Το λαμπερό άστρο της Μελίνας Μερκούρη, της Μελίνας μας έσβησε στις 6 Μαρτίου του 1994. Δεν την ξεχνάμε και όλα στην Αθήνα μας τη θυμίζουν καθώς το ταπεραμέντο της και η αγωνιστική της διάθεση παραμένουν ακόμα και σήμερα ανεξίτηλα:
«Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα»
Η Μελίνα Μερκούρη θυμάται πώς έμαθε ότι της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια από τη χούντα των συνταγματαρχών: Νωρίς το πρωί της 12ης Ιουλίου 1967, το τηλέφωνο, εκείνος ο ήχος. Ήταν ένας δημοσιογράφος που τηλεφωνούσε απ’ την Αγγλία: «Κυρία Μερκούρη, ο κ. Παττακός, ο Έλληνας υπουργός των Εσωτερικών, σας κήρυξε εχθρό του λαού. Λέει πως βλάψατε ηθικά και οικονομικά τη χώρα. Η περιουσία σας θα δημευθεί και σας αφαιρούν την ελληνική ιθαγένεια. Για μια στιγμή δεν μπορούσα να μιλήσω. «Έχετε κανένα σχόλιο;» Προσπάθησα να βρω τη φωνή μου. «Κυρία Μερκούρη, ο κ. Παττακός σας κήρυξε μη Ελληνίδα. Έχετε να κάνετε κανένα σχόλιο;» Τα λόγια ανέβηκαν στα χείλια μου. «Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο κ. Παττακός γεννήθηκε φασίστας, θα πεθάνει φασίστας».
«ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ» Εκδόσεις ΔΑΙΔΑΛΟΣ
«Δώσ’ τους την Κύπρο»
Το 1956, η Μελίνα Μερκούρη με τον Ζιλ Ντασέν, κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής τους στην Κρήτη, βρέθηκαν σε ένα απομονωμένο χωριό. Το χωριό αποτελείτο από λίγα σπίτια κι ένα μικρό καφενείο μ’ άσπρους τοίχους αλλά δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουμε. Είχαν ετοιμάσει φαγητό. Ήταν φοβερά φτωχοί. Είχαν ψωμί, τυρί, καρύδια κι ένα μπουκάλι κρασί. Ήταν ένα γεύμα που δεν ξεχνιέται εύκολα. (…) Ο δήμαρχος μίλησε στον Τζούλι. Μπορεί να ήταν ενενήντα χρονών αλλά η φωνή του ήταν δυνατή και επιθετική. «Είσαι Άγγλος;» «Όχι, Αμερικανός». «Το ίδιο κάνει». Το είπε υποτιμητικά. Πρέπει να σας θυμίσω ότι το 1956 το πρόβλημα της Κύπρου είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο.(…) Ο δήμαρχος αγριοκοίταξε τον Τζούλι μέσα από τα φανταχτερά μαύρα γυαλιά του. «Δώστε μας πίσω την Κύπρο». Έδειξε τον Τζούλι σαν να ‘χε την Κύπρο στην τσέπη του. Κι ο Τζούλι, πιστεύοντας πως ήταν ένα διασκεδαστικό παιχνίδι, είπε: «Όχι, νομίζω πως θα την κρατήσω».
Κανένας δεν το βρήκε διασκεδαστικό. Όλα τα χαμόγελα κι η καλή διάθεση εξαφανίστηκαν αμέσως. Μια βαριά σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Ο Φανουράκης κλώτσησε τον Τζούλι κάτω απ’ το τραπέζι. «Μην αστειεύεσθε», μουρμούρισε, «δώστε τους πίσω την Κύπρο». Ο δήμαρχος έσκυψε μπροστά, απειλητικά, προκλητικά. Στον Τζούλι δεν άρεσε να τον προκαλούν. Κούνησε το κεφάλι του. Κι οι άντρες άρχισαν να πλησιάζουν το τραπέζι. Τώρα είχα τρομάξει πραγματικά. «Μην είσαι ηλίθιος», ψιθύρισα γαλλικά στον Τζούλι. «Δώσ’ τους την Κύπρο». Ίσως ο Τζούλι να είχε υποχωρήσει, αλλά ο δήμαρχος είπε: «Θα την δώσετε πίσω, γιατί οι Αμερικάνοι είναι δειλοί». Αυτό ήταν. Τώρα ήταν ζήτημα τιμής. Ο Τζούλι σηκώθηκε. Πήρε ένα ύφος σαν του Τζον Φόστερ Ντάλες.
«Χρειάζομαι την Κύπρο για στρατιωτικές βάσεις». Ο δήμαρχος σηκώθηκε. «Θέλουμε την Κύπρο». Οι άντρες πλησίασαν. Υπήρχε βία στην ατμόσφαιρα. Ο Τζούλι είχε χλωμιάσει αλλά είπε: «Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για ν’ αποκτήσετε την Κύπρο». Κοίταξε γύρω του στο δωμάτιο. «Πάρτε την». Έγινε μια ατέλειωτη τεταμένη σιωπή. Ο Φανουράκης κι ο Τράουνερ ετοιμάστηκαν να υπερασπιστούν τον Τζούλι. Όλα τα μάτια στράφηκαν στο δήμαρχο. Τότε, σε μια ένδοξη στιγμή, το πρόσωπό του ξαστέρωσε απ’ το γέλιο. Πήρε τον Τζούλι στην αγκαλιά του και τον φίλησε. Μετά, όλα ήταν όμορφα. Όταν φύγαμε μας σκέπασαν με λουλούδια.
«ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ» Εκδόσεις ΔΑΙΔΑΛΟΣ
Η Μ. Μερκούρη θυμάται μια επίσκεψή της, μαζί με τον Ζ. Ντασέν, στο σπίτι του Καζαντζάκη στην Αντίμπ:
Το ταξί σταμάτησε στο ταπεινό σπιτάκι του Νίκου Καζαντζάκη. Καθώς βγαίναμε έξω, ένας γιατρός έφευγε απ’ το σπίτι. Ο Τζούλυ έτυχε να τον γνωρίζει. Ήταν ένας γιατρός απ’ το Παρίσι.
«Τι κάνετε στην Αντίμπ, γιατρέ»
«Το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ. Επισκέπτεσθε ένα νεκρό. Ποτέ δεν έχω δει κανέναν σε τόσο προχωρημένη κατάσταση λευχαιμίας να μένει όρθιος. Μου λέει πως δεν έχει καιρό να πεθάνει. Έχει πολλή δουλειά να τελειώσει και ορκίζεται πως δεν θα φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο πριν δει την Κίνα».
Σχεδόν κοκέτικα, ο Καζαντζάκης κρατούσε ένα μαντίλι στα χείλια του, διαφορετικά δεν έδειχνε καθόλου πως ήταν άρρωστος. Ήταν αδύνατος, άγριος, σαν γεράκι. Απέπνεε ενεργητικότητα. Περίμενα τη συνάντηση αυτών των δύο αντρών. Ήμουν σίγουρη πως θα οδηγούσε σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση – αλλά τα πέντε πρώτα λεπτά επικράτησε μια αμήχανη σιωπή που τονιζόταν από μερικές κοινοτοπίες. Η γυναίκα του σέρβιρε τσάι. Απόρησα βλέποντας τους δύο άντρες να φέρονται με τόση δειλία.
Ύστερα ο Καζαντζάκης είπε: «Δεν κάνουμε τίποτα έτσι». Είπε ένα ανέκδοτο που έσπασε τον πάγο. Από εκείνη τη στιγμή δεν σταμάτησαν να μιλάνε. Βιβλία, ποιήματα, θρησκεία, πολιτική. Σε λίγο αποφάσισε να κάνει τον Τζούλυ Κρητικό. Τα περισσότερα κρητικά ονόματα τελειώνουν σε «άκης». Από τότε, σ’ όλη τη διάρκεια μιας σχέσης που κράτησε δυο χρόνια, τον έλεγε «Ντασενάκη». «Εσύ, Ντασενάκη, ήθελες να γυρίσεις μια ταινία απ’ το μυθιστόρημά μου «Αλέξης Ζορμπάς». Δεν το ήξερα. Κοίταξα απορημένη τον Τζούλυ. Ναι, ήθελε πάρα πολύ να γυρίσει την ταινία αλλά ήθελε να παίξει τον Ζορμπά ο Ρώσος ηθοποιός Τσερκασώφ. Οι χρηματοδότες είπαν όχι.
«Μελίνα, Ντασενάκη, πάμε περίπατο;»
Ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι ήταν τόσο άρρωστος ήταν ισάξιος πεζοπόρος του Ντασέν. Αγωνιζόμουν για να τους προλαβαίνω. Έκαναν όλο το γύρο των οχυρών της Αντίμπ. Ο Καζαντζάκης μιλούσε για την Ελλάδα μ’ αγάπη και πάθος. Κατάλαβα πόσο δύσκολη έπρεπε να είναι η εξορία του, αλλά δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τους Έλληνες που παρέδωσαν τη χώρα τους στον ξένο έλεγχο, στο ξένο χρήμα και που αποκτούσαν ξενικούς τρόπους. Η ομιλία του ήταν γεμάτη εικόνες. Πολύ ποιητικές και πολύ κρητικές. Οι Κρητικοί είναι λίγο υπεράνθρωποι. Προκαλούν τους Θεούς κι ανεβαίνουν σε βουνοκορφές. Ο Καζαντζάκης το ήξερε και προειδοποίησε τον Ντασέν πως αυτό θα ‘ταν ένα πρόβλημα στην κινηματογραφική διασκευή του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Ύστερα μίλησαν πολλή ώρα για την προσέγγιση του Ντασέν στο σενάριο.
Τελικά γυρίσαμε στο σπίτι. Όλα τα μέλη μου πονούσαν. Η Ελένη Καζαντζάκη είχε ετοιμάσει ένα θαυμάσιο γεύμα. Ο Νίκος έφαγε ελάχιστα. Πριν φύγουμε ο Τζούλυ είπε πως σκόπευε να γυρίσει την ταινία του στην Ελλάδα. Ο Καζαντζάκης κούνησε το κεφάλι του. Οι αρχές δεν θα επέτρεπαν το γύρισμα ενός έργου του στην Ελλάδα. Ο Τζούλυ επέμεινε πως θ’ αγωνιζόταν για να το πετύχει. «Τότε, Ντασενάκη, πρέπει να δοκιμάσεις την Κρήτη. Ίσως να μην σ’ ενοχλήσουν εκεί». Αυτό ήταν ένα αριστούργημα μετριοφροσύνης. Η Κρήτη λάτρευε τον Καζαντζάκη. Και μόνο η μνεία του ονόματός του ήταν διαβατήριο για τα σπίτια και τις καρδιές των ανθρώπων.
«Θα ‘ρθεις στην Κρήτη όταν θα γυρίζουμε;»
«Όχι, Ντασενάκη. Δεν θα ξαναπάω ποτέ στην Ελλάδα».
«Πρέπει να ξαναδείς την Κρήτη».
Έβλεπα πως ο Τζούλυ σκεφτόταν τα λόγια του γιατρού.
«Θα δούμε, Ντασενάκη, θα δούμε».
Ο Νίκος Καζαντζάκης πέθανε σε λίγα χρόνια. Αλλά όχι πριν γράψει μερικά μεγάλα έργα και όχι πριν πάει στην Κίνα. Αλλά δεν ξαναείδε ποτέ την Ελλάδα.
ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ «ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ» Εκδόσεις ΔΑΙΔΑΛΟΣ
Η Μανουέλα Παυλίδου γράφει για τη σχέση της Μελίνας Μερκούρη με το Μάνο Χατζιδάκι:
Όταν γνώρισα τη Μελίνα, στην Ελλάδα είχε έρθει η χούντα. Το σπίτι της στο Παρίσι γέμιζε από διανοουμένους, καλιτέχνες, αντιστασιακούς. Έκπληκτη έβλεπα τη Σιμόν Σινιορέ να τηλεφωνεί μόνη της στο ταξί για να έρθει να την πάρει, τον Μίκη να παίζει πιάνο, τον Μπριλάκη να κυκλοφορεί με τις πιτζάμες γιατί είχε γρίπη, τον Κούνδουρο να μπαινοβγαίνει, κι άλλους… κι άλλους.
Εντονότερα όμως την εποχή εκείνη θυμάμαι την αίσθηση της τσακωμένης με τον Μάνο Μελίνας. Ένας καβγάς που φάνταζε ιερός. Μια σχέση απίστευτα μεγάλη.
Η Μελίνα μιλούσε πολύ συχνά για τον Μάνο. Διηγόταν χιλιάδες ιστορίες, κλαίγοντας που πια δεν μιλιόντουσαν.
Έπεσε η χούντα και ένα μεσημέρι στου Φλόκα γνώρισα τον Χατζιδάκι. Εκεί μου αποκαλύφθηκε ο κόσμος της φιλίας της Μελίνας και του Μάνου. Μια μέρα, εκείνη πανευτυχής μου είπε να πάμε στου Φλόκα. “Μα δεν είστε τσακωμένοι;”. “Τρελάθηκες;”. Μάλλον εκείνη τρελάθηκε, σκέφτηκα. Σαν τους είδα όμως μαζί ξεδιπλώθηκε μπροστά μου μια σχέση τόσο πολύπλοκη, τόσο χαριτωμένη, τόσο γοητευτική, μια σχέση τόσο μεγάλη. Πειραζόντουσαν, αγγιζόντουσαν, οι κουβέντες εναλλάσονταν με την ταχύτητα που έχει το μπαλάκι του πινγκ πονγκ. Η Μελίνα συμπεριφερόταν ταυτόχρονα σαν κοριτσάκι, σαν έφηβος και σαν μοιραία γυναίκα, φιλάρεσκη τρομερά μπροστά στο Μάνο. Τα πάντα για να του αρέσει. Και ο Μάνος την ίδια συμπεριφορά είχε.
Όταν συνάντησα τον Μάνο στο σπίτι του, λίγο μετά το θάνατο της Μελίνας, συζητήσαμε βέβαια για εκείνη και για την παγκόσμια αίσθηση που έκανε ο θάνατός της. Διαφωνούσε με όλες αυτές τις ατέλειωτες και μεγαλόστομες καταθέσεις ανθρώπων για τη Μελίνα. “Εγώ αν θα μιλούσα θα έλεγα μόνο: Η Ελλάδα έχασε το ερωτικό της πρόσωπο”. Ίσως η Ελλάδα να έχασε τώρα πια τα ερωτικά της πρόσωπα.
Από την εποχή του Φλόκα έζησα κι άλλους καβγάδες για ασήμαντες αφορμές και άλλες τόσες αγκαλιές.
Ο Μάνος θα έρθει το βράδυ για φαΐ. Πανικός στο σπίτι. Τι θα φάει, να του αρέσει, να μην είναι και παχυντικό κλπ., κλπ. Το φαΐ κρύωνε και ο Μάνος δεν ερχόταν. Η Μελίνα απειλούσε θεούς και δαίμονες. “Τελευταία φορά, δε θα του ξαναμιλήσω”. Την επόμενη, την ώρα του βραδινού η πόρτα χτυπούσε. Ο Μάνος στην εξώπορτα με κοστούμι και λουλούδια. “Για σήμερα δεν ήταν;”. Αγκαλιές, γέλια.
(…)
Η τελευταία φορά που συναντήθηκαν η Μελίνα και ο Μάνος ήταν την παραμονή της εγχείρησής της στη Νέα Υόρκη.
Ήρθε με τον γιο του, τον Γιώργο, αργά στο δωμάτιο του Memorial. Η Μελίνα κι εγώ βλέπαμε μια ταινία στην τηλεόραση όταν φάνηκε στην πόρτα κρατώντας ένα μικρό γλαστράκι. Ήταν όμορφος, είχε αδυνατίσει και με περηφάνια μας έδειξε πόσο εύκολα καθόταν σταυροπόδι. Το δωμάτιο ήταν πολύ μικρό. Ο Γιώργος κι εγώ καθόμασταν στην πόρτα και τους παρακολουθούσαμε να μιλάνε, να γελάνε. Η Μελίνα πληροφόρησε τη νοσοκόμα που μπήκε κάποια στιγμή ότι ο κύριος που καθόταν πλάι της ήταν ο συνθέτης του “Never on Sunday”. “Συγνώμη, Μάνο”, του είπε σκανδαλιάρικα. Ο Μάνος εκνευριζόταν πάντα όταν τον ταύτιζαν με αυτό το τραγούδι. Και λίγο πριν φύγει, με τα χέρια τους πλεγμένα, τραγούδησαν το “Χάρτινο το φεγγαράκι” και ήταν η τελευταία φορά που τραγούδησε η Μελίνα. Για τον Μάνο δεν μπορώ να είμαι σίγουρη…
ΜΑΝΟΥΕΛΑ ΠΑΥΛΙΔΟΥ “ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ”
από το ένθετο της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ “ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ” (6/6/1999)