ΤΟ ΑΦΟΡΗΤΟ θερινό ‘ Αθηναϊκό λιοπύρι, πού αναγκάζει τούς συμπολίτες ν’ άποζητοϋν λίγη δροσιά στά ύπαίθρια θέατρα καί σινεμά τίς νύχτες, τό ίδιο καί παληότερα τούς ύποχρέωνε ν’ άφήνουν τά πυρακτούμενα σπίτια τους καί νά ξεχύνωνται στά παριλίσια κέντρα της ρομαντικής έκείνης έποχής. Στό πολυφημισμένο «”Αντρο των Νυμφών», τό «Οέατρον τών Ίλισίδων Μουσών» (τόν μετέπειτα Παράδεισο), τόν «Απόλλωνα» καί στά δύο ή τρία καφέ σαντάν πού πρωτάνοιξαν γύρω στά 1881. “Ηταν όλα κτισμένα σ’ όμορφες θέσεις άνάμεσα σέ θαλερά δένδρα καί χλωρασιές, δίπλα στήν ειδυλλιακή όχθη τοϋ ‘ Ιλισοϋ κιάντίκρυζαν άπό τό ένα μέρος τούς Στύλους τοϋ Ολυμπίου Διός, κι άπό τ’ άλλο τόν κατάφυτο καί καταπράσινο λόφο τοϋ Αρδηττοϋ. Στά θερινά αύτά θέατρα έπαίζοντο σπαραξικάρδιες τραγωδίες καί δακρύβρεκτα, μελοδραματικής ύφής, δράματα, πολλές φορές όμως άκουγε κανείς κι άνάλαφρα κωμειδύλλια, χωρίς άξιώσεις μέ συμπαθητικά όμως τραγουδάκια κι άπλοϊκούς μύθους πού μύριζαν θυμάρι καί θύμιζαν δροσερές στάνες.
Στά καφέ-σαντάν, πάλι, πού ήσαν άθωότατα οικογενειακά κέντρα κι είχαν ξεσηκώσει μέ τίς όμορφες συλφίδες τους σύσσωμο τό ισχυρό ‘ Αθηναϊκό φύλο, τραγουδούσαν καί χόρευαν, όπως καί στίς ταραντέλλες άργότερα, Βοημίδες συνήθως, οί περίφημες όπως τίς έλεγαν «Κόρες τοϋ Βορρά». Τό ρεπερτόριο τών άρτιστών αύτών άπετελείτο άπό ξένα «άσμάτια», πολλές φορές όμως συμπεριλάμβανε κι άνάλαφρα χαριτωμένα έλληνικά τραγουδάκια, σάν έκεΐνο πού χαλούσε τότε κόσμο: «”Ελα είς τήν άγκαλιά μου καί σφιχτά ν’ άγκαλιασθοϋμε καί γλυκά νά φιληθούμε σάν πουλάκια στό κλαδί».
Τά ύπαιθρια αύτά θερινά κέντρα είχαν πάντοτε άγριες πιέννες. Συγκέντρωναν τήν άφρόκρεμα της έποχής καί μεταξύ των θαμώνων έβλεπες τά βράδυα καί τούς τρεις μεγάλους, τούς ‘Εμμανουήλ Ροΐδη, Γεώργιο Σουρή καί τόν έθνικό ποιητή, τόν λεβεντάνθρωπο στήν έμφάνιση, Αχιλλέα Παράσχο. Ό Σουρής παρακολουθούσε σύνοφρυς τό θέαμα, έφαίδρυνε τήν έκλεκτή συντροφιά του μέ τούς έξυπνους στίχους του καί συνετός οικογενειάρχης καθώς ήταν, ξαναγύριζε πάντοτε νωρίς στή βάσι του. Οί άλλοι δύο δμως μπερμπάντευαν. Ό συγγραφεύς της «Πάπισσας-Ιωάννας» σάν ρεαλιστής κι άνύπαντρος πού ήταν, δικαιολογημένα. Ό ρομαντικός δμως Παράσχος, άντίθετα άπό τήν τόσο διατυμπανιζόμενη ρομαντική του διάθεσι, τώρριχνε έξω σπαταλώντας έκεΤ δ,τι τού άπέφερε τό ρηχό, άλλ’ άφάνταστα πληθωρικό rou ταλέντο. ‘ Αδιαφορούσε δέ μέ τήν ποιητική έκείνη άνεμελιά πού τόν διέκρινε γιά τήν πολυμελή του φαμίλια, της όποιας τήν συντήρησι είχε άναλάβει ή Θεία Πρόνοια, πού τήν άντιπροσώπευε, έν προκειμένω, ό έργατικός καί φιλότιμος άδελφός του Γεώργιος, διευθυντής Γραφείου της Βουλής.
Νόστιμα πράγματα έγραφαν κι οί τρεις τους γιά τά παριλίσια κέντρα. ‘ Ο Ροίδης σέ κάτι χαριτωμένες καί πειραχτικές σημειω- σούλες του γιά τίς άρτίστες καί τούς θαμώνες τού «”Αντρου τών Νυμφών», ισχυρίζεται πώς οί περίφημες κόρες τοϋ Βορρά «είναι όντα, άτιναάπερχόμενα της πατρίδος των πρός έργασίαν άφηναν έν αύτη τάς καρδίας των, λαμβάνοντα άντ’ αύτών βιβλίον ή κιθάραν εις τάς χείρας, πυράν εις τούς οφθαλμούς κι έρωτικά μειδιάματαείς τά χείλη. Δέν ήσαν φρούρια εύπόρθητα, συνεχίζει, ή φιλοειδής Εύσταθία, ή χαρίεσσα καί μελάγχρους σειρήν της ‘ Ιταλίας, ή όποια γλυκείς διέχεεν ήχους διά τού βιβλίου της καί της φωνής της, ή “Αννα, ή Λίζα, ή Μάρθα, ή ‘ Ελεονώρα, ή γλυκύφθογος Ίωσηφίνη, ή ξανθόκομος Παυλίνα. Οί άπειράρι- θμοι θαυμεσταί των, όλοι οί ποιητικώς καί ρεμβώς τοποθετημένοι, οί στενάζοντες έκ βάθους καρδίας, οί τανύοντες τά αίσθηματικώ- τατα τόξα των, καί έκτοξεύοντες έρωτικώτατα βέλη, έγνώριζαν τούτο. ‘ Εγνώριζον καλώς ότι δέν πιάνουν χαρτωσιά ή άφοσίωσις, αί θυσίαι καί τά γλυκά μάτια. Αί κόραι τοϋ Βορρά είναι ψυχραί, σού προσφέρουν μειδιάματα, διά νά σοΰ άφαιρέσουν τήν ήσυχίαν καί τούτο όταν δέν είναι τις πλειοδοτών εις τά τραταμέντα. Εις όλα δέ τά καφέ-σαντάν άκούεις μουσική, έκλεκτά άσμάτια ύπό της ‘ Ιταλίδος Παρτνιέρη καί τών Βοημίδων άοιδών, πίνεις μπύρα της Βιέννης. Αρκετόν τούτο». Καί κατέληγεν ύποστηρίζοντας πώς
«οί καρδιές τών ξένων αύτών άρτιστών ήσαν σφουγγάρια καλυμνιώτικα, πού έδέχοντο εύχαρίστως καί άπέβαλλον ώς έκείνα δ’ έλαφράς πιέσεως τό ϋδωρ, άπειρα καί ποικίλα αισθήματα». Καί γιά νά προσθέσουμε καί μείς τήν προσωπική μας γνώμη, οί ώραΐες αύτές ήσαν τύποι: «Φάτε μάτια ψάρια καί κοιλιά περίδρομο!».
“Επιναν λοιπόν οί θεατές τήν μπύρα τους, άπελάμβανον τό θέαμα, έδροσίζοντο άπό τό μυρωμένο νυχτερινό άεράκι πού κατέβαζαν οί πυκνές φυλλωσιές τοϋ Βασιλικού Κήπου μέ τήν οργιαστική βλάστησι κι έπειδή είχαν χωνέψει πώς δέν μπορούσαν νά προσδοκούν απτότερες άπολαύσεις, χειροκροτούσαν τ’ άπόρθητα Βερντέν. ‘ Αργότερα στόν ύπνο τους, κατάτάείωθότα, άπελάμβαναν, ό,τι δέν μπορούσαν νά χαρούν στό ξύπνιο τους. Ώς τόσο μερικοί θερμόαιμοι θαυμαστές τών Βοημίδων, όπως γράψει σ’ ένα του βιβλίο ό έξαίρετος λογοτέχνης Κλέων Παράσχος, έξεδήλωναν μέ τρόπο έντυπωσιακώτερο τά πυρπο- λοϋντα τίς καρδιές των θυελλώδη αισθήματα.
Ό φημιζόμενος γιά τίς βωμολοχίες του, δικηγόρος Στεφανί- δης, ό «τηλεβόας, καί κέρτομος» άν καί γέρος πιά, όταν οί ξανθόκομες καί γλυκύφθογγες Τσέχες τραγουδούσαν όλες μαζύ τό ρεψραίν τοϋ πιό άγαπημένου τους σουξέ, τό «τσούμπλα, τσούμπλα, τρά, λά, ρά τρά, λά, λά» (δι* ό καί είχαν όνομασθή «τσούμπλες») μουρλαινότανε κυριολεκτικά, πήδαγε άπό τή θέσι του, έκανε τούμπες, έστελνε φιλιά στό παλκοσένικο καί σφύριζε σάν τσιμινιέρα σκυλοπνίχτη της άκτοπλοΐας. ‘ Εκδηλωτικός ήταν έπίσης καί ό Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ό μετέπειτα Ζάν Μωρεάς. ‘ Η τρέλλα όμως αύτού εύρισκε διέξοδο στό γράψιμο στίχων. Νεώτατος άκόμη, ώραίος, πάντοτε τού κουτιού, μέ μονόκλ στό μάτι, σύχναζε στό «”Αντρο τών Νυμφών» καί έκεΐ άρπαζε τήν κεραμίδα. Ξετρελλάθηκε άπό τά γαλανά μάτια τής «τσούμπλας» Λεωνόρας καί τής άφιέρωσε ποίημα πού κατέληγε ώς έξης:
«Έλπίς εις λέξιν της έκάστην έπανατέλλει ιερά, θνητοί θαυμάσατε τόν Πλάστην Ιδού ή κόρη τού Βορρά».
Ό φλογερώτερος θαυμαστής άπ’ όλους όμως ήταν ένας Συριανός έμπορος. Τά πληθωρικά θέλγητρα μιας άρτίστας Εύσταθίας, τόν μετέβαλαν σέ ποιητή κι έγραφε ό δόλιος:
«’Αλλά δεν είναι φρούριον
εύπόρθητον, αντέχει
εις πυροβολοστάσια ·
καί λόγων καί βλεμμάτων.
Δεν είναι ή έκπόρθηοις
των καρδιών όμοία
πρός τήν των Ακροπόλεων…».
‘ Ο Ροΐδης όμως δεν μπορούσε νά συμπεριληφθή στήν κατηγορία των άνέραστων αύτών ερωτιδέων. “Ηταν νέος, βαθύπλουτος, κομψός, ώραίος. Εχε εύρωπαϊκά κουστούμια, καί τό κυριώτερο μιλούσε άπταιστα ξένες γλώσσες. Σύχναζε λοιπόν στά παρασκήνια τών παριλίσιων κέντρων, πολιορκούσε τούς θελκτικούς άγγέλους μέ τή θαυματουργό έφεύρεσι τών Φοινίκων, τό παραδάκι του τό σκόρπαγε άλογάριαστα κι έτσι μετέβαλλε τ’ άπόρθητα φρούρια σ’ εύάλωτα τοιαύτα. Κάποιος βιογράφος του μάλιστα, ίσχυρίζετα πώς γιά μιά πριμαντόνα ξώδεψε πάρα-πάνω άπό ένα σημερινό έκατομμύριο δραχμές. Δέν μετανοούσε όμως γιά τή δαπάνη αύτή κι όταν πιά οί άετονύχηδες συμπολίτες τού κατεβρόχθισαν τήν κολοσσιαία περιουσία έλεγε γελώντας πώς ό διευθυντής μιας άσφαλιστικής έταρείας πού χρεωκόπησε τού είχε στοιχίσει διπλάσια, χωρίς νά τού άφήση κάν τις ώραΐες άναμνήσεις πού τού είχε άφήσει ή πριμαντόνα!!
Τήν ‘ίδια τακτική άκολουθούσε κι ό άλλος… Μοϊκανός, ό ‘ Αχιλλεύς Παράσχος.” Οταν οικονομούσε χρήματα – κι όχι σπάνια κέρδιζε άρκετά άπό τίς άπαγγελίες στόν «Παρνασσό» καί τό έξωτερικό καί τήν έκδοσι βιβλίων – στήν ‘ίδια τράπεζα τών δροσερών βοημικών θελγήτρων ά…. τ’ άκουμπούσε. “Εσκουζε… στίχους του γιά τίς φυματικές:
«”Ητο κωφή καί πελιδνή άπό χρονίαν νόσον… έξ ήμισείας άγγελος έξ ήμισείας φάσμα… άγγελικώς άπέθνησκεν εις της ζωής τήν δρόσον…».
Καί γιά τούς τάφους:
«Εις τής σελήνης τήν ώχράν καί τρέμουσαν άκτίνα άνέγνω εις τό μάρμαρον τού μνήματος: Παυλίνα».
Στήν πραγματικότητα όμως, εύρωστος και καλοδεμένος καθώς ήταν λάτρευε τίς σπαρταριστές ξένες άρτίστες και γιά νά χαρή τά θέλγητρα τους σκορπούσε εις τά πόδια τους όσα χρήματα έφταναν στά χέρια του.
‘ Ο Σουρής θαύμαζε κι αύτός τίς συλφίδες. Δέν χαλούσε όμως τσεντέσιμο. ‘ Αγαπούσε στοργικά τή γυναίκα του καί τά παιδιά του, έγραφε όμως στίχους γιά τά παριλίσια κέντρα:
«’Ακούς νά τρίζουν κάποτε των δένδρων τά κλωνάρια
Από το βιβλίο “ΑΘΗΝΑ… ΚΑ ΠΑΛΙ… ΑΘΗΝΑ” – ΤΗΛ. ΓΑΡΙΟΣ