Ο άνθρωπος που έχει διαφωτιστεί από την επικούρεια φιλοσοφία θα αποπειραθεί να κάνει τις επιλογές εκείνες που θα τον οδηγήσουν στην ηδονή ή την ευχαρίστηση, συναίσθημα οικείο και συμβατό με τη φύση του, ενώ από την άλλη θα αποφύγει όποια κατάσταση μπορεί να του προκαλέσει πόνο.
Με ποια κριτήρια, όμως, κάποιος μπορεί να κάνει τις κατάλληλες επιλογές; Ποιο είναι το καλό που εύκολα μπορεί να το κατακτήσει και πώς μπορεί να παρακάμψει ή ακόμα καλύτερα να αντιμετωπίσει το κακό; Ο Επίκουρος σε μία προσπάθεια να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, προβαίνει σε μία ταξινόμηση των επιθυμιών.
Γενικά, οι επιθυμίες διαχωρίζονται σε αυτές που είναι φυσικές και σε αυτές που είναι μη φυσικές και τις οποίες χαρακτηρίζει μάταιες.
Φυσικές είναι αυτές που εναρμονίζονται πλήρως με την φύση. Πρόκειται, δηλαδή, για τις ανάγκες εκείνες που είναι οι πιο στοιχειώδεις για την ανθρώπινη επιβίωση. Οι επιτακτικές ανάγκες του σώματος είναι η ικανοποίηση της δίψας, της πείνας και της ασφάλειας από εξωγενείς κινδύνους.
Με άλλα λόγια, κάνει λόγο για τις ανάγκες που ο μέσος άνθρωπος ως επί το πλείστον τις θεωρεί εξ ολοκλήρου δεδομένες, ίσως επειδή χρειάζονται πολύ μικρή προσπάθεια, ώστε κάποιος να τις εξασφαλίσει.
Από την άλλη, οι μη φυσικές επιθυμίες είναι και μάταιες γιατί δεν υπάρχει όριο για την εκπλήρωσή τους, το βάθος τους είναι αχανές και τελικά καταλήγουν να είναι επιφανειακές.
Για αυτόν τον λόγο ακριβώς οι μη φυσικές επιθυμίες είναι και η πηγή κάθε δυστυχίας, καθώς «σε ό,τι αφορά τη φύση ακόμη και το πιο παραμικρό απόκτημα είναι πλούτος, ενώ σε ό,τι αφορά τις χωρίς όρια επιθυμίες ακόμη και ο μεγαλύτερος πλούτος είναι φτώχεια» (Bailey, 1926).
Μιλώντας για τις κενές επιθυμίες αρχίζει και διαφαίνεται μία διάκριση μεταξύ επιθυμίας και ηδονής (ή με άλλα λόγια ευχαρίστησης).
Η σύγχρονη επιστήμη έχει αποκαλύψει ότι τα συστήματα επιθυμίας και ευχαρίστησης έχουν διαφορετικό βιολογικό υπόβαθρο: το σύστημα ντοπαμίνης σχετίζεται με την επιθυμία και αντίστοιχα το σύστημα ενδορφίνης με την ευχαρίστηση.
Το συγκεκριμένο εύρημα μπορούμε να το διαπιστώσουμε στην καθημερινή πράξη, αν παρατηρήσουμε ότι ο μέσος άνθρωπος συνήθως είναι ανίκανος να προβλέψει το πόσο θα επιδράσει στην ευτυχία του η εκπλήρωση των επιθυμιών του, αλλά φαντάζεται ότι θα συμβούν εξαιρετικά μεγάλες αλλαγές προς το καλύτερο, όταν τελικά εκπληρώσει τον διακαή του πόθο.
Όταν δηλαδή ικανοποιούμε μία επιθυμία αυτό σημαίνει ότι μας κάνει και ευτυχισμένους;
Αυτή η παρεξήγηση προκαλείται από την ενδόμυχη πεποίθηση ότι από τη στιγμή που θα αποκτήσει κάποιος αυτό που επιθυμεί, αυτό με τρόπο αυτόματο θα τον κάνει και ευτυχισμένο. Ο Επίκουρος κάνοντας αυτόν τον διαχωρισμό αποτρέπει τον άνθρωπο από το ατέρμονο κυνήγι κενών επιθυμιών και τονίζει ότι «δεν πρέπει να καταστρέφουμε αυτά που έχουμε τώρα, επειδή επιθυμούμε αυτά που δεν έχουμε, αλλά να αναλογιζόμαστε ότι και αυτά που έχουμε τώρα κάποτε τα επιθυμούσαμε».
Από τις φυσικές πάλι επιθυμίες, άλλες είναι αναγκαίες ενώ κάποιες άλλες απλώς μη αναγκαίες. Ο άνθρωπος θα πρέπει να δείχνει σύνεση προς τη μεριά των αναγκαίων. Το ερώτημα που τίθεται για ακόμη μία φορά είναι: πώς μπορεί κάποιος να κατανοήσει τι είναι αναγκαίο και τι όχι;
Ο Επίκουρος για απάντηση προτείνει: «για κάθε σου επιθυμία πρέπει να θέτεις το ερώτημα: τι θα μου συμβεί αν γίνει αυτό που επιθυμώ και τι αν δε γίνει;».
Από τη στιγμή που κάποιος έχει ικανοποιήσει τις στοιχειώδεις ανάγκες του, πρέπει να αντιμετωπίσει ένα πλήθος μελλοντικών επιλογών. Αν τα μελετήσουμε όλα αυτά χωρίς ψευδαισθήσεις θα μπορούμε να αναγάγουμε κάθε επιλογή μας ή αποφυγή μας στην υγεία του σώματος και στη γαλήνη της ψυχής, μιας και αυτά είναι ό,τι έχει να σου προσφέρει μία ευτυχισμένη ζωή.
Από την άλλη, η λιτότητα για τον Επίκουρο έχει και αυτή τα όριά της. Όποιος το παραβλέπει αυτό παθαίνει κάτι αντίστοιχο με εκείνον που δε βάζει φραγμό στις επιθυμίες του.
Οι πολυτέλειες στη ζωή δεν είναι απαραίτητα κάτι το οποίο θα πρέπει να το αποφεύγουμε, αλλά να το απολαμβάνουμε και να το καλοδεχόμαστε όταν αυτό μας προκύπτει. Η πολυτέλεια γίνεται πηγή απογοήτευσης και προκαλεί πόνο όταν την κάνουμε στη ζωή μας αναγκαία, αυτοσκοπό χωρίς τον οποίο δεν μπορούμε να ζήσουμε.
Για τον Επίκουρο «σε όποιον δεν είναι αρκετό το λίγο τίποτα δεν είναι αρκετό».
Της Ψυχολόγου, Ψυχοθεραπεύτριας Μάρως Μπέλλου.