Βγήκε από τον χώρο των αποσκευών σαστισμένη. Πρώτη φορά ταξίδευε μόνη, εντελώς μόνη. Είναι κάπως αστείο. Σα να πρέπει να αποδείξεις πέντε φορές την ημέρα σε server κάπου στην Αμερική ότι δεν είσαι ρομπότ. Ποιος, εσύ ο άνθρωπος που τους ζητάς κάτι! Έτσι κι αυτή, μάνα παιδιών πια μεγάλων, ο άνθρωπος που τα κατάφερε όλα μόνος του, μόνη της στο αεροδρόμιο και σαστισμένη.
Λένε να μαθαίνουμε από τα λάθη μας αλλά ποιος θα μας διδάξει; Θα’θελε να είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα αλλά αυτοί οι Ιταλοί δεν καθαρίζουν καλά τα τζάμια από ότι φαίνεται. Έψαξε για την πινακίδα για το τραίνο, δεν την βρήκε με την μια. Έριξε και μια ματιά πίσω της σαν να φοβόταν ότι θα την είχαν ακολουθήσει οι έγνοιες από την Αθήνα. Σα να ήταν αρουραίοι οι φοβίες της με μικρά πλακάτ στα χέρια που να γράφουν “γερνάς” και “σε κεράτωνε” και “δεν θα τα καταφέρεις”. Θα’θελε να είχε τώρα μαζί τον σκύλο της ή έστω μια γάτα, κάτι να διώξει τους αρουραίους και τις φοβίες, κάτι να της βρει που να πάει για το γαμημένο το τραίνο επιτέλους. Ήταν το μόνο που δεν είχε βρει από πριν στους οχτώ ταξιδιωτικούς οδηγούς που ήξερε πια απέξω για την Ρώμη. Αλλά μίλησε με επιθετικό τρόπο στον κύριο που την πλησίασε:
Άκου να σου πω αγοράκι μου. Δεν είμαι καμιά πριγκίπισσα που ψάχνει κάποιον να την σώσει.
Κυρία μου, όλους τους βοηθάμε με τις αποσκευές τους.
Α, εντάξει, ναι, οκ, πάρε την βαλίτσα και ακολούθα με, συγνώμη.
Μερικές φορές η ζωή είναι σαν να προσπαθείς να φορέσεις δύσκολο σουτιέν σε αφηνιασμένο σκυλόψαρο. Ξανακοίταξε σιγά σιγά και προσεκτικά το γεμάτο αεροδρόμιο ψάχνοντας για την πινακίδα που ήθελε. Την βρήκε. Κι ας μην έχει βυζιά το κωλοσκυλόψαρο τώρα θα κυκλοφορεί με στυλ. Άρχισε να περπατάει προς τα εκεί. Έπεσε πάνω της μια Ιταλίδα σε μέγεθος όχι XXL αλλά WTF ή πιθανώς και OMG. Έμοιαζε και εκείνη χαμένη αλλά με την άλλη έννοια. Σα να ήθελε να την χάσει κάποιος, σε στυλ “παιδιά αν χαθούμε, ραντεβού στο συντριβάνι” και μετά, ε, τα παιδιά της δεν πήγαν ποτέ στο συντριβάνι επίτηδες.
Έβγαλε το κινητό και κοίταξε το Google Maps. Είχε αίσθηση προσανατολισμού, όχι σαν κάτι παιδιά που ξέρουν τα πάντα στο κινητό αλλά δεν μπορούν να βρούνε πως μπαίνει η σαγιονάρα τους για να βγούνε στην παραλία μετά. Της χαμογέλασε ένας Ιταλός. Είχε στον μάρσιπο μπροστά ένα μωράκι και προφανώς πίστευε ότι αυτό τον έκανε ακαταμάχητο. Όχι, όχι, όχι αγοράκι μου, ακαταμάχητος είναι ο άλλος μπαμπάς που ρίχνει τα μπινιλίκια σε έφηβους και του κάθονται σούζα. Να βλέπεις στα μάτια τους ότι δεν έχουν πια ελπίδα, να τους έχει τσακίσει το πνεύμα και την αντίσταση τελείως. Εσύ είσαι ακόμα στην παιδική πίστα καλοβαλμένε Ιταλέ με το χαμόγελο. Τον πέρασε επιδεικτικά γρήγορα και συνέχισε για τα τραίνα. Της θύμιζε κάτι τύπους που γνώριζε σε online dating που ήταν σαν έτοιμα γεύματα μικροκυμάτων: έτοιμοι για όλα σε 2 λεπτά και καμία σχέση πως έβγαιναν από τον φούρνο με την φωτογραφία στο πακέτο.
Δίπλα της περπατούσε με παρόμοιο ρυθμό μια γυναίκα που έσπρωχνε παιδικό καρότσι. Το παιδί ιδιαίτερα εκνευριστικό, με μια κλαψιάρικη, εμφανώς ψεύτικη φωνή όλο την ζητούσε, σίγουρα για κάτι ηλίθιο:
Μαμά.
Μαμααααά.
Μαμά!
Μαμαά α α
ΜΑΜΑΑΑΑ
Το αγριοκοίταξε καθώς τον πλησιάσε αλλά το κωλόπαιδο συνέχισε.
Μαμά;
Μαμάααα!
Η μάνα του δεν άντεξε και σχεδόν του φώναξε κι αυτή:
Τι είναι πια;
Μαμά τι τρως;
Λεξοτανίλ παιδί μου.
Τουλάχιστον τα είχε περάσει όλα αυτά προ πολλού. Και χωρίς Λεξοτανίλ. OK, ένιωθε ότι ήταν σε ψυχολογικό αδιέξοδο αλλά σιγά τα ωά. Ήταν άλλωστε και σε οικονομικό αδιέξοδο. Και ζει σε μια χώρα με πολιτικό αδιέξοδο εδώ και δεκαετίες. Υπάρχει μια συνέπεια στο όλο σύστημα ίσως. Σαν μεθυσμένος σε μουσείο που κάνει δυνατά “σσσσσσς!” στον εαυτό του για τον δυνατό ήχο που του ξέφυγε πριν κάνει το “σσσσσς!” μια παράνοια συστηματική. Σα να σου χακάρει τον λογαριασμό ο δάσκαλός σου στην δευτέρα δημοτικού επειδή ήξερε την απάντηση ασφαλείας σου. Έχεις χάσει από χέρι.
Ευτυχώς οι πινακίδες για το τραίνο ήταν αρκετές και όλοι εκεί πήγαιναν από ότι φαίνεται. Σταμάτησε να πάρει ένα μπουκάλι νερό. Το δέρμα της είχε ξεραθεί τόσο πολύ που θα την κρατούσαν στα μουσεία με κατηγορία ότι έκλεψε κάποιον αρχαίο πάπυρο αν δεν έπινε νερό σύντομα. 5 ευρώ,
εξίσου απίστευτα ακριβά όλα τα μπουκάλια. Σαν Πελεγκρίνο, Σαν Μπενεντέτο, Σάντα Άννα….όλοι οι Άγιοι πουλάνε νερά στην Ιταλία. Ώρα το Ζαγόρι να γίνει Αγία Παρασκευή ίσως για να κάνει διεθνή καριέρα.
Επιτέλους έφτασε στον σταθμό. Ένα τραίνο είχε μόνο, ίδια τιμή το εισιτήριο, όλα εύκολα τελικά, τζάμπα αγχώθηκε πριν έρθει. Θα ήταν ένα τέλειο τριήμερο τελικά. Καλύτερο από εκείνη την φορά που της είχε πει ο πρώην ότι θα την απαγάγει και καλά για ρομαντική βόλτα αλλά τελικά κλειδωμένη στο πορτ μπαγκάζ τόσες ώρες φώναξε μέχρι που την έβγαλε η αστυνομία. Μετά στο δεύτερο ραντεβού τους όταν έφτασαν στο σπίτι του την ρώτησε:
Θες να ανέβεις για ποτό;
-Α, όχι ευχαριστώ, δεν αντέχω τώρα βραδιάτικα να ανεβαίνω σκάλες.
Βρε όταν λέω “ποτό” εννοώ για σεξ!
-Αααααα. Πόσα σκαλιά είναι;
Πιθανώς είχε αρχίσει να το χάνει. Ίσως έπρεπε να ζητήσει μερικά Λεξοτανίλ από την κυρία με το παιδάκι που αγόραζαν κι αυτοί εισιτήριο. Μάλλον δεν είναι φυσιολογικό που στον ελεύθερο χρόνο της έμαθε Μορς και τηλεγραφούσε σε ανθρώπους από όλο τον κόσμο για πλάκα. Σίγουρα ανησυχητικό ότι άκουγε τον αέρα να κοπανάει την τέντα της και νόμιζε ότι της μιλούσε σε Μορς. Ο αέρας. Της μιλούσε. Με Μορς. Μάλλον σκεφτόταν ακόμα τον πρώην. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Το 2010 είχε πετάξει ένα μπούμερανγκ μια φορά. Μακάρι εκεί που πήγε να βρήκε κι άλλα μπούμερανγκ να κάνει παρέα. Κι αν γεννήσουν μικρά μπουμερανγκάκια να μην βγούνε κι αυτά ατίθασα, να γυρνάνε όταν τα πετάς.
Αλλά καθώς ξεκινούσε το τραίνο για το κέντρο της Ρώμης ένιωθε πιο ζωντανή από ποτέ. Τώρα αρχίζει η ζωή μου! σκέφτηκε. Αν δώσεις σε έναν φτωχό ένα ψάρι, έφαγε ένα γεύμα. Αλλά αν τον πετάξεις στα πιράνχα, ησυχάσαμε από τον μαλάκα που όλο περιμένει να του δώσεις ψάρια. Και καλού κακού, κράτα τα πιράνχα στη γυάλα μήπως είναι μαλάκας και ο επόμενος.
Ναι, θα ήταν σίγουρα ένα πολύ, πολύ όμορφο τριήμερο.
.
(Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης τα πιράνχα τα τρώει για πρωινό ζωντανά κατά το καθημερινό πρωινό του μπανάκι στον Αμαζόνιο. Μετά γράφει τέτοιες ιστορίες.)