Παραταιριάζει. Δεν μπορώ να σταματήσω να λέω ιστορίες με μοιραίες γυναίκες και καπνισμένα μπαρ, κακόφημα σοκάκια και αισθησιακή βροχή. Είναι σαν κάτι eshop που μια φορά βάζεις κάτι στο καλάθι κατά λάθος και μετά σου φέρονται σαν να τους παντρεύτηκες. Δεν μπορώ να τα σταματήσω.
“Αχ Αλέκο, μη σταματάς! Μου αρέσουν αυτές οι ιστορίες σου. Θυμάσαι τότε που….”
-Ώπα κούκλα.
“Μα δεν το είπα ακόμα.”
-Δεν χρειάζεται. Έχω πολύ κακή μνήμη. Δεν το θυμάμαι αυτό που θα πεις. Τίποτα δεν θυμάμαι.
Ο Καβάφης έγραφε για το ταξίδι που έχει σημασία. Μέρες μέρεςδιασχίζω ηφαίστεια και φλόγες με χαμόγελο. Οι δαίμονες μουυποκλίνονται. Ξέρουν πως έχασαν. Ο Καβάφης έγραφε βλακείες. Το θέμα είναι πόσους εχθρούς κάνεις στη διαδρομή. Είναι σα να ρωτάς τον σκύλο που είναι το τηλεκοντρόλ. Μπορεί να το έφαγε.
Όσο παίζει αυτή η μουσική θα γράφω μου φαίνεται. Σαν Τζακ Κέρουακ αλλά με πρέζα το όρθιο μπάσο που χοροπηδάει σαν γάτα στις στέγες των σπιτιών, το πιανάκι που χαϊδεύει τις ψηλές νότες και το σαξόφωνο που ερεθίζει τον προστάτη μου. Περνάει μια κυρία που κάνει γρήγορο βάδην για γυμναστική. Ή αυτό ή χέζεται και τρέχει για το σπίτι της. Άλλη μια σπασμένη κούκλα που ονειρεύεται πρίγκιπα με κόλλα Logo. Κοιτάει και στο κινητό. Με γοητεύει το κενό ανάμεσα στο “καλά, τι μαλακία πόσταρε η άλλη!” και τα αμέτρητα like και καρδούλες που τελικά εισέπραξε από τις φίλες της.
Είμαι δυο μέτρα, με κορμοστασιά κοντού ψεύτη. Μυρίζω τζίνκο και πεπόνι γιατί μαντέψτε πιο κρεμοσάπουνο δεν άρεσε τελικά στη δικιά μου. Το ωροσκόπιό μου έγραφε “ΙΧΘΕΙΣ: πιθανά προβλήματα σήμερα με Ταύρους” και αυτηνής “ΤΑΥΡΟΙ: οι Ιχθείς σας είπαν μαλάκες.” Μάλλον έτσι έγινε. Όταν ήμουν μικρός αναρωτιόμουν πως έβαζαν το τυρί στην τυρόπιτα, τώρα αναρωτιέμαι γιατί δεν βάζουν και μαριχουάνα στην σπανακόπιτα. Γενικά δεν πλησίαζα την κουζίνα γιατί η μάνα μου είχε ένα μεγάλο βιβλίο που έγραφε “συνταγές για παιδιά” και δεν ήθελα να το ρισκάρω και βρεθώ στον φούρνο καμιά μέρα.
Εκείνη η φιλόλογος στην τρίτη Λυκείου φταίει που μου είπε ότι γράφω ωραία. Αλλιώς θα ήμουν πλούσιος τώρα. Πρέπει να σταματήσω την διαολεμένη τζαζ, όλο γράφω σα να είναι σπικάζ για πολύ αισθησιακή φωνή.
Θα με ξυπνήσουν το πρωί τα παιδιά και θα τους πω “κοιμήθηκα σκατά”, Έτσι λέμε καλημέρα εμείς οι μεγάλοι.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης προφανέστατα είναι καλύτερος και από Καβάφη και από Κέρουακ και από το παιδί που θα κάνανε αν ο Κέρουακ μεσ’τη μαστούρα έπαιρνε πλοίο να πάει στην Αλεξάνδρεια και γίνονταν εραστές ή ανάδοχοι γονείς κάπως, μάλλον χρειάζεται τριολέ και με συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας για να βγει αυτός ο συλλογισμός.