Νύχτα, σε ένα στενό δρομάκι της κόλασης, μεταξύ σπιτιών και πολυκατοικιών ένα αστεράκι ίσα που προβάλει… ντρέπεται… μάλλον ντρέπεται… σίγουρα ντρέπεται .
Τηλεοράσεις, σαλόνια, κουζίνες… όλα ίδια .
Το κουταβάκι Alfredo φοβισμένο, με δόντια προδoμένου λύκου τριγυρίζει.
Ένα λεωφορείο πλησιάζει, σταματάει, το κουταβάκι Alfredo σκέφτεται για λίγο… και ανεβαίνει.
Στις δέκα είχα μάθημα tango.
Δωρεάν εισιτήριο, χορηγία μιας δημοτικής αρχής.
Ούτε Χριστούγεννα μια ήσυχη νύχτα.
Με τα μάτια χαμηλά ο κόσμος ετοιμάζεται για πόλεμο.
Υπάρχει πόλεμος στο κέντρο, είναι διαφορετικός ο αέρας, είναι οι οσμές διαφορετικές για έναν που έρχεται απ’ έξω.
Ένα πανό διαφημίζει μια δίαιτα μαζί μ’ έναν κομήτη.
Σφιγμένα στις τσέπες τα χέρια γροθιές, η πόλη προετοιμάζετε να μαζέψει λεφτά για ένα πικρό αύριο.
Στην τέταρτη στάση, χωρίς κανένα λόγο, αποφασισμένο, το κουταβάκι Alfredo κατεβαίνει.
Τι βαρεμάρα, μια αφίσα στον τοίχο, διαφημίζει ένα θέαμα… για τρία χρόνια το ίδιο.
Στις δέκα είχα μάθημα tango, πόση μπριγιαντίνη, Θεέ μου έβαζα, πόσο κουράγιο… δες τώρα πως φοβάμαι.
Με το μαχαίρι στα δόντια, ανθοδέσμη στο χέρι, χόρευα με θέρμη και βλέμμα στο άπειρο… θα συνέβαινε το θαύμα, έτοιμο να συμβεί… ένα θαύμα.
Στριμωχτήκαμε χωρίς να βιαζόμαστε, μας ούρλιαξαν στ’αυτί χωρίς να δώσουμε σημασία, ενώ το tango χανόταν μακριά στον ωκεανό… Που είναι το κορμί σου να το σφίξω που είναι το χέρι σου να το κρατήσω;
Τώρα μας δείχνουν δόντια και μαχαίρια, μας βγάζουν τα μάτια, δεν υπάρχουν tango να χορέψουμε πρέπει να βιαστούμε για να ξαναρχίσουμε πάλι, μαζί μ’ όλα τ’ αστέρια του κόσμου για ένα κομμάτι ψωμί.
Για να χορέψουμε ένα tango με ανοιχτά μάτια.
Είναι η νύχτα των θαυμάτων… πρόσεχε στα στενά της κόλασης, κάποιος κομματιάζει ένα τραγούδι με τα δόντια.
Είναι η νύχτα των σκύλων που συζητούν μεταξύ τους για το φεγγάρι που θα πέσει κι ο κόσμος τρέχει στις πλατείες να το δει.
Αυτήν τη γλυκιά νύχτα θα μπορούσα να πιω να μεθύσω.
Τόσο παράξενη βαθιά νύχτα, τόσο μαύρη νύχτα να λερώσεις τα σεντόνια.
Είναι η ώρα των θαυμάτων.
Κινείται η πόλη και οι πλατείες και τα πάρκα και οι δρόμοι… και ο κόσμος στα μπαρ.
Αυτή τη νύχτα η πόλη πετά.
Υπάρχουν και οι παράνομοι. Πρόσεχε! Λύνουν τα σκοινιά… μη χαθείς .
Είναι η νύχτα των θαυμάτων. Πρόσεχε! Επιστρέφει… επιστρέφει το καράβι των ονείρων μας να μας βάλει για ύπνο.
Άφησα το παντελόνι μου σε μια αυλή, έχασα και ένα χέρι σ’ ένα στενό, τα μάτια μου τα πήρε μια χοντρή, τα χείλια μου τ’ άφησα σε ένα άλλο στόμα ή σε μια πηγή… δεν θυμάμαι.
Όπου κλείνεις τ’ αυτιά ακούς σκύλους να γαβγίζουν. Όπου ανοίγεις τα μάτια δεν τα κλείνεις απ τη λύσσα και τον τρόμο, μα λειτουργείς με λογική ακολουθώντας τη διαδρομή των αποδημητικών, εκεί που μπορεί να βρεις έναν δίκαιο Θεό, να ζήσεις και να πεθαίνεις με το άρωμα της δικαιοσύνης, να σκοτώσεις το παρελθόν σου με την δύναμη μιας γροθιάς και ενός χαμόγελου και να μην ξαναφύγεις ποτέ.
Το κουταβάκι Alfredo δεν το ξανάδα. Χάθηκε. Ένα βράδυ στο λιμάνι έφυγε με το καράβι των ονείρων μας. Ταξιδεύει τώρα… ποιος ξέρει για που…
Βologna 100 χρόνια πριν…