ΕΔΩ ΘΑ ΕΚΦΡΑΣΩ ΤΗΝ ΟΡΓΗ MOY γιά την εποχή μας. Ξέρω πώς θ’ ακουστώ σάν τον Λεόν Μπλουά[1] της ραπτικής, αλλά τόσο τό χειρότερο. Όπως άλλωστε λέγεται συχνά, είμαι μιά αναρχική.
Προσέλαβα ανθρώπους της καλής κοινωνίας, οχι γιά νά ικανοποιήσω τη ματαιοδοξία μου ή γιά νά τούς ταπεινώσω (είχα άλλες εύκαιρίες νά πάρω την εκδίκηση μου, αν ύποθέσουμε ότι αύτό ήταν το ζητούμενο), αλλά γιατί μου ήταν χρήσιμοι και γιατί κυκλοφορούσαν στο Παρίσι, όντας στην υπηρεσία μου – εγώ πήγαινα γιά ύπνο. Χάρη σ’ αύτούς, ήμουν ενημερωμένη γιά τά πάντα, όπως ό Προύστ πού απ’ τό κρεβάτι του ήξερε τι λεγόταν σ’ όλα τά δείπνα της πόλης. Γνωρίζω καλά τι θά πει δουλειά. Ποτέ μου δεν πλήρωσα άργόμισθους. Ό κόμης Έτιέν, παραδείγματος χάρη, δούλευε τόσο καλά ώστε με έκλεβε!
‘Όταν έπαιρνα τούς φίλους μου της αφρόκρεμας νά τούς πάω ταξίδι, πλήρωνα τά πάντα εγώ, επειδή οί άνθρωποι της καλής κοινωνίας γίνονται διασκεδαστικοί και γοητευτικοί μόνο όταν είναι σίγουροι πώς οί άπολαύσεις τους είναι τζάμπα. Εξαγόραζα, μέ λίγα λόγια, τή * καλή τους διάθεση. Ή άνεντιμότητά τους είναι άκα- ταμάχητη. Στο Βερολίνο, ή δούκισσα (εδώ, ένα ιταλικό όνομα) πού μέ συνόδευε είχε παραγγείλει ένα καταπληκτικό δερμάτινο παλτό, τό όποιο παρέλαβε τή στιγμή πού φεύγαμε άπό τό ξενοδοχείο. Δέν ήμουν στά κέφια μου εκείνο τό πρωί και της είπα :
– ‘Αρνούμαι νά τό πληρώσω.
– Μά δέν πρόκειται νά πληρώσουμε τίποτε, μου άπάντησε ό φίλος της (γιατί φυσικά είχα πάρει μαζί και τον φίλο της δούκισσας).
-Πώς γίνεται αύτό;
– Θά φύγουμε χωρίς νά πληρώσουμε. Ή Ώρελιά δέν είχε δώσει τό όνομά της… Τό μόνο πού θά γινόταν, τελικά, ήταν νά χρεωθεί μιά κλοπή στο όνομά μου. ‘Αγαπώ πολύ τήν Ώρελιά’ είναι μιά σπουδαία παλλακίδα, μέ τέσσερις αιώνες καθυστέρηση.
Δεδομένων όλων αυτών, τό βρίσκω φοβερό γιά την έποχή μας πώς ή πλούσια βαρόνη ντε Ρ. ή ή κομψότατη Κυρία Μπ. κοιμήθηκαν με τον συνάδελφο μου τον Π. (ό Θεός νά αναπαύσει τήν ψυχή του) γιά νά αποκτήσουν φορέματα τά όποια θά μπορούσαν κάλλιστα νά έχουν πληρώσει* κι αύτό εν γνώσει των συζύγων και των εραστών τους, εννοείται. Σε τέτοιου είδους ζητήματα είμαι άναρχική. ,νΑν αύτή ή κατάσταση πρόκειται νά διαρκέσει ή νά χειροτερέψει, προτιμώ τούς μπολσεβίκους. Εξάλλου μιά κοινωνία δεν χάνεται γιά κάποιους μυστηριώδεις λόγους: γιά κάτι μι- κροαφορμές σάν αύτές είναι πού καταρρέει.
1. Monsieur Dimanche : Ό έμπορος στον Δον Ζονάν του Μολιέρου. (Σ.τ.μ.)
Η φίλη μου ή Μαντάμ ντε Β. έδωσε ένα δείπνο στο ·ωραίο της σπίτι στο Παρίσι ανά μικρά τραπέζια γιά τούς μεγάλους μας μόδιστρους. Ό ίδιος εκείνος Π. επρόκειτο νά είναι ό βασιλιάς της βραδιας. Προηγήθηκε ένα κοκτέηλ στον κήπο. Ή οικοδέσποινα ζητούσε απ’ όλους προφορικά νά μείνουμε γιά τό δείπνο. Πήγα στο τραπέζι της* δέν βρήκα τή θέση μου, παρότι μου είχαν πει πώς εκεί θά καθόμουν. “Οση ώρα έψαχνα, τά άλλα τραπέζια είχαν γεμίσει, μέ τούς συναδέλφους μου νά έχουν τήν πρωτοκαθεδρία. Διέκρινα τότε ένα τραπεζάκι, κοντά σ’ ένα παραβάν, και εγκαταστάθηκα εκεί, ολομόναχη. Ό άρχισερβιτόρος, ό όποιος δούλευε και σέ άλλα σπίτια και σερβίριζε συχνά και σέ μένα, ήταν ό πρώτος πού άντιλήφθηκε πώς καθόμουν μόνη.
– Δέν μπορεί ή Μαντμουαζέλ νά μείνει εδώ, έτσι μόνη της.
– Είμαι πολύ καλά. Φέρτε μου κρύο κοτόπουλο.
– Σας φέρνω σαμπάνια, αληθινή, όχι αφρώδη οίνο. Γιατί υπάρχουν δύο ποιότητες, άνάλογα μέ τά τραπέζια.
Έγω στερήθηκα τό επιδόρπιο. Τό επόμενο πρωί, φυ- ηι,κά, ή οικοδέσποινα μου της προηγούμενης βραδιας μοΰ τηλεφώνησε λέγοντας πώς είχε μάθει πολύ αργά Λτι είχα μπει τιμωρία, πώς ήταν ή καλύτερή μου φίλη, Κως κανείς στο Παρίσι πού δεν μ’ εφτανε ούτε στον Ί’ντράγαλο, και χίλιες δυο ψευτοευγένειες και πονη- (if.i . “Ολα αύτά δεν εξηγούνταν παρά μόνο από τη φοβιρή ανάγκη της νά ύπερθεματίσει, γιατί μη έχοντας, οπως οί άλλες, τίποτε πιά νά αρνηθεί στον Π., τον παλαιό αύτό ύπάλληλο, προσπάθησε νά κάνει δ,τι κα- λύτϊρο μπορούσε γιά νά τον εύχαριστήσει.
[1] Leon Bloy (1846-1917): Γάλλος συγγραφέας και δοκιμιογράφος, το έργο του όποιου χαρακτηρίζεται από βίαιη πολεμική. (Σ.τ.μ.)