Εκείνο το απόγευμα ήμασταν ξαπλωμένοι στον καναπέ. Εσύ ανάσκελα και κοιτούσες το ταβάνι κι εγώ πλάγια, δίπλα σου, σχεδόν μπρούμυτα πάνω στο αριστερό σου πλευρό, με το πρόσωπό μου χωμένο ανάμεσα στο στέρνο και το λαιμό σου. Αυτή ήταν η αγαπημένη μου αγκαλιά, να αισθάνομαι τον παλμό της φλέβας του λαιμού σου στο μέτωπό μου και να μυρίζω την μυρωδιά σου. Σε αυτή την αγκαλιά αισθανόμουν πάντα γεμάτη και ασφαλής. Δεν έβλεπα ούτε μάτια να προδίδουν τη στιγμή, ούτε χείλη σφιγμένα, ούτε διάβαζα τις σκέψεις από τις εκφράσεις του προσώπου. Το μόνο που ένιωθα, είναι πως ό,τι χρειαζόμουν, ήταν στα χέρια μου μέσα κι αυτό μου έδινε βαθιά ικανοποίηση.
«Πες μου μια ιστορία» μου είπες. «Μια ιστορία που να έχει ήλιο, θάλασσα και να είναι καλοκαίρι».
Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί σου άρεσαν τόσο οι ιστορίες, ούτε κατάλαβα γιατί ήθελες πάντα στις ιστορίες που ζητούσες να ακούσεις, να είναι καλοκαίρι.
«Να είναι λυπητερή ή χαρούμενη ιστορία;» σε ρώτησα.
«Δε με νοιάζει, αρκεί να είναι καλοκαίρι» μου είπες.
“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι που ήταν πολύ δυστυχισμένο και ένιωθε μόνο του. Ήταν και θυμωμένο πολύ με τον εαυτό του, γι αυτό που του συνέβαινε. Έψαχνε να βρει τι του έφταιγε που ένιωθε έτσι, αλλά δεν το έβρισκε, κι όσο δεν το έβρισκε τόσο περισσότερο θύμωνε. Τότε άρχισε να ρωτάει τον κόσμο, αφού μόνος του δεν έβρισκε την απάντηση στο πρόβλημά του. Στην αρχή έκανε φίλους πολλούς. Όποιον συναντούσε στο δρόμο του, τον έκανε φίλο του. Μα κανένας δεν ήξερε να του πει και να του δώσει την απάντηση που έψαχνε. Κι όσο κανείς δεν του απαντούσε, τόσο περισσότερο κόσμο γνώριζε, μα τίποτα δε γινόταν. Ο μύθος λέει ότι έκανε περίπου πέντε χιλιάδες φίλους μέσα σε ένα χρόνο. Μετά άρχισε να γνωρίζει κοπέλες και να χτίζει πιο στενές σχέσεις, γιατί πίστευε πως αν δημιουργούσε πιο ισχυρούς δεσμούς κι ερχόταν πιο κοντά με κάποιους ανθρώπους, τότε σίγουρα θα έβρισκε την απάντηση που έψαχνε. Όμως τα χρόνια περνούσαν και μαζί με αυτά οι φίλοι και οι σχέσεις, αλλά πάλι τίποτα δε γινόταν. Η απάντηση δεν ερχόταν και έτσι έμενε ακόμη πιο δυστυχισμένος και μόνος, παρόλο που είχε πολλούς ανθρώπους γύρω του.
Μια μέρα απογοητευμένος όπως ήταν πήγε στη θάλασσα. Ήταν καλοκαίρι και ο τόπος έκαιγε. Στην ατμόσφαιρα μύριζε θυμάρι, ξερό χορτάρι κι αλμύρα. Κάθισε στην άκρη του γυαλού θλιμμένος και πετούσε πέτρες στο βυθό.
Εκεί στη θάλασσα, πάνω σε ένα βράχο ήταν ένα κορίτσι που έκανε ηλιοθεραπεία. Το κορίτσι δεν έψαχνε καμία απάντηση, τις είχε όλες, αλλά ο κανόνας έλεγε πως όποιος έχει τις απαντήσεις δεν πρέπει ποτέ να τις πει σε κανέναν. Έτσι, ενώ ήταν περήφανο που είχε όλες τις απαντήσεις, ήταν στεναχωρημένο γιατί δε μπορούσε να τις μοιραστεί με κανέναν. Φυσικά ήξερε ότι ο δρόμος της γνώσης είναι μοναχικός, αλλά μέσα του, βαθιά, ήθελε να απαλλαγεί από αυτό το βαρύ φορτίο της γνώσης.
Το κορίτσι είδε το αγόρι στην άκρη της θάλασσας και ένιωσε τη στεναχώρια του. Τότε σηκώθηκε με μεγάλη αποφασιστικότητα και πήγε και κάθισε δίπλα του κι άρχισε να του τραγουδά:
—
Πετάω πέτρες στο γιαλό κι αυτές γυρίζουν πίσω
όλα τα λόγια που ‘χω πει πρέπει να τ’ αγαπήσω
κι ας ήταν όλα ψέματα κι ανόητα μπερδέματα
ποιος θα το βρει να μου το πει;
Περνάνε σκέψεις στο μυαλό σ’ ένα δωμάτιο κλειστό
μια στη λαχτάρα που αγαπώ στην ταραχή που βλαστημώ
και τον χαμένο μου καιρό να ξεγελάσω δεν μπορώ
Πετάω πέτρες στο γιαλό κι αυτές γυρίζουν πίσω
όλα τα λάθη που έκανα πρέπει να τα μετρήσω
κι αν ήταν όλα σφάλματα, σάλτα, ανώφελα άλματα
ποιος θα το βρει να μου το πει;
—
Εκείνη τη στιγμή το αγόρι γύρισε και την κοίταξε με άπειρο φως μέσα στα μάτια του κι ένα μεγάλο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. Η καρδιά του χτύπησε τόσο δυνατά που ακούστηκε μέχρι τα πέρατα της θάλασσας. Το κορίτσι χαμογέλασε κι έμεινε να τον κοιτά. Τότε το αγόρι την σήκωσε ψηλά με τα δυο του χέρια, την έκανε μια μεγάλη στροφή στον αέρα και την οδήγησε μέσα στη θάλασσα. Εκεί τη φίλησε με όλο του το είναι, τόσο ψύχη έβαλε μέσα σε εκείνο το φιλί, που άρχισε να γίνεται σιγά σιγά νερό, θαλασσινό νερό, που έμπαινε από το στόμα της και κυλούσε στις φλέβες τις μέσα. Το κορίτσι άρχισε να βαριανασαίνει και κάθε της ανάσα μύριζε αλμύρα και βρεγμένα φύκια και μετά από πολλές βαριές ανάσες, άρχισε να κρυσταλλώνει και να γίνεται αλάτι και να πέφτει βαριά στο βυθό της θάλασσας, κι η θάλασσα άφριζε. Στο τέλος δεν έμεινε τίποτα, μόνο η θάλασσα που τους κατάπιε και το μόνο που άκουγες, ήταν ο ήχος από το κύμα που έσκαγε στην άκρη του γιαλού. Έτσι γεννήθηκε ο έρωτάς τους.
Την επόμενη μέρα ξημέρωσε φθινόπωρο. Το αγόρι και το κορίτσι περπατούσαν στο ψιλόβροχο κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Το αγόρι την κρατούσε σφιχτά από το χέρι και ενώ ήταν χαρούμενος που είχε βρει το κορίτσι που είχε όλες τις απαντήσεις, ήταν και θλιμμένος, γιατί το κορίτσι του είχε πει, ότι δε θα του έλεγε ποτέ τις απαντήσεις που έψαχνε, γιατί ο κανόνας έλεγε πως δεν έπρεπε να ειπωθούν, έπρεπε μόνο κάποιος να τις ανακαλύψει μόνος του. Το κορίτσι ήταν κι αυτό χαρούμενο, μα επειδή είχε και όλες τις απαντήσεις, ήξερε ότι η θλίψη παραμόνευε κάπου εκεί τριγύρω κι ένιωθε φοβισμένο, γιατί κάποια μέρα η θλίψη αυτή θα τους κατάπινε όπως η θάλασσα που γέννησε τον έρωτα τους. Και ήξερε πως όταν σε καταπιεί η θλίψη, μόνο ο θάνατος μπορούσε να έρθει.
Κι έτσι ήρθε το καλοκαίρι… και μια μέρα στη θάλασσα, έτσι ακριβώς όπως γνωρίστηκαν κι έγιναν ένα, έτσι και χώρισαν. Το αγόρι την σήκωσε ψηλά με τα δυο του χέρια, την έκανε μια μεγάλη στροφή στον αέρα και μετά μπήκαν μες το νερό. Εκεί φιλήθηκαν με όλο τους το είναι, όπως φιλιούνται μόνο οι γνήσιοι εραστές, με όλη τους την ψυχή και μετά χώρισαν. Χώρισαν για πάντα. Αυτός έγινε πάλι θαλασσινό νερό κι απλώθηκε παντού κι αυτή έγινε γοργόνα και χάθηκε μέσα του, στον απέραντο, αλμυρό, βυθό του. Αυτή έγινε γοργόνα… μια μικρή θεά, ένα ξωτικό του βυθού, γιατί οι απαντήσεις που είχε τίποτα δε μπορούσαν πια να τις προσφέρουν. Η λογική της ήταν γεμάτη, μα η καρδιά της άδεια. Έτσι προτίμησε να γεμίσει την καρδιά της. Η μόνη της σωτηρία ήταν να «νιώθει» μόνο. Έτσι έγινε γοργόνα για να κολυμπά αιώνια μαζί του και να τον αισθάνεται να της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά και το γυμνό της σώμα. Όλα θα ήταν για αυτήν ένα αιώνιο συναίσθημα. Και το αγόρι έγινε θάλασσα και θα την είχε μέσα του για πάντα. Έτσι θα είχε όλες τις απαντήσεις μέσα του, χωρίς να χρειαστεί να του τις πει κανείς. Όλα πλέον θα είχαν αιώνια μία απάντηση. Αυτή λοιπόν θα «αισθανόταν» κι αυτός θα «ήξερε». Κι έτσι χώρισαν… όπως χωρίζουν οι μεγάλοι έρωτες, μένουν για πάντα ο ένας μέσα στον άλλο αλλά δε συναντιούνται ποτέ. Μόνο «αισθάνονται» και «ξέρουν». Καλοκαίρι γνωρίστηκαν και καλοκαίρι χώρισαν. Ένα καλοκαίρι που μύριζε θυμάρι, ξερό χορτάρι κι αλμύρα και το μόνο που άκουγες ήταν ο ήχος από το κύμα που έσκαγε στην άκρη του γιαλού. Έτσι έζησε ο έρωτάς τους για πάντα.
Κι έτσι έζησαν αυτοί για πάντα αθάνατοι κι εμείς καλύτερα”.
Ο ήχος της ανάσας σου είχε βαρύνει. Χαμογελούσα με ικανοποίηση γιατί είχα καταλάβει ότι σου άρεσε η ιστορία μου.
«Ξέρεις…», σου είπα, «Η ιστορία μου είναι κάτι σαν το κορίτσι που είχε τις απαντήσεις. Ο κανόνας λέει ότι δεν πρέπει να ειπωθεί τίποτα γι’ αυτήν, πρέπει μόνο να μείνει αυτό που αισθάνθηκες».
Τότε άρχισες να γελάς. Το πρόσωπο σου φωτίστηκε με αληθινή χαρά. Και τότε θυμάμαι πετάχτηκες όρθιος, με σήκωσες με τα δυο σου χέρια και με έκανες μια στροφή στον αέρα και μετά με φίλησες με όλο σου το είναι. Το ένιωσα πως σε εκείνο το φιλί είχες βάλει την ψυχή σου όλη.
—
– Οι στίχοι είναι από το τραγούδι “Πετάω πέτρες” του Σωκράτη Μάλαμα –