Η Σιμόν ντε Μποβουάρ υπήρξε ίσως η διαπρεπέστερη Γαλλίδα συγγραφέας και υπαρξιακή φιλόσοφος της εποχής της. Δουλεύοντας μαζί με άλλους διάσημους υπαρξιστές , όπως ο Ζαν – Πολ Σαρτρ και ο Αλμπέρ Καμί, η Ντε Μποβουάρ παρήγαγε ένα πλούσιο corpus γραπτών περί της ηθικής, του φεμινισμού, της μυθιστοριογραφίας και της πολιτικής.
Στο πλούσιο έργο της κατάφερε να προσεγγίσει τεράστια θέματα πολιτικών και ηθικών διαστάσεων με ένα ιδιαίτερο, πάντα κριτικό πνεύμα.
Στο έργο της Για μια ηθική της Αμφισβήτησης, ανέπτυξε μια υπαρξιακή δεοντολογία που καταδίκασε το πνεύμα της σοβαροφάνειας, το οποίο άκριτα υιοθετείται από πολλούς ανθρώπους εις βάρος της ατομικής ελευθερίας και ευθύνης τους.
Στους Μανδαρίνους, πέτυχε να αποδώσει, με απίστευτη μυθιστοριογραφική μαεστρία, τους αγώνες μια ομάδας διανοουμένων στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να εγκαταλείψουν την κοινωνική θέση των «μανδαρίνων» (μορφωμένη ελίτ), ώστε να αναλάβουν πολιτική δράση.
Η έμφαση στην ελευθερία, την υπευθυνότητα και την αμφισβήτηση είναι ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό σε όλα τα έργα της που αποτελούν τη «φωνή, τη σάρκα και τα οστά» όλων των θεμελιωδών προβληματισμών της Υπαρξιακής Φιλοσοφίας.
Η φιλοσοφική της προσέγγιση είναι ιδιαίτερα ποικιλόμορφη με έντονες επιρροές από τη γαλλική φιλοσοφία, από τον Descartes έως τον Μπερξόν, την φαινομενολογία του Edmund Husserl και του Martin Heidegger, τον ιστορικό υλισμό του Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς και τον ιδεαλισμό του Immanuel Kant και του GW F Hegel .
Πέρα όμως από τις φιλοσοφικές αναζητήσεις της, η de Beauvoir υπήρξε μια καταξιωμένη λογοτέχνης (Με τους Μανδαρίνους, έλαβε το αναγνωρισμένου κύρους βραβείο, Prix Goncourt το 1954.)
Το 1949 με την έκδοση του φιλοσοφικού δοκιμίου Το Δεύτερο Φύλο, η Ντε Μποβουάρ προκάλεσε τα ήθη της εποχής, στεγάζοντας την ανεξάρτητη, φλογερή και αγωνιστική ιδεολογία της, που είχε καταφέρει να κάνει και τρόπο ζωής, σε ένα έργο που αγαπήθηκε με την ίδια ένταση που μισήθηκε. Επικοινωνώντας μια ξεκάθαρη επίθεση στο γεγονός ότι, σε ολόκληρη την ιστορία οι γυναίκες παρέμεναν μοιρολατρικά στο παρασκήνιο, παθητικά αποδεχόμενες τους ρόλους που είχαν ανατεθεί ερήμην τους από την βαθιά ανισότητα της τότε κοινωνίας, έγινε ο προάγγελος της φεμινιστικής επανάστασης και παραμένει μέχρι σήμερα ένα έργο σταθμός και μια από τις πιο εμπεριστατωμένες μελέτες της καταπίεσης και της απελευθέρωσης των γυναικών .
Όπως γράφει η ίδια στην εισαγωγή του Δεύτερου Φύλου: «Η δράση των γυναικών δεν ήταν ποτέ τίποτα παραπάνω από μια συμβολική διασάλευση της τάξης, δεν κέρδισαν παρά μόνο αυτά που οι άντρες θέλησαν να τους παραχωρήσουν, δεν κατέκτησαν τίποτα, απλά πήραν. (…) Δεν έχουν δικό τους παρελθόν, ιστορία, θρησκεία και δεν είναι αλληλέγγυες όπως οι προλετάριοι στα θέματα της εργασίας και των συμφερόντων τους. Δεν υπάρχει καν μεταξύ τους εκείνος ο συγχρωτισμός στον ίδιο χώρο, ο οποίος μετατρέπει σε κοινότητα τους μαύρους της Αμερικής, τους Εβραίους των γκέτο, τους εργάτες του Σεν Ντενί ή των εργοστασίων της Ρενό. Ζουν διασκορπισμένες ανάμεσα στους άντρες (…). Ο δεσμός που ενώνει τη γυναίκα με τους καταπιεστές της δεν μπορεί να συγκριθεί με κανέναν άλλο».
Παρόλο που οι πεποιθήσεις της υποστηρίχθηκαν από το σκανδαλιστικό στυλ ζωής, που είχε επιλέξει (λεσβιακές τάσεις, σχέσεις με πολλούς διαφορετικούς άνδρες), το όνομά της συνδέθηκε άρρηκτα με τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον υπαρξιακό φιλόσοφο και πολιτικό ακτιβιστή Ζαν Πολ Σαρτρ, αποδεικνύοντας ότι το συναίσθημα υπερισχύει της κοσμοθεωρίας και ότι οι «ουσιώδεις εραστές», όπως οι ίδιοι χαρακτήριζαν τη σχέση τους, μπορούν να είναι μαζί για μια ζωή.
Ούτε η ελεύθερη σεξουαλική τους σχέση, ούτε οι απρόοπτες ερωτικές περιπέτειες και των δύο δεν κατάφεραν να κρατήσουν τον έναν μακριά από τον άλλο.
Για την Μποβουάρ ο Σαρτρ ήταν ο άντρας με το πνευματικό ανάστημα που μπορούσε να σταθεί δίπλα της, «ενσάρκωνε ως την παραμικρή λεπτομέρεια τον ιδανικό σύντροφο που ονειρευόμουν από τα δεκαπέντε μου», έγραφε στα «Απομνημονεύματα μιας Συνετής Κόρης». «Ήταν ο σωσίας, στο πρόσωπο του οποίου η φλόγα της προσδοκίας μου δυνάμωνε και γινόταν φωτιά».
Ο ίδιος είχε πει χαρακτηριστικά στο Αμερικάνικο Vogue (1965): «Τα έπαιξα όλα για όλα προκειμένου να την γνωρίσω επειδή ήταν όμορφη, επειδή είχε -και έχει ακόμα- το είδος του προσώπου που με τραβάει σε μια γυναίκα. Το θαύμα με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ είναι ότι διαθέτει ανδρική ευφυΐα και γυναικεία ευαισθησία. Με άλλα λόγια, είναι όλα όσα θα μπορούσα ποτέ να επιθυμήσω».
Μάλλον η ίδια αναιρούσε τα πάντα, όταν επρόκειτο για τον αιώνια αγαπημένο της.
Μάλλον οι θυσίες που κάνεις για αυτούς που θες οπωσδήποτε να βρίσκονται στη ζωή σου, σε οδηγούν στην εκούσια υποταγή, τη μόνη ελευθερία που μπορεί να θρέψει μια ολοκληρωτικά ερωτευμένη γυναίκα.
Το οξύμωρο των παραχωρήσεων της φεμινίστριας Σιμόν, φαίνεται μέσα από την επιστολή στον Σαρτρ, ύστερα από ένα διάστημα απουσίας του.
«Αγάπη μου .. μου είχες πει κάποτε ότι μ’ αγαπάς επειδή με κάνεις ευτυχισμένη (ίσως να μην το θυμάσαι, λες τόσα πολλά ανόητα πράγματα) λοιπόν αυτή την στιγμή θα πρέπει να μ’ αγαπάς πολύ, γιατί μ’ έκανες ακόμη πιο ευτυχισμένη. Υπερκέρασες ακόμη και το πόσο δυστυχισμένο έκανα τον εαυτό μου εξ’ αιτίας σου.
Σ’ ευχαριστώ, είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπάει κανείς, σήκωσες ένα βάρος από την καρδιά μου και τώρα αρχίζω πάλι να ταξιδεύω προς το μέρος σου αργά αλλά σταθερά. Η σκέψη να νοικιάσουμε ένα εξοχικό σπίτι μ’ αρέσει πάρα πολύ.
Θα είμαι τόσο ευγενική και καλή, θα δεις, θα σφουγγαρίζω το πάτωμα, θα σου μαγειρεύω όλα τα γεύματα, θα γράφω το βιβλίο σου μαζί με το δικό μου, θα σου κάνω έρωτα δέκα φορές κάθε νύχτα κι άλλες τόσες κάθε μέρα, ακόμη κι αν αισθάνομαι λίγο κουρασμένη. Αγάπη μου.. είμαι σίγουρη ότι ποτέ δεν έκανες κάποιον τόσο ευτυχισμένο όσο έκανες εμένα.
Μπορείς να είσαι περήφανος. Φαίνεσαι πια τόσο κοντά, αν γυρίσω το κεφάλι μου θα σε δω αναπαυτικά ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου, μισοκοιμισμένο και ζεστό, μου φαίνεται ότι μπορώ όποτε θέλω, να πάω να ξαπλώσω δίπλα σ’ αυτό το ζεστό και δυνατό σώμα. Το λαχταρώ.
Αγαπημένε μου, είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπώ».
Παράλληλα, από άλλη επιστολή του Σαρτρ στην Σιμόν, διαφαίνεται το οξυγόνο που ανέπνεε αυτή η σχέση, προκειμένου να επιβιώσει στη διάβρωση του χρόνου.
«Δε μου άρεσε που σου είπα αντίο χθες, μικρέ μου παράλογε διαβάτη του πλανήτη.
Τώρα αν δεν είχες αυτήν τη μανία να καταβροχθίζεις χιλιόμετρα, θα ήσουν εδώ δίπλα μου όλο χαμόγελα. Που διάολο είσαι παρεμπιπτόντως; Το πρωί ήμουν γεμάτος θλίψη όταν σε σκεφτόμουν, γιατί είχε συννεφιά και σε φανταζόμουν στη μικρούλα βουνοκορφή σου να κοιτάζεις, με το πεισματάρικο βλέμμα σου, τη θάλασσα από γκρίζα σύννεφα, σαν ψαράς που κοιτάζει τον φελλό του πάνω στα κύματα…
Σ’ αγαπάω πάρα πολύ μικρή μου παράλογη»
Σύμφωνα με τις περιγραφές του συγγραφέα Ολιβιέ Τοντ, το αμφιλεγόμενο δίδυμο, ταίριαζε απόλυτα τόσο στην σκέψη, όσο και στον έρωτα.
«Ήταν σαν να σκέφτονταν ταυτοχρόνως, ακόμη και όταν, φαινομενικά, έκαναν λάθος. Έμοιαζαν με αλλόκοτους σκυταλοδρόμους ιδεών, που δεν χρειαζόταν καν να δώσουν ο ένας στον άλλο τη σκυτάλη για να συνεχιστεί ο αγώνας. Συγχρόνιζαν τον βηματισμό τους και ακολουθούσαν ο ένας τον άλλον με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί σε ζευγάρι, πουθενά στον κόσμο. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ κατάφερνε μέχρι και να αποτελειώνει τις φράσεις του Σαρτρ και το αντίστροφο…».
Σύμβολο του Φεμινισμού, λοιπόν η Σιμόν Ντε Μποβουάρ, ή απλά μια ελεύθερη, απενοχοποιημένη και βαθύτατα ερωτευμένη γυναίκα;
Το ερώτημα, αν απαντηθεί θα χάσει την αξία του, καθώς οι μονοδιάστατες προσεγγίσεις δεν θα μπορούσαν ποτέ να «κουμπώσουν» επάνω σε αυθεντικά πολυδιάστατες προσωπικότητες…