Ένας άνθρωπος ελκυστικός, που κάνει σχέσεις με το άλλο φύλο χωρίς δυσκολίες, είναι άραγε σεξουαλικά «ευφυής»; Θα αναρωτηθεί κανείς -και δίκαια- τι σχέση έχει η σεξουαλικότητα με τη νοημοσύνη και τι μπορεί να σημαίνει «σεξουαλική νοημοσύνη».
Κι όμως, αν διευρύνουμε λίγο τον όρο «νοημοσύνη» και μπορέσουμε να τον κατανοήσουμε ως μια ανθρώπινη ιδιότητα που δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μας, με τον καθαρά ορθολογιστικό δηλαδή, «σχολικό» τρόπο να βλέπουμε και να ερμηνεύουμε τον κόσμο, θα δούμε ότι, πράγματι, και στη σεξουαλικότητα μπορεί να υπάρχει νοημοσύνη, με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε και για συναισθηματική νοημοσύνη.
Τη λέξη «νοημοσύνη» -ή πιο απλά εξυπνάδα- έχουμε μάθει να τη συνδέουμε αυτόματα με γράμματα και αριθμούς, ίσως ακόμη και με την ικανότητα και ταχύτητα αντίληψης, σε σχέση όμως πάντα με πληροφορίες και ερεθίσματα γνωστικού περιεχομένου. Αυτά τα χαρακτηριστικά περιλαμβάνει ο δείκτης IQ.
Ήταν επίσης μέχρι πρόσφατα γενικευμένη η πεποίθηση ότι έξυπνος και ικανός είναι μόνο όποιος γεννήθηκε τέτοιος, ότι δηλαδή η νοημοσύνη είναι κάτι που δεν μαθαίνεται και δεν καλλιεργείται αν δεν την έχεις «από τα γεννοφάσκια σου». Γύρω στη δεκαετία του ’80, ένας ψυχολόγος και καθηγητής στην Παιδαγωγική Σχολή του Χάρβαρντ, ο Χάουαρντ Γκάρντνερ, με το βιβλίο του «Frames of Mind» (Τα Όρια του Νου) αμφισβήτησε την τόσο μονοδιάστατη και περιορισμένη αυτή θεώρηση της ανθρώπινης νοημοσύνης.
Η πεποίθηση του αμερικανού ψυχολόγου ήταν ότι οι άνθρωποι δεν διαθέτουν μία και μοναδική νοημοσύνη, αλλά πολλές. Είναι προικισμένοι με μια ευρεία γκάμα ικανοτήτων, δεξιοτήτων και ταλέντων, προσωπικών και κοινωνικών, που πάνε πολύ πιο πέρα από την ξερή μέτρηση του Δείκτη Νοημοσύνης και που, πράγμα πολύ σημαντικό, μαθαίνονται και καλλιεργούνται. Αυτή καθιερώθηκε να την αποκαλούμε «Συναισθηματική Νοημοσύνη».
Αυτή η «καινούργια» θεώρηση της ανθρώπινης εξυπνάδας εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το πώς είναι δυνατόν παιδιά ή ενήλικοι με τόσο υψηλό δείκτη IQ να καταλήγουν συχνά αποτυχημένοι, είτε στην προσωπική, είτε στην επαγγελματική τους ζωή, είτε και στα δύο. Ωραία όλα αυτά, αλλά εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς τι σχέση μπορεί να έχουν με τη σεξουαλικότητα.
Όπως και με την εξυπνάδα, τείνουμε να έχουμε μια πολύ μονοδιάστατη αντίληψη για το τι σημαίνεισεξουαλικότητα και για το τι χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο με υψηλή σεξουαλική ικανότητα. Βλέποντας λοιπόν ένα νέο άνθρωπο ελκυστικό, όμορφο και με άνεση στις συναναστροφές του με το άλλο φύλο τείνουμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι θα έχει επαρκή σεξουαλική ικανότητα και καλή σεξουαλική ζωή.
Το να διαθέτει κανείς «από κούνια» τέτοια χαρακτηριστικά είναι σίγουρα μια πολύ καλή παρακαταθήκη. Όμως, όπως το IQ δεν επαρκεί αν λείπουν βασικές προσωπικές και διαπροσωπικές δεξιότητες, αν με άλλα λόγια δεν υπάρχει ταυτόχρονα και στοιχειώδης συναισθηματική νοημοσύνη, έτσι δεν φτάνει το -ας το ονομάσουμε- σεξαπίλ, αν δεν υπάρχει στοιχειώδης σεξουαλική νοημοσύνη.
O όρος προέρχεται από δύο καθηγητές ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, τους Sheree Conrad και Michael Milburn, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η καλή σεξουαλικότητα βασίζεται στην καλή γνώση και κατανόηση του εαυτού μας. Τα καλά νέα για όσους αισθάνονται αδέξιοι σεξουαλικά είναι ότι δεν γεννιέσαι με σεξουαλική νοημοσύνη, αλλά την αποκτάς, και ότι ποτέ δεν είναι αργά γι’ αυτό.
Φυσικά, δεν πρόκειται για την εκμάθηση κάποιων τεχνικών, αφού όλοι ξέρουμε ότι ησεξουαλικότητα είναι πολλά περισσότερα από μια απλή υπόθεση τεχνικής και τρόπου. Oι δύο επιστήμονες αναφέρουν τρεις βασικούς τομείς από τους οποίους πρέπει να ξεκινήσει κανείς για να ελευθερώσει και να βελτιώσει τη σεξουαλικότητά του: την αποδέσμευση από τα στερεότυπα, τη συνειδητοποίηση της σεξουαλικής μας ταυτότητας και την επαφή με τους άλλους.
Ακόμη και τώρα, στην εποχή μας, 40 χρόνια σχεδόν μετά τη λεγόμενη «σεξουαλική επανάσταση», εξακολουθούμε να είμαστε δέσμιοι στερεοτύπων και απόψεων κλισέ σχετικά με το σεξ, που καθορίζουν όχι μόνο τη σεξουαλική μας συμπεριφορά, αλλά και τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις μας από το σεξ και κατά συνέπεια το πόσο ικανοποιούμαστε από αυτό.
Τα στερεότυπα αυτά, που αναπαράγονται και ενισχύονται αενάως σε μυθιστορήματα, ταινίες και την τηλεοπτική πραγματικότητα, διαμορφώνουν μέσα μας το προφίλ του εραστή και του σεξ που φαντασιωνόμαστε ως ιδανικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου κλισέ είναι η ιδέα ότι το σεξ είναι ένα πράγμα εύκολο, μαγικό, αυθόρμητο, στιγμιαίο, ο μύθος δηλαδή του «κεραυνοβόλου σεξ».
Στη φαντασίωση αυτή, ένα μόνο καυτό βλέμμα μέσα στο πλήθος, ένα παθιασμένο φιλί, ένας οργασμός μέσα στις τουαλέτες οδηγούν στον τέλειο έρωτα… Κι επιπλέον, αυτοί που τους συμβαίνουν όλα αυτά τα καταπληκτικά, όχι μόνο κάνουν έρωτα ασταμάτητα, αλλά και χωρίς καθόλου προσπάθεια.
Δεν έχουν να καταπολεμήσουν κανένα κόμπλεξ, δεν αισθάνονται την παραμικρή αναστολή κι αμφιβολία για τον εαυτό τους ή τον άλλο και ικανοποιούνται άμεσα και πλήρως από την πρώτη στιγμή (και ως την τελευταία)!
Το κακό είναι πως πολλές φορές όχι μόνο δεν συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για στερεότυπα που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα, αλλά αντίθετα υπερασπιζόμαστε τις αντιλήψεις αυτές σαν να πρόκειται για πολύτιμα ιδανικά και όνειρα, με αποτέλεσμα να απογοητευόμαστε διαρκώς και πολλαπλά: από το σεξ, από τον εαυτό μας και από τον εκάστοτε ερωτικό μας σύντροφο.
Όσο δεν αναγνωρίζουμε όμως μέσα μας τους μύθους, δεν μπορούμε να απελευθερωθούμε από αυτούς, ενώ αντίθετα, όπως υποστηρίζουν οι δύο ειδικοί επί της σεξουαλικής νοημοσύνης, ο καθένας μπορεί να έχει μια πλούσια και ανθηρή σεξουαλική ζωή, αν κατανοήσει μέσα του επαρκώς πού τελειώνουν τα παραμύθια και τα κλισέ και πού αρχίζει η δική του σεξουαλική πραγματικότητα.
Η σεξουαλική νοημοσύνη δεν είναι ζήτημα τύχης, ομορφιάς ή σεξαπίλ, αλλά εξαρτάται από ιδιότητες που μπορούμε να βελτιώσουμε, έχοντας μάλιστα σύμμαχο σε αυτό -και όχι εχθρό μας- το χρόνο που περνάει.
Δυστυχώς, δεν κουβαλάμε μόνο στερεότυπα κι επιρροές πολιτισμικές πάνω στο σεξ, αλλά και την προσωπική μας ιστορία: τον τρόπο που οι γονείς μας αντιμετώπιζαν το θέμα σεξ, που μας μίλησαν ή όχι γι’ αυτό, την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σπίτι μας και τους κώδικες σωματικής επαφής, την αγάπη και την τρυφερότητα που μας έδωσαν (ή όχι), την «πρώτη μας φορά» ίσως, την πίεση που ασκούν επάνω μας τα προσωπικά μας ταμπού.
Oι επιλογές που αφορούν τη σεξουαλική μας ζωή, η επιλογή ερωτικού συντρόφου, οι σεξουαλικές μας προτιμήσεις, ο τρόπος, ο ρυθμός, η ποιότητα του σεξ που κάνουμε, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε αυτά τα προσωπικά βιώματα, που έχουν διαμορφώσει και στιγματίσει μεν το σεξουαλικό μας προφίλ, αλλά όχι με τρόπο μη αναστρέψιμο. Όταν καταφέρουμε να αναγνωρίζουμε αν και πότε οι σεξουαλικές μας επιθυμίες είναι υποκατάστατα συναισθηματικών αναγκών ή κατάλοιπα σεξουαλικών εμπειριών που βίωσαν άλλοι και αναγκαστικά μας μετέδωσαν, τότε μόνο μπορούμε να ζήσουμε πραγματικά τις δικές μας εμπειρίες.
Το «κλειδί» για μια ικανοποιητική σεξουαλική ζωή δεν βρίσκεται σε αυτό που κάνουμε στο κρεβάτι, αλλά σε αυτό που συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μας όταν είμαστε στο κρεβάτι
Φυσικά, μια ικανοποιητική σεξουαλική ζωή δεν υπάρχει χωρίς ένα δεύτερο πρόσωπο και κυρίως χωρίς την ικανότητα να μιλάμε και να ακούμε πραγματικά τον άλλον. Η αντίληψη ότι τα σεξουαλικά μας προβλήματα δεν λέγονται είναι ένας από τους μύθους που ταλαιπωρούν εκατομμύρια ζευγάρια.
Αν καταφέρουμε να σπάσουμε αυτό το «συμβόλαιο σιωπής» στο σεξ, έχουμε πολλές πιθανότητες να αποκτήσουμε ένα θαυμάσιο μέσο για να βελτιώσουμε σημαντικά τη σεξουαλική μας ζωή.
Προσοχή, όμως, γιατί αυτό το «μιλάμε για το σεξ που κάνουμε» είναι ένα από τα πιο παρεξηγημένα πράγματα που αφορούν το σεξ, κι έχει γίνει αφορμή να καταστραφούν πολλές ωραίες ερωτικές στιγμές (και σχέσεις).
Οι «κανόνες» είναι:
• Να συμβαδίζει με την οικειότητα της σχέσης.
• Να έχει την ίδια τρυφερότητα και απαλότητα προς τον άλλον που έχουν και τα πρώτα αγγίγματα.
. Να σέβεται το πόσο άνετα νιώθουμε και οι δύο με αυτό το θέμα και να μην υπερβαίνει ούτε τα δικά μας όρια ούτε του άλλου.
• Η ικανότητα να μιλάμε για το σεξ δεν αποκτάται από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά χρειάζεται να αρχίσουμε πολύ προσεκτικά και να αφήσουμε ατελείωτα περιθώρια χρόνου στον εαυτό μας και στη σχέση μας.
• Μπορεί να πετύχει μόνο αν κρατήσουμε απ’ έξω κάθε ίχνος κατηγορίας, επιθετικότητας, θυμού (προς τον άλλον και προς τον εαυτό μας)? διαφορετικά… ας το αφήσουμε καλύτερα.
Λουίζα Βογιατζή, Συμβουλευτική ψυχολόγος.
Πηγή: vita.gr