“Δύο λεπτά δώστε μου!” Το είπε σα να είχε πεθάνει και ζητούσε από τον Άδη μια δεύτερη ζωή στην οποία θα ήξερε ακριβώς τι να κάνει. Ήταν μεγάλο Σάββατο στην μεσαίου μεγέθους επαρχιακή πόλη και ο παπάς με τον ηλεκτρολόγο κάθονταν στο γραφείο της εκκλησίας. Ο ηλεκτρολόγος δείχνει 20 χρονών αλλά μάλλον είναι τριάντα και ο παπάς δείχνει 80 αλλά μάλλον είναι 40. Του ηλεκτρολόγου η φανέλα είναι μάλλον δυο νούμερα μικρή έτσι που εξέχουν μυς και πάχια. Του παπά κανείς δεν ξέρει πόσο μεγάλα του είναι τα ράσα καθότι κανείς που να ξέρω δεν τον έχει δει ποτέ γυμνό. Μπορεί να είναι 150 κιλά, μπορεί και 30. Ο ηλεκτρολόγος προσπαθεί να χαμογελάσει αλλά εμφανώς θα προτιμούσε να είναι κάπου αλλού. Ο παπάς μετά από τα πρώτα πέντε λεπτά της συζήτησης μάλλον θα προτιμούσε κι αυτός να είναι αλλού ο ηλεκτρολόγος. Όταν καταφέρνει να χαμογελάσει ο ηλεκτρολόγος, πάει να πει κάτι και ο παπάς ξεφυσάει ενώ ταυτόχρονα εισπνέει με τρόπο διφορούμενο. Ή αναστενάζει ή προσπαθεί να ξεβουλώσει τη μύτη του. “Απαντήστε παρακαλώ!” λέει δεικτικά. Ο ηλεκτρολόγος γνέφει καταφατικά και απαντάει βιαστικά. “Πως πάει;” Ο παπάς παίρνει αυτήν την έκφραση απογοήτευσης που έχουν οι μεγάλοι άνθρωποι που κάποτε απογοητεύτηκαν και δεν μπορούν να το αφήσουν για να προχωρήσουν στη ζωή τους. “Ήμουν ξεκάθαρος νομίζω. Απλά απαντήστε στην ερώτησή μου!” O ηλεκτρολόγος επανέρχεται για να σταθεροποιηθεί. “Με ρωτήσατε πως λέγεται η επιχείρησή μου;” και χτυπάει περιπαιχτικά τα δάχτυλα στο τραπέζι με τρόπο που κάνει τον παπά να θέλει να του πετάξει κάνα καντήλι, αλλά από τα βαριά μεταλλικά με τις αιχμηρές γωνίες. “Όχι, σας ρώτησα αν είδατε τον φόνο”.
“Η επιχείρησή μου λέγεται ‘Τα Φώτα της Πόλης’” απάντησε ο ηλεκτρολόγος σα να μην είχε ακούσει καν τον παπά. “Το πιάνετε; Φώτα της Πόλης επειδή βάζω φώτα στον κόσμο.” Ο παπάς προσπαθεί να βρει υπομονή με προσευχή στον Ιώβ και ότι άλλο απόσπασμα της Παλιάς ή Καινής Διαθήκης βρίσκει πρόχειρο στο μυαλό του αλλά το κεφάλι του πάει να σπάσει. Πιέζει με τα δάχτυλα στα φρύδια ταυτόχρονα και δυνατά σα να είναι κινητό τηλέφωνο που θα κάνει έτσι επαναφορά στις εργοστασιακές ρυθμίσεις του.
“Πριν είκοσι χρόνια είδα μια γυναίκα να ετοιμάζεται να πιάσει με γυμνά χέρια το τριφασικό ρεύμα. Δεν θέλω να το σκέφτεστε γιατί δεν έχει σχέση με την επίσκεψή μου εδώ σήμερα, αλλά τώρα που σας το είπα μάλλον το έχετε κάνει εικόνα και δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό σας. Σκεφτείτε καλύτερα ραβανί με σοκολάτα από πάνω. Ούτε αυτό έχει σχέση αλλά είναι πιο ευχάριστο. Η γυναίκα ήθελε να αυτοκτονήσει έτσι. Θα ήταν φριχτό αν το έκανε, φριτέζα κανονική, ψητό εξπρές, ένας Θεός ξέρει που θα κατέληγαν τα διάφορα κομμάτια της και σε τι κατάσταση.”
-Άκουσέ με τέκνον μου. Ήταν δύσκολη μέρα και δεν είχε καν την παπαδιά σήμερα να βοηθήσει. Ο ψάλτης μια ερχόταν μια δεν ερχόταν, δεν καταλάβαινε πως και γιατί. “Πως ήταν το διαμέρισμα και πότε ακριβώς πρωτοείδες τον δολοφόνο;
“Πριν λίγο που πήγα στο διαμέρισμα.”
-Και είναι φυσιολογικό να πηγαίνεις Μεγάλο Σάββατο στις 11 το βράδυ να φτιάξεις ηλεκτρολογικά πράγματα;
“Α, ακούστε εδώ, στην εταιρεία “Tα φώτα της Πόλης” δεν αφήνουμε ποτέ ξεκρέμαστους τους πελάτες μας!”
Ο παπάς ξαναπήρε ανάσα ενώ ταυτόχρονα ξεφυσούσε. Δαιμονισμένο κόλπο αυτό, ο ηλεκτρολόγος σάστισε και προσπάθησε να απαντήσει.
“Το διαμέρισμα ήταν σύγχρονο.”
-Τι λες;
“Με ρωτήσατε πως ήταν το διαμέρισμα και πότε είδα τον δολοφόνο.”
-Ναι, αλλά προφανώς με ενδιαφέρει το δεύτερο κυρίως.
“Ναι, αλλά εγώ είμαι ηλεκτρολόγος. Θυμάμαι κυρίως που είχε πρίζες, που τον πίνακα και να μαντέψω αν θέλετε τα φορτία στην κάθε ασφάλεια.”
-Ωραία, πες μου για αυτά, να καταλάβω λίγο έμμεσα τον χώρο.
“Α, ώστε δεν θέλετε να σας πω για τον δολοφόνο, ε;”
Ο παπάς τον κοίταξε μπερδεμένος. ΄’Εκανε λίγο πίσω την καρέκλα, τεντώθηκε και κοίταξε το ταβάνι βυθισμένος σε σκέψεις. Κι αυτός μικρός ήθελε να γίνει ηλεκτρολόγος. Η μάνα του πάντα έλεγε ότι οι ηλεκτρολόγοι είναι απλά παιδάκια που δεν έκαναν τον κόπο να σκεφτούν καινούργιο όνειρο. Σαν παιδική αρρώστια είναι, έλεγε. Όλα τα αγοράκια την περνάνε την φάση αλλά τα πιο πολλά μεγαλώνοντας βρίσκουν κάτι καλύτερο. Προς στιγμή ο παπάς αναρωτιέται μήπως τελικά έπρεπε να είχε γίνει κι αυτός ηλεκτρολόγος, η μάνα του εξίσου περήφανη θα ήταν, μόνο ίσως ο πατέρας του να αντιδρούσε. Η ανάμνηση του σκληρού πατέρα του και της διαρκούς κριτικής του βάρυνε τον παπά που ξανακατέβασε το βλέμμα, μαζεύτηκε στην καρέκλα του και εγκατέλειψε την προσπάθεια:
“Ναι, καλύτερα ραβανί. Ένα ραβανί παρακαλώ. Κι ας έχει και σοκολάτα από πάνω.”
(H συνέχεια της ιστορίας εδώ – κεφάλαιο 2ο)
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης έχει αρχίσει έτσι άπειρα μυθιστορήματα τα οποία συνήθως μένουν μετέωρα μετά. Κάνα δυο προχώρησαν ως τη μέση ή το 1/3 ή κάπου παρακάτω τελοσπάντων, κανείς δεν θα μάθει γιατί δεν τελείωσαν γιατί δεν βρέθηκε ένας εκδότης της προκοπής να του προσφέρει εκατομμύρια να τα τελειώσει. Ή ραβανί σοκολάτα. Ή ναρκωτικά.