Γράφει η Άννα Κουρουπού
Κάναμε ως χώρα παρέλαση για την εθνική μας υπερηφάνεια. Πού έγκειται η περηφάνια; Σε ποιο έθνος; Να δεχτώ την ψυχική ευφορία πολλών ανθρώπων, βλέποντας ωσάν φαλλό όλο αυτό το πανηγύρι. Συμβολικά, σαν ισχύ. Αλλιώς δεν μπορώ να το εκλάβω.
Εκτός κι αν δεν έχουμε πρόβλημα ως χώρα, ρε παιδιά, να το καταλάβω και να το βουλώσω.
Με χίλια ζόρια, λόγω κούρασης, πήγα για φαγητό σε μια ταβέρνα, μεσημέρι Κυριακής και βρήκαμε ένα τραπέζι άδειο, μόνο. Πανικός. Και τεράστιο μαγαζί.
Ήρθε το τριήμερο και η Αθήνα έμεινε μισή από πληθυσμό. Δεν πληρώνουν βενζίνη οι πολλοί; Βγήκε κάποιο νέο μέτρο, που μου διαφεύγει; Γιατί αν δεν βγήκε, βουλώστε το επιτέλους. Δεν γίνεται να κλαίγεσαι κυρά μου για την οικονομική σου δεινότητα και να μου πηγαίνεις εκδρομές! Δεν γίνεται. Δεν δένει η συνταγή. Κάποιο απ’ τα δύο είναι ψέμα. Όποιο σε βολεύει κάθε φορά, τηρουμένων των συνθηκών.
Επειδή ζω σε έναν κόσμο παράλληλο, τα βλέπω όλα. Έχω δει άστεγο με τόση αξιοπρέπεια στα μάτια. Αυτόν χτύπησε η κρίση, όχι εσένα.
Ε, δεν μπορείς εσύ να μου πίνεις δέκα ποτά το βράδυ και να μου λες, με τόσο χρώμα υποκρισίας, «πω πω τι θα κάνουμε; Καταστραφήκαμε. Δεν μπορώ να αγοράσω τρία συνολάκια φέτος». Βούλωστο απλά. Μη τα κάνεις και τα δύο. Είναι λοβοτομή αυτό. Χρήζεις ψυχιατρικής παρακολούθησης. Δεν το καταλαβαίνεις;
Όλοι χάσαμε, στο μερίδιο που μας αναλογεί. Χάσαμε; Ή ήρθαμε στα ίσια μας μωρέ;
Αν χάσαμε -ό,τι χάσαμε- ας το κλάψουμε κι ας κλειστούμε στο καβούκι μας. Πρέπει να περάσουμε τον θρήνο πρώτα απ’ την απώλεια. Έτσι είναι η συνταγή του θανάτου. Μετά ας έρθει η οργή. Δεν σου κάνει εντύπωση, που ακόμη δεν ήρθε; Με τις μούτζες στο σύνταγμα, ήρθες στα ίσια σου για ένα χρόνο; Δεν γίνεται να κλαίς και να προσπαθείς να ρίξεις μπουνιά. Θα χτυπάς τον αέρα. Είναι θολό το πεδίο σου. Πρώτα κλάψε και μετά όρμα. Σε βαρέθηκα. Στην ουσία σε σιχάθηκα.
Κλαψουρίζεις γιατί έχασες τη βολή σου. Μπόχα η ατμόσφαιρα απ’ τη μυρωδιά των ρουθουνιών που καπνίζουν από θυμό, με μια εσάνς σκορδαλιάς και κεμπάπ, σε στιγμές μη πατριωτικές.
Γιατί στις πατριωτικές πάνε σετάκι οι τέσσερις τροχοί, παραλία και μπακαλιάρος.
Και την ώρα που βγάζεις το κόκαλο απ’ το δόντι, σιχτιρίζεις την κακή σου και μαύρη μοίρα για την κρίση που σε χτύπησε -την οικονομική ντε- απροετοίμαστο φυσικά. Δεν τα βάζεις με τον εαυτό σου. ‘Οχι. Η κρίση φταίει. Η οικονομική. Όχι η κοινωνική. Όχι τα Φαρμακονήσια, όχι τα ελληνικά Άουσβιτς με γερμανική ρήτρα και μήτρα. Εμείς δεν φταίξαμε σε τίποτα.
Εμείς είμαστε τα θύματα. Και αν όντως είμαστε -αν το δείς από μια άλλη οπτική γωνία- εμείς πάλι φουσκώσαμε τους ασκούς. Με πάμπερς που δεν ειχαν σκατά μέσα -ως όφειλαν- και δεν τιμωρήσαμε. Με χρηματιστήρια τσιχλόφουσκες. Που πάλι τους ψηφίσαμε με 40 κάτι τοις εκατό.
Με αργηγό κόμματος να βάζει την υπογραφή του σε κάτι, που πριν λίγο καιρό έσκιζε τα πανάκριβα ιμάτιά του ότι είναι εναντίον. Τι δεν καταλαβαίνεις;
Αν έχεις οργή, βγάλτην. Αν θέλεις να κλαίγεσαι, κλάψου, αλλά μη το κάνεις μέσα στο τζιπ που χρωστάς. Ούτε πάνω από το φρέντο, που αλλόφρονες οι υπάλληλοι φτιάχνουν σαν ρομπότ στις καφετέριες, απο τον πολύ κόσμο.
Γι’ αυτό ρούφα τ’ αυγό σου και σκέψου με ποιον πρέπει να τα βάλεις.
Υ.Γ.: Εξαιρώ από αυτό το κείμενο τους αυτόχειρες και τις οικογένειές τους. Θάρρος ή δειλία, τι σημασία έχει όταν έχουμε απώλειες πολέμου εν καιρώ «ειρήνης»…