Μάλλον είχε χαθεί, τέταρτη φορά έφερνε γύρω-γύρω το ίδιο τετράγωνο…
Οδός Ιωσήφ Δαμασκηνού δεν υπήρχε πουθενά, λες και κάποιος την είχε σβήσει από το χάρτη.
Είχε έρθει τόσες φορές που ήταν παράξενο που δεν την έβρισκε ειδικά απόψε. Η νύχτα ήταν κρύα και στα στενά δεν κυκλοφορούσε κόσμος παρά μόνον που και που ένας-δυο μοναχικοί περαστικοί.
Είχε φοβία με τις ανηφόρες, μετάνιωσε που δεν είχε πάρει καλύτερα ένα ταξί ή το μετρό. Έτρεμε και μόνο στην ιδέα πως έπρεπε να ανέβει ξανά αυτά τα ανηφορικά στενά αναζητώντας το νούμερο 13. Κάθε φορά ο ίδιος τρόμος.
Άφησε το αμάξι στην Ασκληπιού, το μισό πάνω στο πεζοδρόμιο, έβαλε στο ντουλαπάκι το χρυσό σταυρό που φορούσε στο λαιμό, ανέβασε το γιακά από το λευκό της παλτό μέχρι τα αυτιά και ξεκίνησε.
Κοίταξε την ώρα στο κινητό, ήταν ακόμα νωρίς, είχε αρκετή ώρα στη διάθεσή της για να φτάσει στο νούμερο 13 στην οδό Ιωσήφ Δαμασκηνού.
Έβρισκε αυτή τη γωνία της Αθήνας εντελώς αποπνικτική, ο ένας πάνω στον άλλον, κι οι δρόμοι φρικτά ανηφορικοί. Οι πολυκατοικίες έμοιαζαν με τεράστιες μέγγενες, φωτισμένες με τα πορτοκαλί φώτα του δρόμου, ακριβώς το αντίθετο από το σπίτι της στην Πετρούπολη, που από το μπαλκόνι της έβλεπε ένα τεράστιο κομμάτι ουρανού. Άσε που από την μοναχική της κουζίνα έβλεπε όλη την Αθήνα πιάτο.
Κοίταξε την ταμπέλα απέναντι. Οδός Ιωσήφ Δαμασκηνού, εδώ είμαστε λοιπόν. Έστρεψε το βλέμμα της τριγύρω μήπως την είχε ακολουθήσει κάποιος, έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική.
Ήξερε ακριβώς το χρονοδιάγραμμα για το πώς κινούνταν η ζωή τους. Περίπου στις επτά και μισή κάθε απόγευμα έβγαιναν έξω. Εκείνη με το καροτσάκι και το μωρό.
Προσπάθησε να ισορροπήσει στην ανηφόρα, φοβόταν πως με κάποιο τρόπο αντί να ανεβαίνει, κάποια αόρατη δύναμη θα την τραβούσε προς τα πίσω και θα κατρακυλούσε σαν άψυχη μπάλα μέχρι την Ασκληπιού.
Εκείνος εμφανίστηκε σαν ζεστή ηλιαχτίδα του Απριλίου μέσα στην κρύα νύχτα βγαίνοντας από την κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας. Δεν περίμενε να τον συναντήσει, κανονικά θα έπρεπε να είναι στο γραφείο του αυτή την ώρα, τι δουλειά είχε εδώ;
Τα χέρια στις τσέπες της κινήθηκαν αυτόματα σφίγγοντας τη μεταλλική λαβή. Συνέχισε να περπατά, τώρα είχε πια διαφορετικό στόχο. Δεν ήταν αυτό ακριβώς το σχέδιό της, αλλά δεν ήταν καθόλου κακή ετούτη η εξέλιξη. Ένοιωσε μια φωτιά να ανεβαίνει από τα παπούτσια της προς τα πάνω και να απλώνεται σε όλο της το κορμί. Τα δάχτυλα στη μεταλλική λαβή σφίχτηκαν ακόμα πιο πολύ.
Τον ακολούθησε μέσα στα στενά. Μπήκε σε ένα φαρμακείο, τον είδε που αγόρασε μια παιδική αντιβίωση. Δεν θα έβγαιναν απόψε έξω τελικά, μάλλον το μωρό θα πρέπει να ήταν άρρωστο. Σίγουρα αρκετά άρρωστο για να μην πάει στο γραφείο. Το γραφείο ήταν πάντα υψίστης προτεραιότητας. Το ίδιο και για εκείνη, ακόμα κι όταν μια φορά ψηνόταν στον πυρετό και κινδύνεψε στα σοβαρά να πάθει πνευμονία, ήταν κοντά του, ούτε στιγμή δεν τον εγκατέλειπε. Να που είχε βρεθεί όμως μια χαραμάδα, τόση δα μικρή, ίσα ίσα για να χωρέσει να μπει εκείνη ανάμεσά τους. Ο όρος ήταν απαράβατος. «Ή εκείνη ή εγώ».
Να λοιπόν που βρισκόταν εδώ, εκτός. Χωρίς δουλειά, χωρίς εκείνον, χωρίς τίποτα. Το μόνο που είχε τώρα ήταν εκείνο το κρύο, μεταλλικό εργαλείο που είχε κρύψει στην δεξιά της τσέπη. Το ένιωσε να σπαρταρά καθώς κατάλαβε πως όπου να ναι εκείνος θα έβγαινε έξω. Τώρα βρισκόταν στο ταμείο, πλήρωνε κι όπου να ναι θα περνούσε από μπροστά της.
Ο χρόνος πάγωσε σε εκείνη τη στιγμή. Φαντάστηκε τη σφαίρα να διαπερνά το στήθος του, εκείνο που είχε ξαπλώσει επάνω του άπειρες φορές. Σκέφτηκε τα χείλη του, που πάντα άφηναν ένα μικρό άνοιγμα να βγαίνει η ανάσα.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς θα έλεγαν τα δελτία ειδήσεων, έγκλημα στο Λυκαβηττό. Γνωστός δικηγόρος του Κολωνακίου βρέθηκε δολοφονημένος. Η γυναίκα του θα τον αναζητούσε, θα περίμενε πρώτα λίγη ώρα, ανήσυχη κι ύστερα θα καλούσε την αστυνομία. Κι όλα θα τέλειωναν εκεί.
Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν καθώς ο Στέφανος έβγαινε από το φαρμακείο. Το χέρι της σάλεψε για λίγο πάνω στη μεταλλική λαβή. Δεν είπε τίποτα. Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Οι ρόδες του διερχόμενου αυτοκινήτου σταμάτησαν μόλις πέντε εκατοστά από τις μπότες της. Δεν άντεχε άλλο. Άφησε το σώμα της να παραδοθεί στη σκοτοδίνη καθώς τον είδε να απομακρύνεται σχεδόν τρέχοντας.
Ο νεαρός πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο.
« Είστε με τα καλά σας δεσποινίς; Κόντεψα να τρελαθώ από τον τρόμο, νόμιζα πως το αυτοκίνητο δεν θα σταματούσε. Για όνομα του Θεού, πρέπει να είστε πιο προσεκτική.»
Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε γύρω. Τα λευκά φώτα στο νοσοκομείο της φάνηκαν τόσο ζεστά. Χωρίς να ξέρει γιατί, πρώτη φορά μια θαλπωρή απλώθηκε στο σώμα της.
«Επιτέλους, ξύπνησες. Είσαι πολύ τυχερή που δεν σε πάτησα απόψε.»
«Καλή Πρωτοχρονιά» ήταν το μόνο που κατάφερε να πει. Του χαμογέλασε.
« Καλή Πρωτοχρονιά. Τουλάχιστον ας συστηθούμε. Άγγελος.»