Συνεπώς, πριν απ’ όλα έπρεπε να γίνει η δραματοποίησή του. Έπρεπε δηλαδή να δομηθεί κατάλληλα, να χωριστεί σε Πράξεις και σε επιμέρους Σκηνές, με λογική αλληλουχία και με σκηνικό ενδιαφέρον. Και φυσικά έπρεπε να δημιουργηθούν χαρακτήρες, συγκεκριμένα πρόσωπα που να μιλούν μεταξύ τους και να λένε πράματα που να ενδιαφέρουν τον αναγνώστη και τον θεατή.
Έχετε κρατήσει τα ίδια πρόσωπα ακριβώς, όπως στο παραμύθι;
Όχι ακριβώς: Δημιούργησα και πρόσθεσα αρκετά καινούργια πρόσωπα, τα οποία είναι καθοριστικά για την εξέλιξη του έργου. Στο παραμύθι, για παράδειγμα, δεν υπάρχει καθόλου η Βάγια· η οποία όμως ξεκινάει τον δικό μου ‘Σιμιγδαλένιο’, παίζοντας μόνη της όλη την αρχική σκηνή κι έχοντας πολύ σημαντικό ρόλο σ’ όλο το υπόλοιπο έργο. Το ίδιο, δεν υπάρχει καθόλου στο παραμύθι ο Μέγας Αυλάρχης. Δεν υπάρχει ο Τελάλης, οι Μνηστήρες, η Ξεματιάστρα, η άλλη Βάγια, ούτε ο Γιατρός. Φυσικά δεν υπάρχει ούτε η Φωνή· που θα έλεγα πως, όπως την έχω χρησιμοποιήσει, είναι κάτι σαν τον απόηχο του Χορού του αρχαίου δράματος.
Δεν το ήξερα! Όλα αυτά τα πρόσωπα μοιάζουν τόσο φυσικά τοποθετημένα και μιλούν τόσο ζωντανά!
Να ’σαι καλά· σ’ ευχαριστώ, μ’ αρέσει που το ακούω! Όμως αυτός είναι ο ‘Σιμιγδαλένιος’ μου, δεν είν’ άλλος. Και λέω ο ‘Σιμιγδαλένιος’ μου, ακριβώς για να δείξω πως σε τελευταία ανάλυση, όσο έχει κάποια σχέση αρχικά με το λαϊκό μύθο, άλλο τόσο δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτόν. Και φυσικά οι διαφορές δεν περιορίζονται μόνο εκεί· στα πρόσωπα.
Τι άλλες διαφορές υπάρχουν;
Στον τρόπο που μιλάνε τα διάφορα πρόσωπα και στο τι ακριβώς λένε. Εκεί πια η διαφοροποίηση είναι πλήρης.
Τι θα λέγατε για τον τρόπο που μιλάνε;
Αφού το ξέρεις το κείμενο, το διάβασες· τι με ρωτάς εμένα;
Ναι· διαβάζεται τόσο εύκολα κι ας είναι όλο γραμμένο ποιητικά. Με ρυθμό και με ομοιοκαταληξίες όλο, χωρίς όμως να κουράζει ούτε να ξενίζει πουθενά.
Ε λοιπόν, το 1991, τότε που γράφτηκε ο ‘Σιμιγδαλένιος’ -αλλά και τώρ’ ακόμη- αυτός ο τρόπος δεν ήτανε καθόλου παραδεκτός. Αρκετοί με κορόιδευαν που έγραψα έτσι· ποιητικά, με λογής-λογής ρυθμούς και ρίμες. Κι έλεγαν πως όλ’ αυτά ανήκουν στο παρελθόν και είν’ εντελώς ξεπερασμένα. Να όμως που η πραγματικότητα δείχνει ακριβώς το αντίθετο και το κείμενο αρέσει, έτσι όπως είναι. Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του ‘Σιμιγδαλένιου’ σίγουρα οφείλεται στο πώς είναι γραμμένος.
Και τι ακριβώς θέλει να πει· τι λέει;
Λέει πως αγάπη και εγωισμός δεν πάνε ποτέ μαζί. Αν θες ν’ αγαπήσεις κάποιον, πρέπει πριν απ’ όλα να καταφέρεις να δεις πέρ’ απ’ τη μύτη σου, όσο κι αν αυτό είναι δύσκολο και πονάει πολύ· έτσι, για να το πούμε απλά. Αυτό είναι ξεκάθαρο σ’ όλο το έργο, το διαπερνάει απ’ την αρχή ως το τέλος και λέγεται ξανά και ξανά, σε κάθε ευκαιρία.
Πέρ’ απ’ τις δεκάδες διαφορετικές παραγωγές του εδώ, ο ‘Σιμιγδαλένιος’ έχει μεταφραστεί κι έχει παιχτεί αγγλικά και τουρκικά. Στην Τουρκία μάλιστα παίχτηκε στο Εθνικό τους Θέατρο. Πώς τον είδαν οι ξένοι;
Κοίταξε, αφού το θέμα του ‘Σιμιγδαλένιου’ δεν είν’ Ελληνικό μονάχα, μα είν’ ο εγωισμός και η αγάπη, κανένας θεατής δεν έχει πρόβλημα να τον παρακολουθήσει, είτε είναι Τούρκος είτε Άγγλος. Αρκεί να είναι σωστή η μετάφραση και καλά στημένη η παράσταση.
Θα το βλέπατε ως μιούζικαλ;
Σιχαίνομαι και τη λέξη και το είδος! Το κείμενό μου είναι εντελώς μουσικό· κάτι σαν παρτιτούρα από μόνο του. Δε θα ’θελα όμως να τραγουδιέται. Αρκεί να ειπωθεί σωστά, με τη δική του μουσική. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να βρεις τον τρόπο, να ψάξεις τον σωστό τόνο, την κατάλληλη χροιά, για να μπορέσεις να ξεκλειδώσεις το κείμενο και να εκφέρεις σωστά τον Λόγο, κάθε στιγμή. Εκεί παίζονται όλα· τ’ άλλα έρχονται μετά. Αυτή πιστεύω είναι η σημαντικότερη δουλειά του σκηνοθέτη: Να διδάξει στους ηθοποιούς σωστά τον Λόγο· αν ξέρει κι αν μπορεί να το κάνει.
Έχω προσέξει πως σε όλες τις άλλες συνεντεύξεις σας, αποφεύγετε να κρίνετε τις διάφορες παραστάσεις και ιδιαίτερα τις σκηνοθεσίες. Πώς θα ήταν για εσάς η καλύτερη σκηνοθεσία;
Καλύτερη σκηνοθεσία είναι πάντα εκείνη που σέβεται απόλυτα το γράμμα του κειμένου και ζωντανεύει ολότελα το πνεύμα του.
Και η χειρότερη;
Ε, δε θέλει και βαθιά φιλοσοφία: Χειρότερη είναι η σκηνοθεσία που δε σέβεται διόλου το γράμμα και λαβώνει άγρια το πνεύμα του κειμένου…
Και το μέλλον του ‘Σιμιγδαλένιου’;
Άδηλον!
Ε πέστε μας κάτι πάρα πάνω, για να κλείσουμε!
Μα εδώ δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο· πού θες να ξέρω ποιο θα ’ναι το μέλλον του ‘Σιμιγδαλένιου’; Μπορεί να υπάρχει και μετά από μένα· αν καταφέρουμε να παραμείνουμε οργανωμένο κράτος. Πάντως, είκοσι πέντε χρόνια τώρα -που δεν είναι και λίγο- ο ‘Σιμιγδαλένιος’ μεταφράστηκε σε τρεις γλώσσες, ταξίδεψε πολύ, άκουσε τα καλύτερα λόγια παντού, παίζεται συνέχεια στο θέατρο, επανεκδίδεται κάθε τόσο στην ‘Εστία’, αγαπιέται ακόμα, έχει αγαπηθεί πολύ κι έχει καταγραφεί ήδη, σαν ένα καλό έργο· λίγο είναι; Τι άλλο να σου πω γι’ αυτόν; Εγώ πάντως, πέρασα πολύ καλά με την κουβέντα μας και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό!
Κάποια πράγματα είναι πάντα εκεί· μέσα μας.
Αρκεί να σκύψουμε και να τα δούμε.
Αρκεί να σκάψουμε και να τα βρούμε.