Βγήκα από το αυτοκίνητο να πάω τα ψώνια στο σπίτι. Μόλις είχα φορτωθεί με μια ντουζίνα σακούλες και οριακά τα κατάφερνα. Αλλά τις σήκωσα τάχα μου σαν να είναι ελαφριές και χαμογέλασα στη γυναίκα μου που με χαιρέτησε από την κουζίνα. Δυστυχώς έτσι που ήμουν δεν μπορούσα να αντιδράσω ότι το αυτοκίνητο, είχα ξεχάσει το χειρόφρενο, άρχισε να τσουλάει προς τον δρόμο. Ασυναίσθητα πήγα να το σταματήσω με ότι είχα πιο πρόχειρο. Το πόδι μου πατήθηκε φαρδύ πλατύ από το λάστιχο. Και να μην ήταν φαρδύ και πλατύ πριν, τώρα ήταν. Δυόμιση τόνους ζυγίζει το άτιμο. Άφησα πρόχειρα τις σακούλες με αποτέλεσμα να χυθούν μερικές κονσέρβες στις οποίες σκόνταψα. Βρέθηκα μπρούμυτα στην τροχιά του αυτοκινήτου και όπως πέρναγε πάνω από την σπονδυλική μου στήλη ένιωσα αφόρητο πόνο. Έτσι ήξερα ότι τουλάχιστον δεν ήμουν παράλυτος. Πήγα να σηκωθώ αλλά εκείνη την στιγμή πέρασε και η πίσω ρόδα από πάνω μου. Για να είμαι συγκεκριμένος, πάνω από το κεφάλι μου. Άκουσα έναν δυνατό θόρυβο, σαν να σπάει καρυδότσουφλο. Ήταν το κρανίο μου. Δεν έτρεξε πολύ αίμα, νομίζω το υγρό ήταν από τον εγκέφαλό μου.
Δεν μπορούσα να φανταστώ να γίνεται χειρότερη η κατάσταση αλλά πέρασε και η καυτή εξάτμιση και κόλλησε στο μάγουλό μου. Έγινε ένα η πέτσα με το σίδερο. Το μύριζα το καμένο κρέας ενώ ταυτόχρονα τώρα με έσερνε προς τον δρόμο κι εμένα από το μάγουλο. Χτύπησα τελικά στο πεζοδρόμιο και ξεκόλλησα. Έχασα βέβαια το περισσότερο δέρμα από το πρόσωπό μου. Το ένα μου μάτι ευτυχώς έμεινε ανεπηρέαστο και είδα την γυναίκα μου να τρέχει προς το μέρος μου.
“Αλέξη πονάς;”
Τι ανόητη ερώτηση. Δεν ήξερα πως να απαντήσω.
“Μάλλον πονάς” συνέχισε. “Μάλλον πονάς αρκετά.”
Ανοιγόκλεισα τα μάτια γιατί το στόμα μου είχε κολλήσει κάπως έτσι που έλιωσε. Η γυναίκα μου σηκώθηκε και μου έχωσε την γόβα ανάμεσα στα πόδια. Δυστυχώς είχα ακόμα τις αισθήσεις μου. Παρά τους άλλους πόνους, αυτός ήταν κάτι φρέσκο και πρωτόγνωρο.
“Ε, οι πόνοι της γέννας είναι ακόμα χειρότεροι, σκουλήκι, ε, σκουλήκι!”