(Το πρώτο μέρος της ιστορίας είναι εδώ. Διαβάστε το καλύτερα πρώτα αν και επειδή θέλω να το πουλήσω στο Netflix, στέκουν και αυτόνομα κάπως τα κεφάλαια.)
Ξέρω πολύ καλά ότι θα ζητήσουν πρώτα τα κακά νέα. Πάντα έτσι κάνουν από μικρά κι ας καθυστερούν μερικές φορές σαν να το σκέφτονται. Σαν χορευτής σχεδίαζα όμως την επόμενη ατάκα για να πέσει ακριβώς τη σωστή στιγμή. Να μπω, να δω πρώτα ότι είναι και τα τρία παιδιά όπως φαντάζομαι και θα το γυρίσω με μια πιρουέτα που θα αποκρούσει συναισθηματικά, θα περάσει ξώφαλτσα την κανονιά του θανάτου του σκύλου. Σαν εγγαστρίμυθος που απαντάει σε αόρατο σημείο και ξεγελάει το μυαλό σου ότι βγαίνει από αλλού η φωνή.
Μέσα στο σπίτι αισθανόμουν – και ήμουν – πολύ χειρότερα. Κρύο ρίγος με διαπέρασε. Έπιασα με ιδρωμένα χέρια το πόμολο και η ξύλινη πόρτα τσίριξε σαν να την δολοφονούσα, σαν να έσφαζα όλα τα δέντρα του δάσους από όπου κάποτε προήλθε το ξύλο της πόρτας μπροστά στα μάτια της αργά και βασανιστικά.
Να πάλι αυτό το βάρος στο στήθος. Έσφιξα τη γροθιά μου να πάρω θάρρος. Κάθε φορά που σκεφτόμουν την ιστορία με τον σκύλο ήταν σαν να το ξαναζούσα, σαν να είχα μια ζωή πριν γίνει που τώρα έφευγε κάτω από τα πόδια μου. Ένας μαύρος τυφώνας πανικός γυρόφερνε την καρδιά μου αλλά μπήκα στο δωμάτιο και τα είπα όπως τα είχα προβάρει στο μυαλό.
-Μπαμπά δεν θέλω να κλάψω τώρα.
Μάλλον το πήρε καλά η μικρή τελικά. Μην την αφήσω να το σκεφτεί το μετά.
“Δίκιο έχεις αγάπη μου. Πάμε, πάμε να φύγουμε.”
Ήθελα να γυρίσω να κοιτάξω το σπίτι καθώς απομακρυνόμασταν αλλά μου τραβούσε το μπράτσο έντονα. Περπατήσαμε χέρι-χέρι σα να ήμουν η κολλητή της. Δεν ξέρω τι ώρα φτάσαμε, πόσο αργά ήταν, βράδιασε για τα καλά. Αλλά ήξερα ότι δεν είχε σημασία. Λίγο πριν μπούμε μέσα στο ξενοδοχείο η μικρή σταμάτησε. Ένιωθα την ανάσα της, σχεδόν με χτύπαγε ο κραδασμός της καρδιάς της στο στήθος και πίσω της κάπως θολά η πόλη κοιμόταν, τα σπίτια χάνονταν καθώς περίμενα να δω τι θα κάνει. Σήκωσε το χέρι της περίεργα, νόμιζα ότι ίσως με χτυπήσει. Αλλά ακούμπησε τρυφερά το μάγουλό μου και είπε.
-Μπαμπά, μην κλάψεις τώρα.
“Εντάξει αγάπη μου, δεν θα κλάψω.”
-Περίμενε να φτάσουμε στο εξοχικό.
Η λέξη “εξοχικό” με χτύπησε σαν κεραυνός. Προσπάθησα να μην το δείξω. Την πήρα αγκαλιά και άρχισα να περπατάω προς αυτό που ζήτησε. Ευτυχώς κοιμήθηκε εξαντλημένη σχεδόν αμέσως. Καθώς περνούσα τα σκοτεινά σοκάκια, άκουγα πολλά, υπόκωφα και υπόγεια πλάσματα της πόλης, νερά που έσταζαν αλλά πάνω από όλα την βαριά μου ανάσα. Μια αχτίδα έδειχνε στη μέση ενός τοίχου και μακριές σκιές άλλαζαν σχήματα σαν ψυχολογικό τεστ που όμως όλοι και όλα θυμίζουν θάνατο. Πόσο καιρό είχα να νιώσω έτσι; Μια ένταση που καίει τις φλέβες σαν πάγος, ο κόσμος πια απίθανος, εξωπραγματικός. Απόψε ήταν διαφορετικά, τόσο καιρό το ετοίμαζα.
Πήρα φόρα με όση δύναμη μου είχε απομείνει, προστάτεψα το κεφαλάκι της στον κόρφο μου και έπεσα με όσο πάθος μπορεί να έχει ένας άνθρωπος ακριβώς στο σημείο που έδειχνε πριν λίγο η αχτίδα.
Ελπίζω να έπεσα σωστά αλλιώς πεθάναμε κι οι δυο.
.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης μικρός έβλεπε μόνος του θρίλερ στην τηλεόραση και επίτηδες άφηνε κλειστά τα τζάμια αλλά ανοιχτά τα παντζούρια για να είναι πιο τρομακτικά. Αλλιώς δεν εξηγείται τόσο θρίλερ σήμερα, απαππαπαπαπαααα….