Είναι πολύ εύκολο να πλακωνόμαστε γενικά και αόριστα. Γίνεται πιο δύσκολο όταν:
- Ξεκινάμε από τα κοινά μας και θυμίζουμε ο ένας στον άλλον ότι είμαστε πατριώτες στην ίδια πατρίδα. Θέλουμε δεν θέλουμε έχουμε δεσμούς.
- Μιλάμε για συγκεκριμένες δράσεις και πράξεις. Άλλο γενικά τι θα έπρεπε να γίνεται, άλλο τι ακριβώς θα γράφει ένα συγκεκριμένο νομοσχέδιο και πως ακριβώς θα εφαρμοστεί. Εκεί είναι μικρότερες οι διαφορές μας συνήθως.
- Ψάχνουμε και επιβραβεύουμε ως καινοτομία κάθε καινούργια πρόταση που γεφυρώνει απόψεις και ξεφεύγει από παλαιοκομματικά πρότυπα. Δηλαδή αυτές που δεν “βάφονται” εύκολα ότι ανήκουν σε κάποιο συγκεκριμένο κόμμα ή χώρο.
Σε μεγάλο βαθμό το επικοινωνιακό μας πρόβλημα προκαλείται από τον δικομματισμό. Αν ξεκινάμε σκεπτόμενοι ότι “εγώ είμαι Χ, ο άλλος Ψ, πρέπει να καταλήξει η κουβέντα κάνοντας τον Ψ να γίνει Χ σαν κι εμένα”, ε, δεν έχουμε και πολλές ελπίδες βέβαια. Αν το καλοσκεφτείς είναι και ηλίθιο. Δεν μπορεί το δικό σου κόμμα να έχει όλες τις σωστές απαντήσεις σε όλα τα θέματα. Κάτσε λοιπόν και άκουσε προσεκτικά τι λέει ο άλλος. Σκέψου μήπως σε αυτά που λέει υπάρχει κάτι, οτιδήποτε, έστω σε παραλλαγή που θα βελτιώσει τις δικές σου προτάσεις.
Βοηθάει να έχουμε κοινό σκοπό. Δεν έχουμε; Μια καλύτερη Ελλάδα. Μην αρχίσετε τα “ναι, αλλά αυτοί δεν αγαπάνε την Ελλάδα!” και τέτοια. Εδώ ζούμε όλοι μαζί. Κάπως να ζούμε καλύτερα.
Ε, κάτι αντίστοιχο θα έπρεπε να μας δείχνουν και οι πολιτικοί μας. Γιατί να μη συζητάνε Τσίπρας και Μητσοτάκης για συγκυβέρνηση; Δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε προτεραιότητες; Δεν μπορούν να βγάλουν μια κοινή λίστα με θέματα προς επίλυση; Κότα και αυγό το πρόβλημα. Αν δεν μπορώ εγώ με τον γείτονά μου να βρω κοινή λύση για ένα θέμα στο σχολείο που πάνε τα παιδιά μας, λογικό είναι να δέχομαι και πολιτικούς που φέρονται σαν κακομαθημένα παιδάκια.