To καπελάκι μόλις που κρατιόταν στο χοντρό του κεφάλι. Διαφημιστικό θα ήταν μάλλον, ίσως από εκδήλωση για παιδιά. Πάντως ότι μαλλιά είχε γύρω από την καράφλα, το λιπαρό του γυαλιστερό δέρμα και τα τεράστιά του αυτιά έβγαιναν από γύρω από το τζόκεϊ, ξεχείλιζαν. Οι μακριές τρίχες στα αυτιά του μπλέκονταν με τις μακριές αλλά αδύναμες τρίχες όπου δεν είχε καράφλα και με την τεράστια μουστάκα του. Στις δίπλες από το παχύ του πρόσωπο διάφορα ψίχουλα. Αναγνώρισα κομμάτι από Ruffles νομίζω και ίσως σπόρο από πιπεριά. Στην ελάχιστη σκιά από το μικρό καπελίδιο τα μικρά του χυδαία μάτια έψαχναν στον ορίζοντα.
Αυτή ήταν η μέρα που πέθανε η θεία μου. Ή ήταν χθες. Με email με ειδοποίησαν, κάπου το έχω αν έχει σημασία. Έχει σημασία αν ήταν χθες, σήμερα ή αύριο; Πέθανε. Δε νιώθω άσχημα, ούτε νιώθω τύψεις. Εμείς οι Έλληνες τις χάσαμε τις τύψεις από όταν μας έβαλε στη Γη ο Δίας. Σαν μια πρώην παρθένα που έσκισε τον υμένα της κατά λάθος στο μάθημα της γυμναστικής στην πρώτη Γυμνασίου. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε κανέναν για ότι χάσαμε γιατί δεν είναι από μια μέρα, μια μάχη ή κάποιο συγκεκριμένο γεγονός. Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που δεν είχες ποτέ.
O χοντροκέφαλος κοιτούσε πέρα από το ποτάμι και την κοιλάδα. Έψαξε λίγο στα βουνά, κουράστηκε η ματιά του και κατέβηκε στην κοίτη του ποταμού, στα κοτρώνια που έλαμπαν στον δυνατό ήλιο, στο νερό που έτρεχε κεφάτο. Φθινόπωρο μεν αλλά δεν είχε βρέξει και η σκόνη ήταν παντού. Τα δέντρα σκονισμένα, τα χόρτα ξερά και σκονισμένα και το αμάξι που ερχόταν από μακριά σκόνιζε κι ότι άλλο έβλεπε ή φανταζόταν ο χοντροκέφαλος και τριχωτός κύριος με το μικρό καπέλο.
Ήξερα – και δεν ήμουν καν μισή ώρα εδώ στο ποτάμι – ότι ήθελαν να με σκοτώσουν. Με τα μακρουλά αδύνατα και σιχαμένα χέρια του, τα φαγωμένα κίτρινα νύχια ο άνθρωπος δεν ταίριαζε καθόλου με το τοπίο. Είναι σα μερικές μέρες που θέλω σκόρδο. Δεν κοιτάω καν τι έχω στο ψυγείο. Κόβω το σκόρδο και το βάζω στα πάντα. Σαν προαίσθημα με καλεί. Αυτός δεν ταίριαζε με τον ήλιο, ούτε με το αεράκι το βουνίσιο που τόσο αγαπώ. Θα συναντούσε το αμάξι και την σκόνη και θα με σκότωναν.
Κοίταξα απεγνωσμένα τα απαλά κι αδύναμα σύννεφα στον ουρανό μήπως είχαν μήνυμα, μήπως κάποιο μαγικό αεροπλάνο μου έγραφε τι να κάνω, μήπως προλάβαινα να το διαβάσει πριν πάρει ο αέρας τα γράμματα και τα κάνει ζώα ή σημάδια ή ότι άλλο φαντάζονται οι άνθρωποι ότι είναι τα σύννεφα που περνάνε από πάνω τους ακόμα κι αν ήταν μήνυμα για μελλοθάνατους πριν λίγο σε άλλο σημείο του ουρανού. Δεν μπορείς να ζεις χωρίς να τρελαθείς σε έναν κόσμο τελείως ρεαλιστικό. Για αυτό ονειρεύονται ακόμα κι οι σκύλοι. Στεκόμουν ακίνητος αλλά πλέον παράλογος, πάνω στην κόψη του βουνού, νιώθοντας σαν να κρατάω μέσα μου όλο το σκοτάδι του κόσμου. Οι μπότες μου καθαρές, περασμένες με λίπος και δεμένες τέλεια. Τα ρούχα μου τέλεια για αυτές τις συνθήκες. Το σώμα μου καλοκουρδισμένη γυμνασμένη μηχανή και έτοιμο για όλα. Αλλά η αφόρητη ησυχία στο τοπίο μου έλεγε ότι αυτός ο χοντροκέφαλος και αυτό το αυτοκίνητο που πλησίαζε σκονισμένα και γρήγορα ήταν τα μόνα πράγματα εδώ γύρω.
Δεν έχω ελπίδα για βοήθεια από κανέναν.
Ήξερα ότι έπρεπε να φύγω από εδώ ψηλά. Ήξερα ότι η χαράδρα και οι καλύτερές μου πιθανότητες να την γλιτώσω ήταν από εδώ ακριβώς δυο χιλιόμετρα. Ήξερα κάθε πέτρα, κάθε κόλπο, κάθε λακούβα στη διαδρομή. Ήξερα ότι αν πάω όσο γρήγορα μπορώ, θα το κάνω σε σχεδόν πέντε λεπτά. Αν πήγαινα τέλεια, οριακά θα χανόμουν πριν φτάσουν, πριν με δει ο χοντροκέφαλος και πριν βρούνε τρόπο να με προλάβουν.
Όλοι χρωστάμε κάτι στον θάνατο αλλά αυτά τα δυο χιλιόμετρα σήμερα θα γράψουν γαμημένη ιστορία.
(O Αλέκος Γκονζαλεζίδης, ως ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας ξεκίνησε με αστείες ιστορίες. Αυτή τώρα όμως είναι σοβαρή. Πολύ σοβαρή. Κινδυνεύει ο άνθρωπος.)
Comments are closed.