Στην “Αληθινή απολογία του Σωκράτη” σχολιάζει με τον δικό του τρόπο το “δεν πληρώνω” και τους “Αγανακτισμένους”:
“…(ο πολιτικός) με τέτοιο δυνατό χέρι βαστάει το τιμόνι του Καραβιού. Μας αγαπάει και γίνεται θυσία για μας! Για χατίρι μας βουτάει το δημόσιο ταμείο. Για να δίνει σε μας. Και για χατίρι μας τσλαπατάει τους νόμους, για να μας σώζει…. Κι αν παράδινε το στρατό στους οχτρούς κι αν τους πουλούσε τα κάστρα κι αν έφεβγε πρώτος πρώτος, ποιός θα μπορούσε να τον κατηγορήσει; Αφτός είταν ο Δημόσιος Κατήγορος!”
“…Κι εγώ σας λέω: Μοναχ’ αν παραβαίνατε το νόμο, δε θα μ’ αδικούσατε! Γιατί σκοπός των νόμων δεν είναι να τιμωρούνε τους φταίχτες, μα τους αδικημένους και να μποδίζουνε τους κλεμένους να κλέψουνε κι αυτοί. Νόμος θα πει θέληση των δυνατών και αδυναμία των άβουλων…”
“Ο κυρίαρχος λαός θα είσαστε εσείς! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της λεφτεριάς σας…”
“Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των κλεφτών”
Ίσως πιο εντυπωσιακή επίδειξη ρητορικής τέχνης το ποίημα-απάντηση στην κυβερνητική καταπίεση όπως εκφράστηκε μέσα από την θρησκεία εκείνη την εποχή:
Πρωτοχρονιάτικο
Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.
Εξήντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαράν καμπάνες)
φάγανε γουρουνόπουλα, στραγγίσαν νταμιτζάνες!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στα τζάκια,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στα μπατζάκια.
Την προσευκή τους κάνανε τα πράματα ν’ αλλάξουν
να ξεπροβάλουν οι κυράδες του Δεκαημέρου
χωρίς καπίστρι και λουρί, πολλές μαζί… (φυλάξου
τα πισινά του μουλαριού τα μπρος του καλογέρου!)
Κι ο Σατανάς τούς άκουσε που πιο καλά τους ξέρει
κι έστειλε τον καθηγητή της ηθικής ξεφτέρι…
Όξω οι φτωχοί φωνάζανε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες”
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
ανοίξαν το παράθυρο κι είπανε: «Φταιν οι αθέοι».
ΓΕΡΒΑΣΙΟΣ Ο… ΘΕΟΕΜΒΑΙΚΤΗΣ
(Διά το γνήσιον Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ)