“Οι πολίτες παρατηρούσαν ακόμα πιο εντατικά τα δημόσια πρόσωπα που βρίσκονταν ανάμεσά τους. Όταν εγκατέλειπαν ένα αξίωμα, οι αξιωματούχοι έπρεπε να λογοδοτήσουν [δίδωμι τας ευθύνας], δηλαδή να κάνουν μιαν ανασκόπηση της συμπεριφοράς τους στη διάρκεια της θητείας τους* αλλά και όσοι κληρώνονταν για να αναλάβουν κάποια θέση στη Βουλή ή σε κάποιο δικαστήριο ήταν υποχρεωμένοι να υποστούν μια τυπική εξέταση. Μιλάμε για έναν τεράστιο αριθμό ατόμων. Κάθε χρόνο, και τα πεντακόσια μέλη της Βουλής των 500 έπρεπε να περάσουν από λεπτομερή έλεγχο που ήταν γνωστός ως δοκιμασία, όπως επίσης οι εννέα άρχοντες και άλλοι επτακόσιοι περίπου αξιωματούχοι. Περιττό να πούμε ότι οι περισσότερες από αυτές τις εξετάσεις ήταν εντελώς τυπικές. Κάθε άντρας όφειλε να απαντήσει ποιοι ήταν οι γονείς του, ποιοι οι παππούδες του και από ποιο δήμο ή χωριό κατάγονταν αυτοί. Όφειλε επίσης να δηλώσει ότι δεν ανήκε στην οικονομική τάξη των θητών, ότι είχε εκτελέσει τη στρατιωτική του θητεία και ότι φερόταν καλά στους γονείς του. Ήταν υποχρεωμένος να υποστηρίξει τις απαντήσεις του με μάρτυρες και αποδείξεις και ο καθένας μπορούσε να αμφισβητήσει την υπο- ψηφιότητά του. Αφού η Εκκλησία του Δήμου άκουγε όλες τις αποδείξεις και τις όποιες αντιρρήσεις, ή και χωρίς να ακούσει καμία, περνούσε σε ψηφοφορία και ο υποψήφιος γινόταν δεκτός ή απορριπτόταν, χωρίς να λαμβάνουν περαιτέρω μέτρα εναντίον του, αλλά και χωρίς τη δυνατότητα έφεσης.
Ένας μελετητής ισχυρίζεται ότι αυτές οι εξετάσεις ενδεχομένως να είχαν ευρύτατο περιεχόμενο, διότι είχαν σκοπό να δοκιμάσουν το χαρακτήρα των υποψηφίων γενικότερα, αλλά αυτή η άποψη δεν έχει πολλούς υποστηρικτές. Ελάχιστες αποδείξεις έχουμε ότι εκφράζονταν αντιρρήσεις κι, αν λάβουμε υπόψη μας τον αριθμό των υποψηφίων, οι περισσότεροι θα πρέπει να περνούσαν χωρίς πολλές πολλές διατυπώσεις. Σκοπός της εξέτασης ήταν να βεβαιωθεί ο δήμος ότι οι υποψήφιοι πληρούσαν τα στοιχειώδη κριτήρια, ότι είχαν την κατάλληλη ηλικία, ότι ήταν πραγματικοί Αθηναίοι πολίτες και ότι δεν είχαν κηρυχθεί ανίκανοι για κάποιο λόγο. Εντούτοις, θα πρέπει να υπήρχαν κι εξαιρέσεις και η εξέταση μπορούσε ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε εξονυχιστικό έλεγχο. Αυτοί που ψήφιζαν δεν ήταν υποχρεωμένοι να αιτιολογήσουν την απόφασή τους εναντίον ενός υποψηφίου και ήταν απόλυτα ελεύθεροι να απορρίψουν κάποιον που δεν τους άρεσε ή τον θεωρούσαν ανάξιο. Ειδικότερα στα τέλη του 5ου αιώνα, ως επακόλουθο της ολιγαρχικής επανάστασης, αυτές οι εξετάσεις ρουτίνας φαίνεται ότι είχαν γίνει πολύ πιο ανταγωνιστικές. Ο λογογράφος Λυσίας δούλευε εκείνη ακριβώς την περίοδο και ανάμεσα στα έργα του βρίσκουμε τουλάχιστον πέντε λόγους γραμμένους για δημόσιες εξετάσεις, ενώ τέτοιου είδους λόγοι απουσιάζουν σχεδόν παντελώς από το υπόλοιπο σώμα της αττικής ρητορείας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, φαίνεται καθαρά ότι η φασαρία γινόταν μην τυχόν είχε ο υποψήφιος ολιγαρχικές συμπάθειες και γι’ αυτό έψαχναν αποδείξεις σε όλες τις πλευρές της ζωής του. Ένας υποψήφιος αναγκάζεται να υπεραμυνθεί της συνήθειάς του να έχει μακριά μαλλιά, όπως οι αριστοκρατικοί1.
Μια ομάδα πολιτών την απέρριπταν αυτόματα. Ήταν οι άτιμοι, οι στερημένοι πολιτικών δικαιωμάτων, οι άντρες που τους είχε απαγορευτεί να συμμετέχουν στη δημοκρατία, οι ανίκανοι να παρακολουθούν τη συνέλευση, να συμμετέχουν στα δικαστήρια, να είναι μάρτυρες, να κάνουν αγωγές ή να κατέχουν αξιώματα* ήταν εκείνοι που τους απαγόρευαν την είσοδο ακόμα και στην αγορά και τους ναούς. Η ατιμία φαίνεται πως ήταν μια τιμωρία την οποία επιφύλασσαν σε όσους θεωρούνταν ότι είχαν παραβιάσει τις υποχρεώσεις τους ως πολίτες, στους λιποτάκτες, για παράδειγμα, ή σ’ εκείνους που είχαν χρέη απέναντι στους θεούς ή το κράτος, για όσο διάστημα υφίστα- το η υποχρέωσή τους. Η ατιμία ίσχυε επίσης για τους δικαστές που είχαν καταδικαστεί για παράβαση καθήκοντος και για όσους είχαν καταδικαστεί τρεις φορές για ψευδομαρτυρία ή για απραξία (αργία) – μια υπενθύμιση του δημοσίου χαρακτήρα της ιδιωτικής ανηθικό- τητας. Μερικές φορές, η απόρριψη ενός υποψηφίου με την αιτιολογία της ατιμίας αναφέρεται ως τυπική ακαταλληλότητα περιορισμένης σημασίας, σε αντίθεση με τις πιο ξεκάθαρες αντιρρήσεις που εκφράζονταν κατά των συμπαθούντων τους ολιγαρχικούς, για παράδειγμα, όπου εκεί η αντίρρηση ήταν ουσιαστική. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, όσοι είχαν στερηθεί τα δικαιώματά τους με τέτοιο τρόπο είχαν περάσει από δίκη και ήταν εύκολο να ανακαλύψεις ποιοι ήταν, αλλά υπήρχαν και κάποιοι παραβάτες που θεωρείτο ότι κινδύνευαν από αυτόματη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων λόγω των πράξεών τους, χωρίς να χρειάζεται επίσημη ετυμηγορία. Σε αυτούς ανήκαν όσοι εισήγαγαν παράνομες προτάσεις στη συνέλευση, οι πόρνες και οι προστάτες, οι άντρες που αρνιόνταν να χωρίσουν τη μοιχαλίδα σύζυγο και (ίσως) εκείνοι που είχαν κατασπαταλήσει την πατρική περιουσία τους. Όταν περνούσαν από λεπτομερή έρευνα έναν άντρα χωρίς καταδίκες ή χρέη, δεν ήταν σπάνιο να του κάνουν παντός είδους ερωτήσεις για την προσωπική του ζωή2.
Οι τυχαίοι διορισμοί, για τους οποίους οι πολίτες υπέμεναν μια τέτοια εξονυχιστική εξέταση, δεν ήταν συνήθως θέσεις μεγάλης εξουσίας στην Αθήνα. Οι προσωπικότητες που είχαν πραγματική εξουσία, οι αληθινοί «ηγέτες» της πόλης, ήταν οι ρήτορες, εκείνοι που εκφωνούσαν λόγους στη συνέλευση. Όπως ήταν φυσικό, και αυτά τα δημόσια πρόσωπα θα έπρεπε να υποστούν δημόσια εξέταση. Εντούτοις, εδώ προέκυπτε ένα πρόβλημα. Αν και όλοι γνώριζαν ποιοι ήταν οι πολίτες που ενεργοποιούνταν στην πολιτική και εκφωνούσαν τακτικά λόγους, όλοι αυτοί δε συνιστούσαν επίσημη ομάδα και θεωρητικά κάθε πολίτης μπορούσε να είναι ρήτορας και να απευθύνεται στο λαό. Αυτό αποτελούσε θεμελιώδη αρχή της δημοκρατίας, τίποτα λιγότερο. Η δοκιμασία των ομιλητών, επομένως, ήταν κάπως διαφορετική από τις άλλες εξετάσεις και ο καθένας θεωρείτο εκλόγιμος, αν δεν τον αμφισβητούσαν. Τέτοιες αμφισβητήσεις εγείρονταν πολύ σπάνια. Έχω υπόψη μου ένα μόνο συγκεκριμένο περιστατικό, σε ολόκληρη την ιστορία της δημοκρατίας. Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν μια μάλλον μετριοπαθής τιμωρία στις μάχες μεταξύ πολιτικών* οι αντίπαλοι προτιμούσαν να ζητούν την εξορία, την καταστροφή ή το θάνατο των εχθρών τους. Άλλωστε, οι λόγοι της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν μάλλον δύσκολο να αποδειχθούν. Παρ’ όλα αυτά, το 346/5 π.Χ., ο Αισχίνης τη θεώρησε κατάλληλο όπλο εναντίον του Τιμάρχου, ο οποίος είχε ασκήσει πρόσφατα το δικαίωμά του με πολύ δυσάρεστο τρόπο* είχε υποκινήσει την παραπομπή του Αισχίνου για παράβαση καθήκοντος, κατά την πρόσφατη ειρηνευτική αποστολή του προς το Φίλιππο.
Αν και η ομιλία στη συνέλευση ήταν απλώς ένα ακόμη προνόμιο των πολιτών και επομένως το κάλυπταν ήδη οι διάφοροι νόμοι περί στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, φαίνεται ότι υπήρχε κι ένας συγκεκριμένος νόμος που αναφερόταν στην εξέταση των ρητόρων ειδικότερα, ο οποίος αποσαφήνιζε ή τόνιζε τον αποκλεισμό κάποιων συγκεκριμένων αλιτήριων. Ο Αισχίνης δε διστάζει να αναφέρει αναλυτικά τις διατάξεις του, σχολιάζοντας τη σημασία της καθεμιάς. Πρώτη στη λίστα είναι η διάταξη του νόμου που ορίζει:
Αν θέλη κανείς να αγόρευση ενώπιον του λαού, ενώ δέρνει τον πατέρα του ή την μητέρα του, ή δεν τους παρέχει τροφήν ή στέγην, του απαγορεύει ο νόμος να ομιλήση.
Η δεύτερη αφορά όσους
Λεν μετέβησαν εις τας εκστρατείας που είχαν διαταχθή να μεταβούν, ή επέταξαν την ασπίδα των και ετράπησαν εις φυ- γήν. Και τρίτον απαγορεύει επίσης ο νόμος να ομιλούν εις τας δημοσίας συνελεύσεις και όσοι, αντί χρημάτων, είχαν γίνει ερωμένοι ενός ή περισσοτέρων ανδρών [ή πεπορνευμένος ή ήταιρηκώς]. […] Και τέταρτον αποκλείει του δικαιώματος να ομιλούν δημοσία εκείνους όσοι έφαγαν την πατρικήν των πε- ριουσίαν ή οποιανδήποτε άλλην κληρονομίαν.
Αν και ο λόγος του Αισχίνου θεωρείται συχνά ως κατηγορητήριο κατά της πορνείας, στην ουσία πρόκειται για μια πολύ γενικότερη απόδειξη ότι ο Τίμαρχος είναι ακατάλληλος για να απευθύνεται στο λαό. Ο Αισχίνης αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του λόγου του στην κατηγορία της πορνείας, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι του και πολλές από τις αποδείξεις που αναφέρει, όπως έχουμε δει, αφορούν την κατασπατάληση της πατρικής περιουσίας του Τιμάρχου. Σε όλη τη διάρκεια του λόγου του αναφέρεται και στις δύο κατηγορίες, ενώ στον επίλογο του, όταν φαντάζεται τι είδους άντρες θα προσπαθήσουν να βοηθήσουν τον Τίμαρχο να αθωωθεί, δε μνημονεύει μόνο τις αρσενικές πόρνες και τους πελάτες τους, αλλά βάζει πρώτους τους άσωτους υιους. Λέει στο δικαστήριο να τους αποβάλει τον καθένα με τη σειρά του, συνδέοντας την κατηγορία της αργίας (της τεμπελιάς, της ακολασίας) με την απαγόρευση κατά των άσωτων πολιτικών3.
Εκείνους πάλιν που κατεσπατάλησαν την πατρικήν των πε- ριουοίαν, προτρέπετε να εργάζωνται και να εύρουν άλλοθεν πόρον ζωής.
Η δίκη του Τιμάρχου και η δοκιμασία των ρητόρων έχουν γίνει αντικείμενο έντονου επιστημονικού ενδιαφέροντος τα τελευταία χρόνια. Αυτός που ξεκίνησε την ιστορία ήταν ο Κένεθ ΝτόΒερ, όταν χρησιμοποίησε τη δίκη αυτή ως αφετηρία της έρευνάς του για το περίεργο φαινόμενο της ελληνικής ομοφυλοφιλίας. Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, η δίκη του Τιμάρχου έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του Μισέλ Φουκό και των Αμερικανών οπαδών του, που ερευνούσαν τη σχέση πολιτικής και σεξουαλικότητας στην Αθήνα. Αυτές οι μελέτες είχαν την τάση να εστιάζουν στην υποτιθέμενη σεξουαλική παθητικότητα της αρσενικής πόρνης, μια παθητικότητα την οποία συνέδεαν με κάθε είδους αρνητικότητα και ετερότητα:
Ο κάθε άρρην πολίτης που γινόταν πόρνη υιοθετούσε μια σχέση κοινωνικά υποδεέστερη προς τους συμπολίτες του: έχανε την ισότιμη θέση του δίπλα τους και αντ αυτού εισερχόταν στις τάξεις των γυναικών, των αλλοδαπών και των δούλων – σ εκείνα τα σώματα που ήταν δεκτικά εξ ορισμού στα διοικητικά ή ηδονοθηρικά σχέδια του αρσενικού και του ισχυρού, αποδεχόμενα τους Αθηναίους πολίτες ως δικαιωματικούς αφέντες τους. Για τον άρρενα πολίτη λοιπόν, η πορνεία συμβόλιζε την άρνηση των συνταγματικών εγγυήσεων της σωματικής ακεραιότητας που παρείχε η αθηναϊκή δημοκρατία’ αντιπροσώπευε τη στέρηση των εκ γενετής δικαιωμάτων του ως Αθηναίου να μοιράζεται εξίσου με τους συμπολίτες του τη διακυβέρνηση της πόλης. Το να είναι πόρνη σήμαινε, στην πραγματικότητα, να καταθέσει το φαλλό του – να απαρνηθεί την ένδειξη των κοινωνικο-σεξουαλικών πρωτείων του – και έτσι ήταν, μετά τον εξανδραποδισμό, ο χειρότερος εξευτελισμός που μπορούσε να υποστεί ένας πολίτης, ανάλογος προς την εθελοντική εκθήλυνση.
Ο Φουκό έχει μια ελαφρά διαφορετική παραλλαγή στο ίδιο θέμα: το λάθος του Τιμάρχου είναι ότι:
Κατά τη διάρκεια της νιότης του, έθεσε από μόνος του τον εαυτό του, φροντίζοντας να γίνει γνωστό σε όλους, στην υποδεέστερη και ταπεινωτική θέση ενός αντικειμένου ηδονής για τους άλλους’ το ρόλο αυτό τον θέλησε, τον επιζήτησε, καμάρωνε γι αυτόν, και επωφελήθηκε από αυτόν […] Αυτό που για τους Αθηναίους είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό – και τέτοιο είναι, στον «Κατά Τιμάρχου» λόγο, το συναίσθημα που ο Αισχίνης προσπαθεί να υποθάλψει – δεν είναι το ότι δε θα μπορούσε κανείς να κυβερνιέται από κάποιον που του αρέσουν τα αγόρια, ή που, νέος, αγαπήθηκε από έναν άνδρα’ αλλά το ότι δεν μπορεί κανείς να δεχτεί την εξουσία ενός ηγέτη που ταυτίστηκε κάποτε με το ρόλο του αντικειμένου ηδονής για τους άλλους.
Αυτές οι περιγραφές στηρίζονται σε μια πολύ απλουστευτική πόλωση του αττικού πληθυσμού, στους ενήλικες άρρενες πολίτες και τους άλλους, μια πόλωση η οποία αντιστοιχεί ακριβώς και σε ανάλογη σεξουαλική, ανάμεσα στους διεισδύοντες και τους διεισδυόμε- νους. Η λογική είναι απλή. Θεωρείται δεδομένο ότι η αρσενική πόρνη είναι ένας διεισδυόμενος. Επομένως είναι άλλος. Επομένως δεν μπορεί να είναι πολίτης4.
Το πρόβλημα μ’ αυτές τις περιγραφές είναι ότι αγνοούν πλήρως την κατηγορία της κατασπατάλησης της πατρικής περιουσίας (εκτός αν πρόκειται γι’ άλλον έναν τρόπο να υποστείς διείσδυση: «όντας παθητικός σε σχέση προς τις επιθυμίες σου»), και βασίζουν όλη την επιχειρηματολογία τους στις ακριβείς λεπτομέρειες της σεξουαλικής δραστηριότητας, κάτι που ούτε ο Αισχίνης ούτε οι περισσότερες αθηναϊκές πηγές συζητούν ανοιχτά. Αν για την αθηναϊκή κοινωνία το ζωτικό θέμα ήταν η διείσδυση και όχι η πορνεία, θα περιμέναμε να το λέει ο νόμος. Είναι αλήθεια ότι ο Αισχίνης αναφέρει κάποιον που αποκαλεί τον Τίμαρχο γυναίκα, αλλά οι γυναίκες, σύμφωνα με τα κοινώς αποδεκτά, είχαν πολλά κουσούρια και, υπό φυσιολογικές συνθήκες, το ότι υφίσταντο διείσδυση δε θεωρείτο το πιο σημαντικό. Αυτό που κατά τους Αθηναίους οδηγούσε φυσιολογικά στην εκθήλυνση ήταν η δειλία στη διάρκεια της μάχης ή το θράσος να εισέρχεται κανείς στα γυναικεία διαμερίσματα. Μπορεί να υπάρχει ένα δεύτερο νοηματικό επίπεδο, Βαθιά θαμμένο κάτω από το λόγο του Αισχίνου, περί του ποιος κατέχει το φαλλό και ποιος τον έχει χάσει, και ίσως εκεί να βρίσκεται πράγματι το επίμαχο θέμα* ένα τέτοιο δεύτερο νοηματικό επίπεδο όμως θα πρέπει να το ξεσκεπάσουμε προσεκτικά και όχι να το υποθέτουμε απλώς με Βάση τις παρατηρήσεις μας από άλλες κοινωνίες, τις απόψεις του Φρόιντ ή τη συμπεριφορά των πρωτευόντων θηλαστικών. Χωρίς αυτή τη διευκρίνιση, μια τέτοια ανάλυση είναι σκέτη εικασία.
Αν ο Αισχίνης είχε περιοριστεί να αποδείξει τους τυπικούς λόγους της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων χωρίς να αναρωτηθεί το γιατί, μπορεί να είχαμε κάποια δικαιολογία για να καλύψουμε το κενό και να θεωρήσουμε επίκεντρο του λόγου κάποιο τυχαίο ασαφή υπαινιγμό* ουσιαστικά, ο ρήτορας κάνει μια σειρά συσχετισμών μεταξύ πολιτικής, ασωτίας και πορνείας, οι οποίοι έχουν προσεχθεί ελάχιστα. Η δύναμη και η αποτελεσματικότητα της επιχειρηματολογίας του Αισχίνου προέρχονται από την επανάληψη μιας μοναδικής πειστικής εικόνας, την οποία συντηρεί σε όλη τη διάρκεια του μακροσκελούς λόγου του. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι δύο κατηγορίες, της διασπάθισης της περιουσίας και της πορνείας, μοιάζουν επιφανειακά αρκετά άσχετες. Σύμφωνα με μια σύγχρονη περιγραφή, ο Αισχίνης «έχει πάρει ένα σύμφυρμα ιστοριών και ανεκδότων που φτάνουν ως τα νιάτα του Τιμάρχου και φροντίζει να τα παρουσιάσει έτσι ώστε να ταιριάζουν με τρεις ή τέσσερις κανόνες απ αυτούς που θέτει ο νόμος για την εξονυχιστική έρευνα των ρητόρων». Ακόμα και ο Δημοσθένης θεωρούσε αλλόκοτο να κατηγορείται ο ίδιος άντρας και για τα δύο αδικήματα και κυκλοφορούσε στην Αγορά, έξω από το δικαστήριο, λέγοντάς το σε όλους. Εντούτοις, έχουμε δει ήδη ότι οι υπερβολικές δαπάνες και η αχαλίνωτη σεξουαλική ζωή συνδυάζονται στενά στον ελληνικό τρόπο σκέψης και ενσαρκώνονται σε διεφθαρμένες φυσιογνωμίες όπως ο καταπύγων και ο κίναιδος. Ο Αισχίνης, ο οποίος κάθε άλλο παρά εξαπολύει άσχετες και τυχαίες κατηγορίες κατά του Τιμάρχου, καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες να συνδυάσει τις κατηγορίες αυτές, αναπτύσσοντας προσεκτικά στο λόγο του μια συνεκτική απεικόνιση του χαρακτήρα ενός άντρα με αχαλίνωτες επιθυμίες, ενός χαμένου κορμιού5.
Πρωταγωνιστής της αφήγησης του Αισχίνου είναι η ανεξέλεγκτη αγάπη του Τιμάρχου για τις απολαύσεις. Αυτή είναι που τον παροτρύνει να πουλήσει τον εαυτό του και να κατασπαταλήσει την περιουσία του: Όταν τον πλησίασε ο διαβόητος λάτρης των κιθαρωδών Μισγόλας και του προσέφερε ένα χρηματικό ποσό για να μείνει μαζί του,
Ο Τίμαρχος δεν εδίστασε καθόλου και έσπευσε να δεχθή τας προτάσεις του Μισγόλα, αν και ήτο εύπορος. Διότι ο πατέρας του του άφησε μεγάλην περιουσίαν, αλλ9 αυτός, όπως θα εκθέσω αργότερα, την κατεσπατάλησε. Αλλ’ ο Τίμαρχος ήτο λαίμαργος, αγαπούσε τα πολυτελή δείπνα, τας χορεύτριας, τα ζάρια, ήθελε να έχη ερωμένας και εν γένει ήτο δούλος των αισχροτέρων ηδονών, που ποτέ δεν πρέπει να κατακυριεύουν τον ευγενή και ελεύθερον άνδρα.
Ο Τίμαρχος δεν παζάρεψε για πολύ την αρετή του, φυσικά, αλλά αυτή η προθυμία είναι άμεσο επακόλουθο της ανυπομονησίας και της επιθυμίας του για απολαύσεις, που φαίνεται καθαρά στο γεγονός ότι αργότερα ξεπούλησε την περιουσία του χωρίς να περιμένει να τη ρευστοποιήσει στην πραγματική της αξία. Στην επιχειρηματολογία του Αισχίνου, και η πορνεία και η ακολασία είναι σκέτες παρενέργειες των απελπισμένων προσπαθειών του Τιμάρχου να ικανοποιήσει άλλες επιθυμίες. Όπως οι Κορίνθιοι συμπεραίνουν ότι ένας φτωχός που αγοράζει ψάρια πρέπει να είναι λωποδύτης, ο Αισχίνης συμπεραίνει ότι ο Τίμαρχος είναι πόρνη από τις σπατάλες που κάνει:
Τι θα έλεγες για ένα παλικαράκι που ξεχωρίζει απ όλα τα άλλα εις ωραιότητα, που εγκατέλειψε το πατρικό του και κοιμάται σε ξένα σπίτια, και λαμβάνει μέρος σε πολυτελή γλέντια χωρίς να συνεισφέρη, και έχει χορεύτριες και κοκότες πολυτελείας, και παίζει ζάρια, και δεν πληρώνει ούτε δραχμήν ο ίδιος, αλλ9 ένας άλλος εξοδεύει γι αυτόν; Πρέπει να είναι μά- ντις κανείς για να το εννοήση; Λεν είναι φανερόν ότι εκείνος που επιβάλλει τόσας θυσίας εις ένα άλλον, θα παρέχη επί τέλους, και μερικάς ηδονάς εις αυτόν που εξοδεύει;6
Είναι αλήθεια ότι ο Αισχίνης αφήνει αιχμές γι’ αυτό που συνέβαινε ανάμεσα στον Τίμαρχο και τους πελάτες του, υπονοώντας ότι δεν τον ένοιαζε ποιο πράγμα τον πλήρωναν να κάνει και ότι ήταν υπερβολικά πρόθυμος να δεχτεί «αυτά που του έκαναν», αλλά δεν υπάρχει λόγος να προσθέσουμε στην εξίσωση την εξουσία ή κάποια ασαφή κοινωνικο-σεξουαλική διχοτόμηση. Ο Αισχίνης τονίζει ότι ο Τίμαρχος αδιαφορούσε απλώς για το σώμα του. Έχοντας κατά νου μόνο τα πράγματα στα οποία θα ξόδευε τα χρήματα, ξάπλωνε και σκεφτόταν τις αυλητρίδες.
Και δεν αηδίαζεν ο διεφθαρμένος αυτός άνθρωπος να ατι- μασθή με ένα δούλον [που προφανώς ήταν αρκετά πλούσιος], αλλά τούτο μόνον εσκέφθη, αν θα βρη χρηματοδότην της διαφθοράς του.
Όταν ο Αισχίνης υπαινίσσεται μερικές φορές^ ότι ο Τίμαρχος απολάμβανε τη δουλειά του, εννοεί ότι απολάμβανε το σεξ το ίδιο, όχι το γεγονός ότι τον χρησιμοποιούσαν ως σεξουαλικό αντικείμενο. Ήταν εξίσου πορνικός με μια πόρνη. Ο υπαινιγμός του Αισχίνου για πρωκτικό ή στοματικό σεξ ή ό,τι άλλο προσπαθούσε να ενσταλάξει στο μυαλό των ακροατών του συντελεί απλώς στην ίδια αμετάβλητη εικόνα ενός χαμένου κορμιού, που δεν καταφέρνει να ελέγχει τις ορέξεις του και παίρνει τα λεφτά για να τις θρέψει με όποια μέσα είναι δυνατόν* υπαινίσσεται επίσης ότι μερικές φορές πλήρωνε για μια απόλαυση, απολαμβάνοντας μιαν άλλη. Ένα τέτοιο σαρκίο αχαλίνωτης λαγνείας ήταν επικίνδυνο να περιφέρεται στην πόλη, πόσο μάλλον να κυκλοφορεί στη συνέλευση και στη Βουλή των 5007.
Λε χρειάζεται πολύ ο Αισχίνης για να φτάσει στην πολιτική διάσταση των αδηφάγων επιθυμιών του Τιμάρχου. Αυτό είναι το τρίτο στάδιο της πορείας του ακόλαστου, το οποίο συνδέεται εύστοχα με τα άλλα στάδια όχι μέσω της ετερότητας που προκύπτει από τη διείσδυση, αλλά μέσω των ίδιων επίμονων αχαλίνωτων επιθυμιών. Πρώτον, ενώ είναι ακόμα όμορφος και «εύσαρκος», σπαταλάει τα ατού του, το σώμα του, αλλά μετά ανακαλύπτει μια μέρα ότι
Και αυτός εδώ εμέστωσε και φυσικά δεν ημπορούσε πλέον να πάρη χρήματα από κανένα, ενώ εξάλλου ο διεφθαρμένος και ανόσιος χαρακτήρ του εξηκολούθει να έχη τα ιδίας επιθυμίας και ήτο τόσον υπερβολικά έκλυτος ώστε από κατάχρησιν έπιπτε εις κατάχρησιν και συνεχώς επανελάμβανε τας καθημερινός συνήθειας του, κάποτε κατάντησε να μην έχη άλλην διέ- ξοδον και ηναγκάσθη να καταφάγη την πατρικήν του περιου- σίαν.
Όμως, ούτε οι πρόσοδοι της πατρογονικής περιουσίας τού αποφέρουν αρκετά για να θρέψει τις ορέξεις του κι έτσι φτάνουμε στο τρίτο στάδιο. Ο Τίμαρχος στράφηκε προς την πόλη την ίδια:
Και δεν έφαγε μόνον την πατρικήν του περιουσίαν, αλλά και όσα δημόσια χρήματα συνέβη ποτέ να διαχειρισθή.
Αιηγούμενος τα εγκλήματα του Τιμάρχου με τη σειρά αυτή, ο Αισχίνης δημιουργεί μια σαφή εικόνα των επιθυμιών που εκρήγνυνται προς τα έξω, τρεφόμενες πρώτα από τα σωματικά του χαρίσματα, μετά από την πατρογονική του περιουσία και τέλος από την πόλη την ίδια8.
Το πώς κατάφερε να του χρηματοδοτεί η πόλη τις απολαύσεις το εξηγεί ο Αισχίνης στις επόμενες λίγες παραγράφους. Ο Τίμαρχος είχε διατελέσει λογιστής (δηλαδή ελεγκτής των δημοσίων υπολόγων), ανήκε στην εξελεγκτική επιτροπή που ερευνούσε τη συμπεριφορά αξιωματούχων, ιερέων, τριηράρχων και ούτω καθεξής στο τέλος της θητείας τους. Αέει λοιπόν ο Αισχίνης ότι χρησιμοποιούσε τη θέση του για να αποσπάει χρήματα από αθώους ανθρώπους και να δωρο- δοκείται από ενόχους. Στη συνέχεια, αγόρασε τη διακυβέρνηση της νήσου Άνδρου, που ήταν μέλος της αθηναϊκής ναυτικής συμμαχίας, και «συμπεριφέρθηκε ασελγώς» στις συζύγους των κατοίκων «και κατέστησε τους συμμάχους σας τους Ανδρίους προμηθευτάς της διαφθοράς του [Βδελυρίας[1]]».
Η Αθήνα στάθηκε τρομερά τυχερή, συνεχίζει ο Αισχίνης, που κανένας δεν προσπάθησε να αγοράσει το νησί όσο ήταν κυβερνήτης ο Τίμαρχος. Όταν επανήλθε στην πατρίδα, έκανε κολεγιά με τον έκλυτο συνεργάτη του Ηγήσανδρο, έναν ήδη ταλαντούχο σφετεριστή, για να κλέψουν 1.000 δραχμές από το ταμείο του Παρθενώνα. Τελικά, κατέληξε να κλέψει χρήματα που προορίζονταν για την πληρωμή των μισθοφόρων της Ερέτριας. Ο Αισχίνης περνάει από το θέμα του ξεπουλήματος της πατρικής περιουσίας στο ξεπούλημα του κράτους, σιγά και μαλακά. Τη μια στιγμή ο Τίμαρχος μελετάει την πώληση της περιουσίας του στην Αλωπεκή, την αμέσως επόμενη βρίσκεται στη νήσο Ανδρο* κι όλα αυτά ενώ προσπαθεί μάταια να ικανοποιήσει τις διεφθαρμένες ορέξεις του9.”
ΤΖΕΪΜΣ ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ – ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ: ηδονές, καταχρήσεις & πάθη
– ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΛΗΜΗΤΡΙΟΥ