Δεν μπορεί κανείς να καθίσει περισσότερο από είκοσι λεπτά έξω από ένα Παριζιάνικο καφέ χωρίς να έρθει σε επαφή, ακουστική ή οσφρητική, με τον πωλητή γούνινων χαλιών. Φορώντας ένα βρόμικο κόκκινο φέσι, μια δεσμίδα δερμάτων να κρέμεται από τον ώμο του, ένα κόκκινο μαροκινό πορτοφόλι στο χέρι του, με το καφέ του πρόσωπο να γυαλίζει, ο πωλητής χαλιών είναι ένα σήμα κατατεθέν της παριζιάνικης ζωής όπως τα μεγάλα πράσινα λεωφορεία που περνάνε μουγκρίζοντας και ξεφυσώντας, τα μικρά κόκκινα ταξί που χώνονται στην κίνηση ή η πονηρή γάτα που λιάζεται στο παράθυρο κάθε θυρωρού.
Ο πωλητής χαλιών έρχεται, χαμογελάει σε κάθε τραπέζι και απλώνει ένα από τα όμορφα γούνινο χαλιά του. Αν το πρόσωπό σου αποκτήσει δολοφονικό ύφος και ενημερώσεις τον πωλητή ότι μισείς όλα τα χαλιά και ότι μόλις βγήκες από τη φυλακή μετά από είκοσι χρόνια επειδή σκότωσες πωλητές χαλιών στο Μονπαρνάς, μπορεί και να πάει στο διπλανό τραπέζι.
Είκοσι προς ένα, όμως, εί ναι καλή απόδοση για το ότι δεν θα το κάνει. Είναι πιο πιθανό να σε κοιτάξει, με το θλιμμένο, καφέ του βλέμμα και να δηλώσει: «Ο μεσιέ αστειεύεται με τα όμορφα χαλιά μου».
Τώρα, αν σηκωθείς και τον κλοτσήσεις δυνατά, ενώ ταυτόχρονα του φέρεις το τραπέζι στο κεφάλι και ουρλιάζεις με καθαρή φωνή «Θάνατος στους ληστές και στους πωλητές χαλιών», υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να αντιληφθεί ότι δεν ενδιαφέρεσαι για χαλιά και να πάει στο επόμενο τραπέζι. Είναι όμως πιθανότερο να γονατίσει. να πιάσει το ένα σου πόδι, να σκύψει για το χτύπημα με το τραπέζι και να πει με υπομονετική φωνή: «Ο μεσιέ με κλοτσάει και με χτυπάει. Είναι λόγω των όμορφων χαλιών μου».
Μετά από αυτό δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο παρά να τον βοηθήσεις να σηκωθεί και να ρωτήσεις: «Πόσο κάνει;»Ο πωλητής παίρνει από τον ώμο του και ξετυλίγει κάτι που μοιάζει με βασιλική τίγρη της Βεγγάλης: «Για σας, μεσιέ, διακόσια φράγκα».
Εξετάζεις τη βασιλική τίγρη της Βεγγάλης και διαπιστώνεις ότι είναι, βαμμένο δέρμα κατσίκας.«Είναι κατσίκα», λες.«Α, όχι, μεσιέ», λέει ο πωλητής. «Είναι αληθινή τίγρη».«Είναι κατσίκα!» γρυλίζεις άγρια.«Μα ναι, μεσιέ», ο πωλητής βάζει το χέρι του στην καρδιά του, «είναι αληθινή τίγρη, ορκίζομαι στον Αλλάχ».«Είναι κατσίκα», επαναλαμβάνεις. «Σταμάτα τα ψέματα».«Μα ναι, μεσιέ», ο πωλητής κάνει, μια υπόκλιση. «Είναι αληθι νή κατσίκα».«Πόσο θες γι’ αυτή τη βρομερή, κακοβαμμένη κατσίκα;»«Δώρο, μεσιέ, μόνο εκατό φράγκα».«Σαράντα φράγκα. Τελευταία τιμή», λες βλοσυρά.Ο πωλητής ρίχνει το χαλί στον ώμο του και απομακρύνεται θλιμμένα «Αστειεύεστε, μεσιέ, αστειεύεστε με τα όμορφα δέρματά μου. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε».
(Από τα άρθρα του Hemingway όταν δούλευε δημοσιογράφος. Αυτός ο άνθρωπος ήξερε να ζει ο άτιμος.)