Κάθε νιπτήρας έχει ένα σφουγγάρι. Μπορεί και δυο. Είναι το Wettexοειδές για σκούπισμα τραπεζιού και άλλων επιφανειών και συνήθως και το άλλο για τα πιάτα. Μερικοί τα κρύβουν, άλλοι τα αφήνουμε να φαίνονται. Όλα είναι βρώμικα. Πηγή μικροβίων σου λέει ο γνώστης με ύφος. Αλλά πότε ακριβώς τα αλλάζεις; Με τι αφορμή; Είναι στις θήκες για σφουγγάρια και περιμένουν.
Είναι εμφανώς, προφανώς, προδήλως και αυστηρά φιλοσοφικό το ερώτημα. Μερικοί προτιμούν τον επαγγελματία. Έρχεται η γυναίκα κάθε εβδομάδα, καθαρίζει το σπίτι και τα κανονίζει αυτά. Αντίστοιχα μπορείςνα περιμένεις τον ψυχολόγο να σου πει τι να κάνεις και πότε. Τώρα ή …τώρα ερωτήματα. Άλλοι περιμένουν τη μάνα τους να περάσει, την αυστηρή μεγάλη αδελφή, την κολλητή που είναι ψείρας με αυτά. Ένας μικρός χορός τακτικός.
“Μα, αυτό το σφουγγάρι είναι χάλια! Που έχεις τα καινούργια;”
– Από κάτω είναι ρε μάνα, ξέρεις τώρα, τι με πρήζεις πάλι;
Κι οι δυο χαρούμενοι. Εσύ που ήθελες να σου επιβεβαιώσει κάποιος την ανάγκη αλλαγής και ο άλλος που νιώθει χρήσιμος στη ζωή σου.
Υπάρχουν πολλά ακόμα συστήματα για να αλλάζεις σφουγγάρι. Πολλοί τρόποι να το βολέψεις στο μυαλό σου. Αλλά πάντα είναι βρώμικο, ακόμα και μετά την πρώτη φορά. Ακόμα κι αν το μουλιάσεις σε χημικά και βραστό νερό και σου φαίνεται καθαρό. Έτσι είναι η ζωή. Μια απόφαση να πετάξεις το παλιό σφουγγάρι, μια στιγμιαία χαρά που έχεις καινούργιο. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα απολύτως για τις μυριάδες μικροοργανισμούς που θα αναπτυχθούν εκεί μέσα. Επικεντρώσου στο τραπέζι που έχεις να καθαρίσεις. Όσο καλά μπορείς. Τώρα τελείωσε. Πάμε στην επόμενη φάση, πάμε στο επόμενο τραπέζι, πάμε στο επόμενο Wettex. Με σιδερένια πυγμή όσο καθαρίζεις τον πάγκο και ατσάλινη αποφασιστικότητα μόλις τελειώσεις να μην τον ξανακοιτάξεις. Ότι έκανες έκανες.
Γκρινιάζουμε για την κρίση αλλά τα σφουγγάρια είναι πιο φτηνά από ποτέ. Για να διαβάζεις αυτές τις αράδες δεν είσαι νεκρός. Και μάλλον σε περιμένει ένα Wettex στον νιπτήρα. Υπάρχουν πάντα και χειρότερα. Πιάσε και τρίψε.
(Από την φιλοσοφική διατριβή “ιστορίες για βρώμικα τραπέζια του Αλέκου Γκονζαλεζίδη)