Ο δρόμος σκοτεινός και άδειος.
Κάποιες άτακτες σταγόνες σήμαναν συναγερμό για τη βροχή που έρχεται.
Τα κλαδιά από τα δέντρα ανταποκρίνονταν στο ερωτικό κάλεσμα του ανέμου και λικνίζονταν ρυθμικά. Εκεί! Στο βάθος του δρόμου. Μια γυναικεία φιγούρα.
Έτρεχε. Πίσω της οι σκέψεις. Μπροστά της τα όνειρα. Σταμάτησε. Κάτι έψαχνε. Κοίταξε ψηλά. Μαύρα σύννεφα παντού στον ουρανό. Η βροχή ήταν τα δάκρυα τους. Έκλεισε τα μάτια. Λάτρευε να παίζει με τη βροχή.
Έκλεισε τα μάτια της για να αισθάνεται με μεγαλύτερη ένταση τις σταγόνες από τη βροχή που έπεφταν απαλά στο πρόσωπο της και έσβηναν στα χείλη της. Αφουγκραζόταν τον αέρα που την έσφιγγε με δύναμη στην άυλη αγκαλιά του.
Μια φωνή έτρεψε ατάκτως σε φυγή την ηρεμία της στιγμής και την έκανε να σταματήσει απότομα.
«Είσαι τρελή κορίτσι μου; Τι κάνεις τέτοια ώρα στη βροχή;»
Άνοιξε τα μάτια. Κανείς! Ο δρόμος άδειος.
«Μάλλον ιδέα μου θα ήταν» ψιθύρισε ανασηκώνοντας τους ώμους και συνέχισε να περπατά.
Η συνείδηση την έσπρωξε να συνεχίσει.
Ο αποπροσανατολισμός κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο την παρακολουθούσε να απομακρύνεται.
Είχε προλάβει να κρυφτεί πριν τον δει.
Το κρύο τσουχτερό. Η ώρα περνούσε.
Το σκοτάδι είχε κυριεύσει τα πάντα. Εκτός από τα μάτια της. Έλαμπαν. Φώτιζαν το δρόμο της μέχρι να βρει αυτό που αναζητούσε.
Ήταν κάτι που έψαχνε καιρό τώρα.
Κανείς όμως δεν ήξερε να της απαντήσει.
Σαν επαίτης άπλωνε τα χέρια της σε όποιον συναντούσε. Κάποιοι την κοιτούσαν απορημένοι. Κάποιοι άλλοι απομακρύνονταν βιαστικά. Και κάποιοι άλλοι την απογοήτευαν γιατί όταν τους πλησίαζε αντιλαμβανόταν ότι έκανε λάθος.
Δεν είχαν αυτό που γύρευε.
Γυρνούσε στους δρόμους της απορίας και της αναζήτησης.
Οι απαντήσεις έτρεχαν και κρύβονταν προτού προλάβει να τις βρει.
Τα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο πρόσωπο της από τον ιδρώτα.
Τα γόνατα της ήταν ματωμένα από τις φορές που έπεφτε κάτω κάθε φορά που η απογοήτευση την έσπρωχνε με δύναμη για να την αναγκάσει να σταματήσει.
Το πείσμα όμως της άπλωνε το χέρι και την τραβούσε πάνω. Αυτή ανασηκώνονταν. Σκούπιζε με δύναμη τα ρούχα της από το χώμα και τη λάσπη και συνέχιζε.
«Θα το βρω! Πού θα πάει; Θα βρω αυτό που ψάχνω. Όσο δύσκολο και να είναι το ξέρω ότι υπάρχει!» Μονολογούσε.
Ήταν έτοιμη να πληρώσει το τίμημα για ό,τι έχει αξία.
«Μα τι ψάχνει επιτέλους;» σιγομουρμούρισαν τα αστέρια ένα άλλο βράδυ που την είδαν να περπατάει με πείσμα ανάμεσα από τις λάσπες….
Σταμάτησε. Σα να άκουσε τον άνεμο να της ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό. Κοίταξε τα αστέρια. Χαμογέλασε :
«Την εξαίρεση. Αυτή που θα κάνει τη διαφορά στη ζωή μου».
Έπειτα συνέχισε με πείσμα το δρόμο της.
Σιχαινόταν τον κανόνα.
Επιθυμούσε το εξαιρετικό. Αυτό που θα αποτελούσε την εξαίρεση.
Έτσι είναι…η εξαίρεση είναι αυτή που κάνει τη διαφορά στη ζωή μας και επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Για όποιον τη ζητά… οι άλλοι ας παραμείνουν απλά στον κανόνα!
Είναι πιο εύκολο άλλωστε!