Κοίταξα από την μικρή τρύπα της πόρτας καθότι ήταν δώδεκα και μισή το μεσημέρι, μόλις με είχαν ξυπνήσει και δεν περίμενα επισκέψεις.
“Μήπως θέλετε ένα ημερολόγιο για να μας βοηθήσετε να πάμε πενταήμερη;” ήταν δυο κορίτσια, Λυκείου φαντάζομαι για να λένε για πενταήμερη, αν και η μια έμοιαζε 25 και η άλλη 12. Άνοιξα την πόρτα και μετά θυμήθηκα ότι ήμουν με το μποξεράκι. Έκατσα στο κρεβάτι κάπως να κρυφτώ στα σεντόνια κι αυτές όρθιες κοιτούσαν γύρω γύρω το τελείως άδειο δωμάτιό μου παρεξενεμένες.
-Τα πήρε όλα η πρώην όταν έφυγε, είπα. Σα να πρόκειται αυτό να τις καθησυχάσει. Το μόνο έπιπλο εκτός από το κρεβάτι μου ήταν ένα μικρό τραπέζι.
-Έχετε φάει πρωινό;
Η μικρή κοίταξε στο πιάτο. Φορούσε ένα μίνι ελάχιστα μεγαλύτερο από την υπερβολικά φαρδιά της ζώνη, σκούρα χρώματα, μαύρα μαλλιά, ψηλά τακούνια, τέλεια πόδια, χαριτωμένη μυτούλα και ένα μπλουζάκι οριακά πάνω από τις ρώγες, όλα κάπως χαλαρά ριγμένα αλλά αυστηρά στα όρια.
“Τι είναι αυτό;” έδειξε στο βαζάκι που είχε το μαχαίρι.
-Α, μωρέ, σπιτικό πρωτεινούχο ισοτονικό για μετά την προπόνηση, της εξήγησα με ύφος. Έδειξα και στα αθλητικά μου παπούτσια που ήταν πεταμένα κι αυτά στη μέση του δωματίου.
“Και τι είναι;”
-Φυστικοβούτυρο, μερέντα και μισό κουτί ασπιρίνες αλεσμένες. Αν δεν σου αρέσει, να φέρω κάτι ακρίδες από το μπαλκόνι, τις έχει εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως φαγητό και το λέει και η Παλιά Διαθήκη κάπου ότι θα πλακώσουν κι άλλες σύντομα, μάλλον καλή ιδέα να τις συνηθίζουμε σιγά σιγά. Δεν επηρεάστηκε, συνέχισε την ανάκριση.
“Γιατί κοιμόσουν τέτοια ώρα;”
-Μου είπε ο γιατρός να ξεκουραστώ γιατί είχα ένα κρύωμα. Αλήθεια είπα, βέβαια το είπε αυτό ο γιατρός πριν δυο μήνες. Δεν είχε πει μέχρι πότε να ξεκουράζομαι.
Η άλλη που έμοιαζε σαν νεαρή μαμά δεν μιλούσε. Φορούσε ένα φορεματάκι με λουλούδια , πολύ γλυκό μουτράκι, πολύ γεμάτα στήθη. Μου αρέσουν αυτές οι γυναίκες που μπορείς να περάσεις δυο μέρες μαζί τους και να μην ακουστούν. Μερικές φορές ο έρωτας είναι μια λέξη που μένει φυλακισμένη στο συρτάρι με τα σώβρακα.
-Πόσο κάνει; είπα, δείχνοντας γενικά προς τα ημερολόγια που κρατούσε η μικρή. Αλλά η μεγάλη δεν με κοιτούσε καν, μόλις άκουσε που ρώτησα τιμή άρχισε να λικνίζεται αισθησιακά. Η άλλη πήρε γραμμή, άφησε κάτω το ημερολόγιο και συγχρονίστηκε στον χορό. Έκαναν δυο τρία λεπτά σώου σαφώς καλύτερα από το στριπτιζάδικο στον γάμο του αδελφού μου και καθώς σταμάτησαν σε μια ενδιαφέρουσα πόζα κάπως μπλεγμένες μεταξύ τους, η μεγάλη είπε:
“Με πενήντα ευρώ δώρο κι ένα ημερολόγιο.”
Είναι ο πόθος στο μάτι, το λευκό του ματιού που γεμίζει καθώς γουρλώνεις όταν θέλεις πολύ να συγκρουστεί το κορμί σου με ένα άλλο, να τριφτεί, να λιώσει, να κολλήσει σε καυτά χείλη, να προσπαθεί να σβήσει την φωτιά με σάλια, ιδρώτα και σπέρμα, αλλά όλα εξατμίζονται, θολώνουν μόνο προσωρινά το μάτι που μένει λευκό και γουρλωμένο. Και κολλημένο στην τρύπα της πόρτας να κοιτάω σαν ανωμαλιάρης που μάλλον είμαι τελικά καθώς απομακρύνονται με το πενηντάευρώ μου. Οι γλουτοί της μικρής να συνεχίζουν το σώου στο στενό φορεματάκι της και τα μαστάρια της μεγάλης ακόμα δεν κατάλαβα αν ήταν σε σουτιέν ή απλά απίστευτα στητά εκ του φυσικού τους. Ελπίζω να περάσουν καλά στην εκδρομή τους. Αν πάνε. Σταματάει, γυρνάει, με κοιτάει και ψιθυρίζει κουνώντας έντονα τα χείλη της:
“Στα όνειρά σου μαλάκα.”
Οι λέξεις -αν ακούς καλά – δονούν πλανήτες μερικές φορές.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας, ποιητής και αυνανιστής ιδεών. Δεν έχει ούτε ένα ημερολόγιο Λυκείου για να μην μπορεί να κατηγορηθεί για παιδεραστία ποτέ αλλά αυτό με το φυστικοβούτυρο και τις ασπιρίνες μάλλον θα το κάνει αργά ή γρήγορα γιατί πονάνε τα γόνατά του.