Αν ήμουν ζωγράφος, θα περνούσα μια ζωή προσπαθώντας να φτάσω τους μεγάλους κλασσικούς σε ένα πράγμα: τις ιστορίες που λένε τα χέρια. Σήμερα καθώς έκανα μια δουλειά στον κήπο, έκοψα σε άσχημο σημείο ένα δάχτυλο και μου ήρθαν συνειρμικά όλα σαν καταιγίδα.
Μια ζωή τον θυμάμαι με τέτοιες πληγές στα χέρια. Είναι μάστορας πραγματικός, όλα τα φτιάχνει. Κάπου ανάμεσα στις βίδες, τα καρφιά και τα τρυπάνια, τα χέρια του γίνονται συχνά μάρτυρες του απίστευτου όγκου πραγμάτων που φτιάχνει διαρκώς. Τελευταία όποτε πάμε μαζί για κάποια δουλειά μου λέει να βάζω γάντια. Εγώ το παίζω τζόβενο και δεν βάζω. Συνήθως δεν τα χρειάζομαι.
Η μάνα μου δεν πάει πίσω. Οι ώρες στον νιπτήρα, η ευαισθησία στις τομάτες, οι καρφίτσες που έχασαν τον δρόμο τους σε κάποιο ράψιμο. Αυτή όμως έχει μια κρέμα χεριών πάντα στην κουζίνα. Γκρινιάζει καμιά φορά αλλά όταν φτάνουν τα χέρια της να σε χαϊδέψουν είναι πάντα απαλά σαν μετάξι.
Σε αυτή την ψηφιακή εποχή, φαντάζομαι κάποτε θα βγει και μηχάνημα που θα καταγράφει τι κάνουν τα χέρια. Πόσες εκατομμύρια φορές έκαναν τι. Πότε και πως λύγισαν, τεντώθηκαν, πότε έγιναν γροθιά. Και η καταγραφή θα τελειώνει όταν τα σταυρώσει κάποιος πάνω από το νεκρό μας κουφάρι.
Για τώρα, εγώ θα θυμάμαι πιο συχνά να βάζω γάντια. Κι έχω ήδη μια κρέμα χεριών στο ράφι της κουζίνας.