Εκεί που καθόμασταν καλοκαιριάτικα ακούγαμε από μακριά έναν σκύλο να ουρλιάζει. Ένα μακρόσυρτο κλάμα παραπονιάρικο. Αφού δεν σταματούσε ντυθήκαμε και ψάξαμε να βρούμε από που ερχόταν ο ήχος. Με τα πολλά φτάσαμε σε ένα οικόπεδο με ένα μικρό σπίτι και έναν μεγάλο άσπρο σκύλο καθιστό σε μια γωνία που έκανε τον θόρυβο. Αλλά ούτε δεμένος ήταν, ούτε έβλεπα τι του προκαλούσε τόσο πρόβλημα.
Στο σπιτάκι δίπλα ένα αντρόγυνο έπινε αμέριμνο τον καφέ του. Προσπαθώντας να μην φαίνεται η οργή μου τους πλησίασα:
– Δικός σας είναι ο σκύλος;
“Ναι, δικός μας.”
– Και γιατί ουρλιάζει έτσι;
“Έχει κάτσει πάνω σε έναν θάμνο με αγκάθια.”
Βραχυκύκλωσα με την απάντηση. Μου φάνηκε ανόητη. Ξανακοίταξα προς τον σκύλο και είδα ότι πράγματι από κάτω του ήταν ένας θάμνος από αυτούς τους σκληρούς.
– Καλά, και γιατί δεν φεύγει;
Οι δυο ηλικιωμένοι με κοίταξαν σχεδόν γελώντας. Όλη η εμπειρία της ζωής τους κρυμμένη στις ρυτίδες τους καθώς απαντούσαν με απόλυτη φυσικότητα.
“Προφανώς, δεν πονάει αρκετά.”
(Αφιερωμένο στον Έλληνα ψηφοφόρο.)