Είναι τρεις το πρωί και έρεβος τυλίγει το σπίτι του Ροζάριο. Έχει τόση λαύρα σαν να είναι Ιούλιος, και αυτό ακριβώς συμβαίνει: ένας ιδιαίτερα ζεστός Ιούλιος. Ο Ροζάριο κοιμάται, ή τουλάχιστον το παλεύει. Στάλες ιδρώτα, μεγάλες σαν νταμιτζάνες των 24 λίτρων, στολίζουν το πρόσωπό του. Ο Ροζάριο στο σπίτι του δεν έχει ένα κοινό κλιματιστικό, έχει αρκουδίσιον: η μπόχα από τον ιδρώτα έχει κάτι από αρκου- δίλα. Για να έχει λίγη ψύξη, έχει αφήσει ανοιχτή την κατάψυξη με τον ανεμιστήρα μέσα. Μολοντούτο, τα σεντόνια του είναι τόσο μουσκεμένα, λες και σφούγγισαν όλα τα αμαρτήματα του κόσμου. Κάτω από το κρεβάτι υπάρχει μια τόσο μεγάλη λακκούβα με νερό, ώστε ο ένοικος του από κάτω διαμερίσματος έχει κιόλας ειδοποιήσει τον διαχειριστή.
Η φανέλα και η πιτζάμα του Ροζάριο έχουν κολλήσει επάνω του σαν γιγαντοαφίσες. Από το παράθυρο αναβοσβήνει το φως μιας πιτσαρίας που προβάλλει στον τοίχο, σε τακτά χρονικά διαστήματα, την επιγραφή «Τζιτζίνο ο γκέι, η πίτσα που καίει». Καιμόνο η επιγραφή θα έκανε έναν Μασάι να ιδρώσει. Το μοναδικό δραστήριο πράγμα είναι τα κουνούπια, μεγάλα σαν τσοπανόσκυλα, ή μάλλον σαν τσοπανα- ραιοι. Είναι λαίμαργα σαν αλιγάτορες και τόσα πολλά, ώστε από τον πύργο ελέγχου εκπονείται σχέδιο πτήσης για να αποφεύγονται τα αεροπορικά δυστυχήματα. Ολόκληρος ο τοίχος έχει γίνει πουά, σαν σκυλί της Δαλματίας, από τα κουνούπια που ο Ροζάριο κατάφερε να κάνει λιώμα με το παπούτσι του τις τελευταίες ώρες.
Ένα κουνούπι με μάστερ στην αεροναυπηγική, με τον αριθμό 913 κολλημένο στο στήθος και βάρους 18 κιλών, ετοιμάζει επίθεση. Ο Ροζάριο, στον ύπνο του, εκτοξεύει ένα μοκασίνι χρησιμοποιώντας την ίδια δύναμη που βάζει ο Μακενρό. Ένας καινούριος λεκές 1,34 τετραγωνικών μέτρων αποτυπώνεται στον τοίχο. Δύο κατσαρίδες, για να αποφύγουν την κίνηση, ξεκινούν για τις διακοπές τους στις τρεις και πέντε τα χαράματα: το ιδανικό ωράριο για να μην πέσουν σε μποτιλιάρισμα στους υπονόμους. Τότε ακούγεται μια φωνή: «Γενηθήτω φως!» Αμέσως το πορτατίφ του κομοδίνου ανάβει, αλλά ο Ροζάριο δεν ανοίγει τα μάτια του. Και τότε ακούγεται ξανά η φωνή: «Γενηθήτω περισσότερο φως!» Αμέσως ανάβει το πολύφωτο του δωματίου, αλλά ο Ροζάριο δεν ανοίγει τα μάτια του. Και τότε η φωνή ακούγεται ανυπόμονη: «Γενηθήτω πολύ περισσότερο φως!» Αμέσως ανάβουν όλες οι λάμπες του σπιτιού, η τηλεόραση, το βίντεο, ο ηλεκτρικός φακός, ο φούρνος, το φωτάκι του θερμοσίφωνα, και από τον ουρανό κατεβαίνει καταπάνω στο πρόσωπο του Ροζάριο έναςστροβοσκοπικός προβολέας με φωτορυθμικά σε στιλ ντισκοτέκ.
«Ποιος είναι;» μουρμουρίζει ο Ροζάριο στον ύπνο του.
Και η φωνή: «Ροζάριο, τι κάνεις, κοιμάσαι;»
«Μπα, φαίνεται;»
«Ροζάριο, σταμάτα να κοιμάσαι!»
«Μμμμ… Μα ποιος είναι;… Ποιους είσ’;… Τι θέ’;»
«Ροζάριο, ξύπνα! Είμαι ο Θεός».
«Ποιος;»
«Ο Θεός!»
«Μμμμ… Κι εγώ είμαι η Αφροξυλάνθη Μπισμπι- ρίκου».
«Εγώ είμαι αυτός που δημιούργησε το φως!»
«Ναι αμέ. Κι εγώ είμαι αυτός που πλήρωσε τον λογαριασμό! »
«Εγώ είμαι αυτός που έπλασε τα ζώα!»
«… Με τη Μαντλίν Ολμπράιτ πάντως το παράκα- νες, το ίδιο και με τα κουνούπια». Και λέγοντας αυτά ο Ροζάριο, στην προσπάθειά του να σκοτώσει ένα, δίνει στον εαυτό του ένα τόσο γερό χαστούκι, που βγάζει νοκ-άουτ τρεις τραπεζίτες.
Ο Θεός συνεχίζει: «Εγώ είμαι αυτός που δημιούργησε τ’ άστρα και τους πλανήτες και τα έβαλε να περιπλανιούνται».
«Κι εγώ περιπλανιέμαι σαν την άδικη κατάρα. Είμαι Πρωταθλητής Ευρώπης σ’ αυτό. Σκέψου ότι είμαι αναγκασμένος να κάνω μπάνιο με το διαβατήριο στο στόμα γιατί, τόσο που περιπλανιέμαι, θα διασχίσω καμιά ώρα την Αδριατική χωρίς να το καταλάβω και θα φτάσω στην Αλβανία».
Ο Θεός αρχίζει να χάνει την υπομονή του: «Εγώ είμαι αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, στη γη και παντού».
«Τυχεράκια! Εγώ είμαι πάντα εδώ, ακόμη και τον Δεκαπενταύγουστο».
«Εγώ είμαι ο πανταχού παρών!»
«Είσαι παντού;»
«Ναι».
«Σε κάθε μέρος;»
«Ναι».
«Ακόμη και στην τουαλέτα, όταν κάποιος κάνει τσίσα του;»
«Ναι».
«…Παναΐτσα μου, τι αδιακρισία και τούτη!»
Τώρα ο Θεός έχει χάσει για τα καλά την υπομο-νή του: «Εγώ είμαι ο Προαιώνιος: δημιουργημένος εκ του μηδενός!»
«Κι εγώ νιώθω ένα μηδενικό. Αμάν πια!»
«Εγώ είμαι αυτός που μετενσαρκώθηκε σε άνθρωπο!»
«Κι εγώ κάποιες Απόκριες είχα ντυθεί Θεός, αλλά έχει περάσει πολύς καιρός από τότε».
«Εγώ είμαι αυτός που είναι Ένας και Τρεις!»
«Κι εγώ είμαι αυτός που πεινάει για τρεις».
«Εγώ είμαι ο πάνσοφος!»
«Αυτός που τρώει τα πάντα;»
«Αυτός λέγεται παμφάγος, βλάκα. Κόψε τα μασκαραλίκια, ως εδώ και μη παρέκει! Η απέραντη υπομονή μου έχει και τα όριά της!» Ο θεός εκδηλώνεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και οργανώνει πάραυτα έναν παγετώνα: ο ιδρώτας στερεοποιείται στο μέτωπο του Ροζάριο και τα μουσκεμένα σεντόνια γίνονται σκληρά σαν ελενίτ. Αρχίζει να χιονίζει από το ταβάνι, η λακκούβα με το νερό κάτω από το κρεβάτι μεταμορφώνεται σε πίστα του πατινάζ και οι δυο κατσαρίδες αναβάλλουν την αναχώρηση και ξεκινούν έναν αγώνα χόκεϊ. Τα κουνούπια φοράνε τα άνοράκ τους και μερικά βάζουν κι εφημερίδες από κάτω. Η πόρτα του διαμερίσματος ανοίγει και μπαίνει ένας Λάπωνας μ’ ένα έλκηθρο που το σέρνουν σκυλιά, ο οποίος ζητάει ν’ ανεβάσουν τη θέρμανση. Ο Ροζάριο, κατατρομαγμένος, κατεβαίνει με κόπο από το κρεβάτι και πέφτει σε μια χαράδρα, όπου έχει παραισθήσεις: βλέπει τον Άγιο Βερνάρδο να ελευθερώνει τον λύκο και να φωνάζει «Η μέρα φεύγει, τοJohnny Walker έρχεται!» Βγαίνει από τη χαράδρα σε κακό χάλι: το φανελάκι και το παντελόνι της πιτζάμας του είναι σκληρά σαν κατεψυγμένα μπακαλιαρά- κια και τα κοκαλωμένα γένια και το μουστάκι του τον κάνουν να μοιάζει με διασταύρωση φώκιας και Άγιου Βασίλη. Τα δόντια του χτυπούν σαν καστανιέτες και παίζει ένα ανδαλουσιάνικο φλαμέγκο. Με λίγα λόγια, ο Ροζάριο είναι τρομοκρατημένος λες και είδε ταινία του Ντάριο Αρτζέντο, και κάτι παραπάνω: λες και είδε τον Ντάριο Αρτζέντο αυτοπροσώπως. Πέφτει στα γόνατα και αναφωνεί: «Ήμαρτον Κύριε, δεν σε αναγνώρισα! Νόμιζα πως είσαι ο Μι- κέλε Πελέκια, ο τύπος του τετάρτου ορόφου που μου σκαρώνει χωρατά μέσα απ’ τον σωλήνα του καλοριφέρ. Ξέρω τώρα πως από εκδίκηση θα με λιώσεις στο χώμα σαν σκουλήκι, θα με γδάρεις σαν κουνέλα, θα με ψήσεις σαν αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, θα με aπoκεφαλίσεις σαν …»
«Βρε συ… Ποιος σου ’πε πως έχω τέτοιον χαρακτήρα;»
Ένας κεραυνός πέφτει από το πολύφωτο και ανοίγει έναν μικρό κρατήρα στο κέντρο του δωματίου. Ο Ροζάριο τινάζεται: «Γνωρίζω τον άνθρωπο και, καθώς ξέρω ότι τον δημιούργησες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν σου, νόμιζα πως ισχύει και το αντίθετο…»
«Ε όχι! Ο άνθρωπος δημιούργησε εμένα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του».
Το πολύφωτο πεφτει στον κρατήρα που είχε αφήσει ο κεραυνός.
Covatta Giobbe