Μεγάλη Τετάρτη, η Ζωή εν τάφω και… Τι είπες; Την Παρασκευή είν αυτό; Τέλος πάντων. Η Ζωή κάπου να πηγαίνει να κάνει κάτι, κάνα φαγητό σε καμιά ταβέρνα, όχι ακόμα εν τάφω (Σποϊλερ αλέρτ: Εν τάφω θα πάει. Τέλος σποϊλερ) και εγώ να τρώω κρύα πίτσα γυμνός στο μπαλκόνι. Πεπερόνι. Μασάω και σκέφτομαι και λέω, ρε πόσο Ταύρος θα πούνε τι μαλάκας Θεέ μου, και όμως η πίτσα παίδες γαμάει. Γαμάει μάνες που λένε και στην Παιανία (όντως, ρωτήστε, ισχύει. Και να ξέρετε έχει και ένα ακόμη βήμα όταν γαμάει κάτι ακόμη πιο πολύ απ΄ αυτό). Η πίτσα τρώγεται και απόλαμβάνετε ισάξια και ζεστή και κρύα, κάτι σαν την εκδίκηση ρε παιδί μου.
Toda la pizza.
Καταπίνω.
— Ρε συ, μου λέει από μέσα μια φωνή, τα έχουν δει όλα οι απέναντι.
Και να τα δούνε; Άσε, δεν θα πάθουν και καμιά τρομάρα εδώ που τα λέμε. Θα δούνε ένα ειλικρινά μέσο και κοινό πέος χωρίς καμιά απόλυτη ιδιαιτερότητα ώστε να το αναγνωρίσεις σε πλήθος. (Κάτσε, κάτσε, κάτι δυο ελίτσες στ’ αρχίδια – ναι ρε το είχα ξεχάσει [Σ.Σ. Κλείσε ραντ. δερματολόγο]) Άντε όταν στρίψω να δούνε και κάνα κώλο λίγο τριχωτό.
Στις ελίτσες μου.
Ύπνος, φαγητό, σεξ. Με αυτή την σειρά, με την ανάποδη, και κάθε ενδιάμεση παραλλαγή. Μεγαλοβδομαδάρα θα έπρεπε να την λένε.
— Μου στρίβεις ένα τσιγάρο, σου λέω και με ένα μμμ συμφωνείς.
Τεντώνεσαι ανάποδα απ’ το κρεβάτι και πέφτουν ανάποδα και αυτές οι βυζάρες Θεέ μου και μου πετάς τσιγάρο και το πιάνω και πετάς αναπτήρα και μου πέφτει. Ο αναπτήρας. Το άλλο είναι σε φάση ημιανάπαυση, πως κάναμε στον στρατό αυτό το χαλαρό που ήσουν στ’ αρχίδια σου, 30 και σήμερα κ. Λοχαγέ, δεν προλαβαίνω, από ΛΕΛΕ και ΤΡΕΛΕΛΕ κτλ; Ε, αυτό.
Σηκώνεσαι και ψάχνεις το κιλοτάκι σου, αυτό το λιλά (Ναι μάγκες, μάθετε και κάνα χρώμα – λιλά) με την δαντέλα. Γουστάρω που ξέρω απ’ έξω τα εσώρουχα σου. Γουστάρω να σε βλέπω να το μαζεύεις, να καταλαβαίνεις ότι έχει γίνει μούσκεμα, να λες πούστη μου με μισή φωνή, να το πετάς στα άπλυτα και να ψάχνεις εκεί στο τελευταίο συρτάρι κάτω-κάτω το επόμενο.
Κουνάς τον κώλο σου αριστερά-δεξιά ενώ το φοράς, σχεδόν προκλητικά λαγουδίνα φάση. Πω πω ρε μανάρι έχει πάει τρεις. Δεν τ’ άκουσες το τρίπτυχο; Σεξ, φαγητό, ύπνος. Ύπνος. Ο τρίτος πυλώνας.
Τσιγάρο. Το τσιγαρόχαρτο κάνει τσαφ-τσαφ-τσαφ. Καίει και καίγεται.
Και σκέφτομαι πόσο ζηλεύω τον γυναικείο οργασμό. Ναι ρε. Άκου με που σου λέω! Σε μας τους άντρες ο Θεός έδωσε το μπόνους “Κατούρα όρθιος” αλλά σ’ αυτές μάγκα μου έδωσε τον γυναικείο οργασμό.
Αυτό το πράγμα μαλάκα εμείς οι άντρες δεν πρόκειται να το καταλάβουμε όσες τσόντες και να δούμε. Που η άλλη βάζει το χέρι της στο στόμα της και κλείνει τα μάτια της και πνίγει μια τσιρίδα και μετά σου λέει: αυτό ήταν το σιγανό. Που βράζουν μέσα τους, ανάβει αυτή η κρυφή και υγρή φωτιά που ξεκινάει από κάτω και βράζει τα εντόσθια τους, και καίει το στομάχι τους, και γαργαλάει τα πνευμόνια κι τα στήθη τους και νιώθουν ότι θα εκραγούν. Που μετά τους ξαναπίανει, διαφορετικό λένε από την πρώτη φορά – αυτό κάθεται κάτω και δεν καίει αλλά ηλεκτρίζει. Σχεδόν πονάει. Το γνωστό τσούζει αλλά μ’ αρέσει. Που τρέμουν τα άκρα και τα χείλη, τα πάνω και τα κάτω, γίνονται κόκκινα και διογκώνονται. Που σου πιάνει τα μαλλιά με τα δυο της χέρια και δεν καταλαβαίνεις αν προσπαθεί να σε χαϊδέψει, να σου ξεριζώσει το κεφάλι, ή να σε πλακώσει κάτω από τα στήθη της. Αυτό που μετά σε κάθε μικρό, ελαφρύ, γαργαλητό τσουπ μιας γλώσσας, ενός δακτύλου, ενός μορίου, τινάζεται πίσω λες και το τρόμαξες αλλά μετά επανέρχεται αργά και σιγά.
Αδικία παίδες. Καλό το όρθιο κατούρημα αλλά το άλλο μου φαίνεται πιο καλό.
Στέκεσαι μπροστά στο καθρέφτη, σημαδάκι κάτω απ’ το αριστερό στήθος στο ύψος της καρδιάς, και Θεέ μου είσαι στ’ αλήθεια πολύ καύλα.
Το ξέρεις ότι υπάρχουν άντρες που δεν κοιτάνε της γυναίκες τους όταν αυτές γυμνώνονται μπροστά τους; Ότι κάποιες αγοράζουν πρόστυχα υπέροχα τσουλίστικα εσώρουχα και κουνιόνται μπροστά απ’ την Τι Βι όταν ο άλλος βλέπει μπάλα και αυτοί λένε όχι ρε μωρό μου τώρα παίζει ο Θρύλος;
Ένας παλιός μου Δάσκαλος μου είχε γράψει ότι αν μια γυναίκα κοιμάται μόνη της, αυτό ντροπιάζει όλους εμάς τους άντρες. Ότι ο Θεός, ακόμη και σεξ την Μεγαλοβδομαδάρα, όλα τα συγχωρεί. Ένα μόνο πράγμα δεν συγχωρεί ο Θεός – να καλέσει μια γυναίκα έναν άντρα στο κρεββάτι της και αυτός να μην πάει. Του το ‘χε πει ένας γέρος Τούρκος. Μου είχε πει και το άλλο: ότι μια γυναίκα θέλει να την ποθείς και να την λατρεύεις και ας μην σε θέλει αυτή.
— Τι κοιτάς και σκέφτεσαι τόση ώρα Πάππας; Το χαμόγελο σου στραβό σαν την μυτούλα σου.
Εσένα μπέμπα.
Εσένα και την κωλάρα σου.