Παραμυθάκι σας έχω προβατολυκόπουλα μου, γιατί από ότι φαίνεται “έχομεν πλεόνασμα”, τουλάχιστον σε μύθους!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό βοσκοτόπι, όχι πολύ εύφορο, αλλά σε πολύ καλό σημείο, σε πέρασμα μεταξύ ανατολικών και δυτικών μεγάλων βοσκοτόπων, με διάφορα σπάνια ζώα. Επειδή τα περισσότερα ήταν οικόσιτα και της κατηγορίας των βοοειδών, στο βοσκοτόπι αντηχούσαν μόνιμα βελάσματα, και το είπανε Βελλάδα.
Η Βελλάδα ήταν στην πιο πρόσφατη ιστορία της, μέλος ενός μεγάλου συνεταιρισμού που λεγόταν Ευρη-όπη, από την εξαιρετικά ανοιχτή οπή που αποκτούσαν τα ζωάκια των βοσκοτόπων που έμπαιναν στο συνεταιρισμό! Αυτό ήταν αποτέλεσμα ότι τον συνεταιρισμό τον είχαν κάτι Βόρειοι τσοπάνιδες -για τους οποίους θα μιλήσουμε μετά– οι οποίοι επιδίδονταν σε κτηνοβασίες σε όλα τα βοσκοτόπια και είχαν μεγάλα πέη, εξ΄ού και ο χαρακτηρισμός τους ως Eυρω-πέοι!
Τα πιο σημαντικά όμως εκεί ήταν κάτι μοναστήρια για τα οποία θα πούμε στη συνέχεια, που ήταν το κέντρο της πίστης και ονομάζονταν “Ιερές Τράπεζες”.
Πίσω στην Βελλάδα, τα πιο κοινά ζώα ήταν τα προβατάκια που όμως είχανε υπερήφανη καταγωγή, από λιοντάρια πολεμικά και φιλοσοφικές κουκουβάγιες, αλλά τα τελευταία χρόνια είχαν μετατραπεί όλα σε κοπάδι, που πήγαινε στα διάφορα μαντριά.
Τα μαντριά τα είχαν κάτι μετεξελιγμένα ζώα, που αν και είχαν πιο ατομική σκέψη και δεν ήταν τόσο δεμένα με το κοπάδι , ήταν πολύ περισσότερο ζώα και κυρίως παχύδερμα, γιατί συνήθως δεν κατάγονταν από τα προβατάκια, αλλά από άλλα ζώα που θα αναφέρω στη συνέχεια, που τα λέγανε τσοπάνιδες, και είχαν διάφορα μαντριά στα οποία μάντρωναν τα προβατάκια με υπόσχεση ασφάλειας και τροφής. Είχαν όμως το δικαίωμα να τα αρμέγουν και να τους παίρνουν το μαλλί, σε αντάλλαγμα για ασφαλή βοσκή- σε όσα ήταν ελευθέρας βοσκής- αλλά και σε ζωοτροφές σε όσα χρησιμοποιούσαν για τις εγχώριες ανάγκες του μαντριού. Επειδή η στάνη ήταν στη δημοσιά , τα πρόβατα που έμεναν εκεί ονομάζονταν “πρόβατα δημοσιάς” και σιγά σιγά ατροφούσαν και δεν παρήγαγαν τίποτα, αλλά ήταν χρήσιμα για να την αναπαραγωγή του πληθυσμού του. Τα πιο σημαντικά μαντριά ήταν το γαλάζιο δεξί μαντρί – επειδή ήταν από την πλευρά της θάλασσας- και το πράσινο μαντρί που ήταν κάπου στη μέση μεταξύ του κυρίως βοσκοτόπου και των άγονων βουνών που δεν είχαν κανένα μεγάλο μαντρί, μόνο καμιά μικρή κόκκινη στάνη εδώ κι εκεί που είχε αγριοκάτσικα που δεν είχαν υψηλή παραγωγή, και επειδή ήταν ξεροκέφαλα δεν άντεχαν να ζουν στο έλεος των τσοπάνιδων και είχαν πάρει τα βουνά, αλλά και δεν μπορούσαν και μεταξύ τους, και συνεχώς κουτουλούσαν το ένα το άλλο λόγω εγωισμού και γενικότερης αναρχικής φύσης.
Άλλα ζώα σε αφθονία ήταν οι επιχείροι. Αυτά ήταν ζώα που παρήγαγαν λίπος, το οποίο είχε ανάγκη το κάθε μαντρί και γι αυτό τους τάϊζε πολύ συχνά, ενώ τα σημεία που ζούσαν λέγονταν επιχειροστάσια και εκεί υπήρχε το περισσότερο λίπος, υπήρχαν όμως μικρά και μεγάλα τέτοια. Μόνο αν ήσουν πραγματικό γουρούνι όμως μπορούσες να τα φέρεις βόλτα εκεί!
Έπειτα, υπήρχαν μεγάλα βουστάσια παραγωγής γάλακτος και λίπους που έβρισκε κανείς κάτι ζώα που τα λέγανε γελαδομηχάνους, γιατί είχαν τεράστιες μηχανές για να βγάζουν το γάλα από κοινά προβατάκια που δε μπορούσαν να βοσκίσουν ελεύθερα, αλλά προτιμούσαν να έχουν σίγουρη τροφή χειμώνα καλοκαίρι μέσα στις μονάδες αυτές, κι ας ήταν όλη τη μέρα ζεμένα στις μηχανές! Αυτοί ήταν οι προβατεργάτες!
Μετά ήταν κάποια μεγάλα ζώα που τα λέγανε εργολαβόδια, τα οποία κυρίως προτιμούσαν το πράσινο βοσκοτόπι, γιατί οι εκεί τσοπάνιδες τους τάϊζαν πολύ, και τους είχαν για να σέρνουν τα άροτρα της ανάπλασης των κήπων και των λαχανόκηπων στο κάθε μαντρί κι όχι για να βοσκάν ελεύθερα, και αντί για καθαρά προϊόντα, δεν έβγαζαν γάλα, όπως οι γελαδομήχανοι και τα πρόβατα, ούτε και λίπος,όπως οι επιχείροι, απλά τους είχαν για να γεμίζουν τα μαντριά και να αναπαράγονται, μια και αρκετοί τσοπαναραίοι κατάγονταν απευθείας από αυτά!
Επίσης, λόγω παραλίας είχε και πολλούς θαλάσσιους ελέφαντες που επειδή είχαν εφοπλιστικό βλέμμα, δε πλήρωναν ούτε φόρους γάλακτος ούτε εισφορές σε λίπος. Αυτοί όμως έφερναν προϊόντα από άλλα βοσκοτόπια που ήταν απομακρυσμένα και ψάρια από τα ανοιχτά, αν και πολλές φορές τα βάζανε μέσα στο βοσκοτόπι λαθραία, για να μην ξέρουν οι τσοπάνιδες πόσα φέρνουν και διεκδικήσουν κανένα μερίδιο.
Οι γελαδομήχανοι, τα εργολαβόδια και οι θαλάσσιοι ελέφαντες έβγαζαν ένα γαλακτοκομικό προϊόν το οποίο δεν ήταν το καθαρό γαλατάκι που έβγαζαν τα προβατάκια, ήταν πολύ πιο περιεκτικό και παχύ, γιατί τους τάιζαν πολύ οι τσοπάνιδες που μάλιστα συνήθως τους διόριζαν μόνοι τους από τις τάξεις τους, και έπηζε λοιπόν και γινόταν ένα ιδιαιτέρως θρεπτικό τυρί, το λεγόμενο “κεφαλαιοτύρι“. Όλα μαζί αυτά τα ζώα τα είπαν “βοϊδοκεφαλαιοκράτες”.
Τέλος, πολύ χρήσιμα ζώα στο βοσκοτόπι, ήταν οι δημοσιοκόρακες και κάτι άλλα πουλιά που μαζεύονταν στα αρδευτικά κανάλια του βοσκοτόπου και μετάδιδαν τα νέα μεταξύ των βοσκοτόπων, τους παπαγάλους των καναλιών, γιατί ήξεραν μόνο να επαναλαμβάνουν ό,τι άκουγαν από τους τσοπανιδες, αυτολεξεί!
Όμως υπήρχαν, σε μακρινά λιβάδια της Δύσης, κάποια τσακάλια – που δεν ακούνε ούτε σε κανόνες ούτε έχουν από πάνω τους κανένα συνεταιρισμό, παρά μόνο εταιρισμό που δεν έχει νόμους – άρχισαν να μαζεύουν τροφές και εφόδια χωρίς να παράγουν τίποτα, απλώς ποντάροντας στο λεγόμενο “χρωματιστήριο ανάξιων” που ήταν μια φαντεζί στάνη στην οποία τα παχιά προαναφερθέντα ζώα από όλα τα βοσκοτόπια μαζεύονταν και παζάρευαν το κεφαλαιοτύρι τους, γιατί έτσι κι αλλιώς έβγαζαν πολύ λόγο της τρομερής ποσότητας ζωοτροφής που έτρωγαν, και δεν είχαν τι να το κάνουν, και λεγόταν έτσι γιατί τα τσακάλια χρωμάτιζαν τα κεφαλαιοτύρια διαφορετικά, ανάλογα με το σε ποιο τυχερό παιχνίδι θα έπαιρναν μέρος. Υπήρχαν, βλέπεις, πολλοί τρόποι να επενδύσεις κεφαλαιοτύρι και παρόλο που τα κεφαλαιοτύρια ήταν ίδια και απαράλλακτα, όσο κι αν τα βάπτιζαν “σίγουρα” ή “ανοδικά” ή “τοξικά” και “υψηλού ρίσκου”, εντούτοις αυτό ήταν απλά ένα δημιούργημα των τσακαλιών με σκοπό να βγάλουν περισσότερα κεφαλαιοτύρια για τον εαυτό τους, μια και όπως είπαμε και πριν, αυτά δεν παράγουν τίποτα, αλλά πριν το χρωματιστήριο ζούσαν με πτώματα και απομεινάρια , ή με τροφές που έκλεβαν από τα πρόβατα.
Όμως στην αρχή κέρδιζαν όλοι και μάλιστα τα ζώα κάνανε κόντρες για το ποιός θα ποντάρει το πιο πολύ κεφαλαιοτύρι. Δεν έδιναν δε τίποτα από ό,τι κατέβαζαν πίσω στο βοσκοτόπι. Απεναντίας, ακόμα και την κοπριά τους έπαιζαν, μάλιστα οι βοϊδοκεφαλαιοκράτες δεν το εμφάνιζαν καν στο βοσκοτόπι, αλλά το είχαν αποθηκευμένο σε κάτι νησιά – νομίζω τα λέγανε “Κάνειμαγκ” γιατί κάνανε μάγκα όποιον πήγαινε το κεφαλαιοτύρι του εκεί και το εξαφάνιζαν-και δεν ενδιαφέρονταν αν ήταν καθαρό ή μαύρο, αφού το περνούσαν από ειδικά διήλειστύρια που το έκαναν λευκό και άσπιλο κεφαλαιοτύρι και κάτι ελβετικά μοναστήρια, που και εκεί , είτε μαύρο είτε άσπρο, το περνούσαν μερικές ευλογίες από ειδικούς επισκόπους και γινότανε λαμπίκο. Δεν έμπαινε βαθιά στις κατακόμβες και ωρίμαζε πάλι ως κεφαλαιοτύρι μοναστηριακό, και δε φαινόταν πουθενά, παρά μόνο σε κάτι μικρά χαρτάκια που γράφανε κάτι τρόφιμοι στις ιερές τράπεζες των μοναστηριών, που τους λέγανε παραλογιστές γιατί ήταν μισότρελοι λόγω υπερβολικής δημιουργικής παραλογιστικής. Τα χαρτάκια αυτά ονομάζονταν γι αυτό “παραλογαριασμοί” και όλοι όσοι είχαν συναλλαγές με τα διάφορα μοναστήρια έπρεπε να έχουν έναν.
Μετά ήρθε η ξηρασία, γιατί όταν τα τσακάλια συγκέντρωσαν τη μεγαλύτερη ποσότητα κεφαλαιοτυριού στον κόσμο , τα παχιά ζώα είχαν ξεζουμιστεί και τα προβατάκια δεν είχαν άλλο μαλλί να δώσουν και γάλα έτσι κι αλλιώς έβγαζαν λιγοστό, μια και αρκετά τα είχαν βάλει μέσα στα διάφορα μαντριά, κυρίως στο μπλε και το πράσινο, και τα ταϊζαν δανεική τροφή, ενώ δε τα άφηναν να παράγουν τίποτα γιατί έτσι θα πήγαιναν κόντρα στις συμφωνίες με το συνεταιρισμό. Μάλιστα οι ελέφαντες πήραν και δάνεια από τα μοναστήρια, για να συνεχίσουν να παίζουν στο χρωματιστήριο γιατί είχαν πλέον εθιστεί και τα τσακάλια τους προκαλούσαν όλη την ώρα με “σίγουρα” και “ασφαλή” γαλακτοκομικά προϊόντα. Αυτά ονομάστηκαν “θαλασσογάλατα” γιατί δίνονταν στους θαλάσσιους ελέφαντες.
Όμως το σύστημα του κεφαλαιοτυριού έσκασε, και τότε την πλήρωσαν πρώτα τα ανυποψίαστα προβατάκια, που ποτέ δεν είχαν αρκετό γάλα μέσα τους για να φτιάξουν κεφαλαιοτύρι , αλλά ακόμα και το μαλλί που είχαν το έδωσαν στους τσοπάνιδες και είχε με έναν μυστήριο τρόπο φτάσει να γίνει κεφαλαιοτύρι και αυτό, στα μοναστήρια ή τα νησιά και δε το έβρισκε κανείς. Ούτε καν όταν εμφανίστηκε μια λίστα με όλα τα μοναστήρια και τα κεφαλαιοτύρια που είχαν μέσα και από ποιόν (ακόμα και τσακάλια και τσοπάνιδες είχε η λίστα) πάλι οι τσοπάνιδες, όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα, αλλά κυνήγησαν και το δημοσιοκόρακα που την έβγαλε στο κλαρί του! Έτσι επείδη δε μπορούσαν να καλύψουν τα δάνεια σε άλλα βοσκοτόπια, οι τσοπάνιδες μας κούρεψαν τα προβατάκια γουλί, τους πήραν όλο το γάλα , συγκεκριμένα περιπού 4400 λίτρα ή κιλά μαλλί από το καθ’ ένα μέσα σε 4 χρόνια, που τα λέγανε σε όλο το συνεταιρισμό “εβρώ” γιατί όπου τα έβρουν τα βουτάνε! Την ρύθμιση αυτή, επείδη συνοδεύτηκε από κόψιμο και της ζωοτροφής γιατί δεν είχαν να τη δανειστούν (εκτός από τη ζωοτροφή των αγαπημένων τους παχιών ζώων με το κεφαλαιοτύρι) και οδήγησε στο θάνατο πολλά αδύνατα ζώα, την ονόμασαν “Μνημόσυνο” από τις πολλές κηδείες που έφερε.
Όμως αυτό εξαγρίωσε τα ζ’ωα, που σε λίγο θα καλούνταν να επιλέξουν νέους τσοπάνηδες στον συνεταιρισμό και τότε οι υπέυθυνοι του γαλάζιου και του πράσινου μαντριού, που πλέον τα είχαν ενώσει γιατί είχαν θεριεύσει οι κόκκινες στάνες και είχαν φτιάξει – άκουσον άκουσον- ακόμα ένα μαντρί, που άρχισε να μεγαλώνει και, σε αντίθεση με τις παραδόσεις, το διοικούσαν πρόβατα, τα οποία μάλιστα ήταν και κουρεμένα σύριζα, φοβήθηκαν μήπως ξαφνικά αυτά τα γίδια πάρουν την εξουσία στο βοσκοτόπι, και έψαχναν τρόπο να τα ανακόψουν.
Στην αρχή φέρανε κάτι λύκους, μια αγέλη μαύρη, για την οποία έχουμε μιλήσει στο παρελθόν, και την κανάκευαν και την έτρεφαν μέσα στο μαντρί, αλλά μόλις άρχισε να τρώει από αυτούς προβατάκια, αποφάσισαν να την κλείσουν σε φυλασσόμενο μαντρί.
Έτσι , με την βοήθεια παραλογιστών από τα πέρα βοσκοτόπια, ανακάλυψαν ένα τρόπο να βγάλουν μια ειδική μυρωδάτη κοπριά από μόνοι τους και να την πασάρουν στα πιο ασθενικά προβατάκια, που ή τα έτρωγαν οι λύκοι ή είχανε καταφύγει στο κόκκινο μαντρί, και να τα ευχαριστήσουν, προσωρινά μέχρι τις εκλογές του συνεταιρισμού… και μετά βλέπουμε. Έτσι βγήκε το λεγόμενο πλεόνασμα, το οποίο επειδή το βγάλανε από τον πρωκτό τους οι τσοπάνηδες, ονομάστηκε πρωκτογενές!
Αυτά για την ώρα, και πολλά έγραψα προβατάκια μου, η συνέχεια του παραμυθιού μόλις φάτε την κοπριά σας!