Είναι η εποχή τους. Όταν βρεθούν δυο Έλληνες αρχίζουν τα “εσύ που θα πας;” και τα “από που ήρθες;” Ας το απλοποιήσουμε σε κατηγορίες και προσθέτω εγώ την ερμηνεία για όσους δεν είναι όσα χρόνια ¨Ελληνας είμαι εγώ που τα ξέρω:
- “Α, πάει χάλασε κι αυτό!” Εγώ που ξέρω, είχα πάει όταν ακόμα οι Πτερόσαυροι σου έκλεβαν τις σαγιονάρες στην παρθένα παραλία. Όλο το νησί είχε μια ταβέρνα. Δηλαδή τι ταβέρνα, ήταν η παράγκα του μπάρμπα Μήτρου. Οι λιγοστοί τουρίστες (βασικά η παρέα μου μόνο και ένας Θιβετιανός μοναχός που ήρθε γιατί είχε πολύ φασαρία στο βουνό του) μαζευόμασταν εκεί στην λάμπα παραφίνης γιατί δεν είχε ρεύμα. Και μας έφερνε την ψαριά του τότε που έριχνες πετονιά και έβγαζες δέκα κιλά με τη μια. Για να πας στο νησί είχε πλοίο κάθε έξι μήνες που σε άφηνε παραδίπλα όμως και έκανε οχτώ μήνες να φτάσει.
- “Δεν έχω πάει…” Το αφήνεις έτσι μετέωρο στην συζήτηση χωρίς εξηγήσεις. Ουσιαστικά θέλεις να πεις στον συνομιλητή σου “δεν έχω πάει γιατί είναι μπούρδα νησί και ούτε ενδιαφέρομαι να πάω. Άντε μην ανοίξω το στόμα μου, ρίχνεις το επίπεδο με τα μπουρδονήσια που αναφέρεις ενώ εγώ….” (βλέπε κατηγορία 1 – μυθικά νησιά της αρχαιότητάς μας.)
- “Αχ ναι….πολύ ρομαντικά!” Είχα πάει με γκόμενο στα 18 μου, πρώτες διακοπές ή πρώτη φορά που πηδιόμουν πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Την βγάλαμε στο δωμάτιο κυρίως, βγαίναμε που και που να φάμε για να ξεκουραστεί ο φίλος μου που του είχα ρουφήξει το αίμα. Για ξεκάρφωμα μια μέρα που έπαθα ουρολοίμωξη νοικιάσαμε γουρούνα και πήραμε και τρεις φωτογραφίες τις οποίες έχω για προφίλ στο Facebook τώρα που είμαι 45 και δεν με ξαναπήδηξε ποτέ κανείς.
- “Έχω ακούσει για αυτό το νησί!” Δηλαδή ΟΚ, εσύ πήγες, πέρασες καλά, αλλά εγώ το άκουσα πριν πας εσύ, οπότε νικάω εγώ. Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί η κατάσταση. Αρχίζει ο άλλος να περιγράφει την Χώρα και τον κόβεις “ναι, ναι, εκεί που κάνουν ΧΨΩ”. Πάει να σου πει τι έκαναν στο πανηγύρι και λες για άλλο πανηγύρι από ότι θυμάσαι από ένα ντοκιμαντέρ. Πας την κατάσταση προς το “ναι, ΟΚ, καλό νησί, δεν έχω πάει, αλλά σιγά το πράγμα.
- “Παραλίγο να πάω εκεί μια φορά.” Παρεμφερής απόκρουση. Εκεί που φτάνει στον τρίτο οργασμό η περιγραφή για το νησί που μόλις του έκοψε την ανάσα του άλλου, εσύ πλέκεις μια πολύπλοκη ιστορία ότι πριν (πολλά συνήθως) χρόνια, τότε που εσύ το σκέφτηκες να πας στο νησί πριν από όλους, είχες κλείσει να πας αλλά ήρθε τσουνάμι, πόλεμος με την Τουρκία, μεταλλαγμένοι καρχαρίες, απεργία όσων πουλάνε γκοφρέτες στα πλοία ή κάτι αντίστοιχα πιο ενδιαφέρον για να σταματήσεις την εξιστόρησή του.
- “Ε, καλά, έχει γίνει Μύκονος πια!” Οποιοδήποτε νησί δεν έχεις πάει, δεν έχεις καταλάβει, δεν χάρηκες, πήγες μια φορά για δυο μέρες και φύσαγε δεκαπέντε μποφώρ ακόμα και στην τουαλέτα. Μπορείς άνετα να το κατακεραυνώσεις έτσι. Αν φέρουν αντίρρηση πετάς δέκα ονόματα “φίλων” σου που πήγαν φέτος ως απόδειξη. Παρόμοια κατηγορία το
- “Καλά τι έπαθαν όλοι φέτος και πάνε στο ΧΨΩ;” Σαν μυστήριο. Εσείς οι άσχετοι, τα θύματα του marketing, είδατε στο Facebook ότι πάνε κάποιοι και πήγατε κι εσείς. Ψάρακλες. Εγώ είμαι σαν τον Μάρκο Πόλο ένα πράγμα ρε, θα ανακαλύψω μια βραχονησίδα δικιά μου να δείτε!
Είναι λίγο σαν συζήτηση με ζώδια. Ότι θέλει λέει ο καθένας, κανείς δεν εξετάζει αντικειμενικά το πράγμα και στο τέλος όλοι χαρούμενοι.