Σπάνια βλεπόμασταν νύχτα. Σε κάποια στιγμή σκέφτηκα μήπως εσύ δεν ήσουνα γυναίκα άλλο κάποιο αερικό πλάσμα, κάποια μαγεμένη νεφέλη, κάποια νύμφη της θάλασσας που μεταμφιέστηκε σε μια απλή θνητή… Και πως σα πέφτει η νύχτα λύνονται τα ξόρκια και πρέπει να τρέξεις ξοπίσω στον υπέροχο βυθό σου, στο μαγεμένο δάσος σου ή στον ίδιο τον Αέρα που σε γέννησε για να βρεθείς στην ζωή μου.
Θνητή; Απλή;
Ούτε απλή, ούτε θνητή.
Θεά.
Υπέροχα περίπλοκη.
Γυναίκα.
Ένας κόμπος από κάμπους από πολύχρωμες μεταξένιες κορδέλες.
Δεν μπορούσα παρά να σε αγαπώ.
Ξαπλωμένοι και γυμνοί και αντικριστοί, να με κοιτάς στα μάτια και να σε κοιτώ και να χαϊδεύεις απαλά τις βλεφαρίδες μου και να χασκογελάς γουργουρητά. Έτσι σε θυμάμαι, να χαϊδεύεις τις βλεφαρίδες μου και να γελάς γιατί σου θυμίζω αμερικανίδα σταρ του παλιού, ρομαντικού Χόλυγουντ.
– Μα πόσο μεγάλες βλεφαρίδες έχεις…
– Για να σε φέρω κοντά μου, ψυχή μου.
– Μα πόσο μεγάλα μάτια έχεις;
– Για να σε κοιτώ στα μάτια, ψυχή μου.
– Μα πόσο μεγάλα δόντια έχεις;
– Για να σε φάω, ψυχή μου.
Έτσι μας θυμάμαι.
Και τελικά εγώ σ’ έφαγα, ψυχή μου. Σε τσίμπησα, σε δάγκωσα, σε έφαγα και σε καταβρόχθισα και σε κατάπια και ξαφνικά βρέθηκες μέσα μου και ξαφνικά γίναμε…ένα, ψυχή μου.
Και γίναμε Ένα…
Ψυχή μου.
Θεέ μου – τι έκανα; Θεέ μου – συγχώρα με!
Γιατί;
Γιατί έφαγα την ψυχή μου;! Την έκανα κομμάτια, κομματάκια, χίλια κομματάκια και την κατακρεούργησα, το κατάλαβες; ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;!
Αν το κατάλαβε λέει;
Το πρόσωπο μου πέφτει με δύναμη πάνω στον τοίχο, στον τοίχο που δεν χωρούσε να περιγραφτεί ο έρωτάς μας, και σέρνεται προς τα κάτω προς το πάτωμα και κλαίω ρε συ, και κλαίω σα μικρό παιδί, σα να είμαι ξανά έξι χρονών και να κλαίω πάνω από το νεκρό γατί μου ρε, να κλαίω έτσι σα μικρό παιδί στο άδειο γαμημένο σπίτι ολόκληρος άντρας ρε ολόκληρο γαϊδούρι ρε!
Πονάω. Πονάω ολόκληρος, σ’ όλο μου το σώμα. Δεν ξέρω τι πονάει περισσότερο; Όλα όσα μου είπες και δεν έκανες ή όλα όσα μου έκανες μα δεν μου είπες; Γιατί; Γιατί, ζητάω, γιατί μου το ‘κανες αυτό; Γιατί μου το ‘κανες αυτό, σε μένα; Σε μένα που σε λάτρεψα. Σε μένα που χάιδευες τις κοριτσίστικες μου βλεφαρίδες; Σε μένα που τα μελί μου μάτια μιλούσαν σε σένα μόνο;
Αφού έκανα όλα όσα μου ζητούσες. Όλα όσα μου ζητούσες, εγώ τα λόγια τα έκανα πράξη. Θεά μου, μεγαλόχαρη, μεγαλόκαρδη, δες τι θυσίασα στον βωμό σου! Κοίτα τον αμνών! Η καρδιά του χτυπάει δυνατά! Το αίμα του βράζει! Για χάρη σου, Θεά μου, η θυσία αυτή.
Αφού έκανα όλα όσα μου ζητούσες…γιατί να μου το κάνεις αυτό; ζητώ με αιματοβαμμένα χέρια.
Ξαπλωμένοι και γυμνοί και αντικριστοί.
Έτσι μας θυμάμαι.
Ερωτευμένοι.
Έτσι θα μας θυμάμαι.
Τα χέρια σου να μου χαϊδεύουν το στήθος μου και να νιώθεις τον παλμό της καρδιάς μου, και να χαμογελάς με αυτά τα μεγάλα μάτια που ‘χες.
Με αυτά τα μεγάλα δόντια που ‘χες.
Τελικά ήμασταν και οι δύο λύκοι, μάτια μου. Εκεί ήταν το θέμα μας. Ποίος θα έτρωγε πρώτος την καρδιά του άλλου.
Σπάνια βλεπόμασταν την νύχτα, βλέπεις…τότε μόνο έβγαινες να κυνηγήσεις…