Συνέντευξη στη Μαρκέλλα Καζαμία
Συναντηθήκαμε βιαστικά σε ένα καφέ, γιατί ο Στράτος, εδώ και αρκετό καιρό, ταξιδεύει αρκετά, μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου αλλά και Αμερικής. Συνεχίζει να λατρεύει το θέατρο και να το υπηρετεί αλλά αποφάσισε να ξανοιχτεί στη μεγάλη αγορά της Αμερικής, κυρίως για να μάθει από μεγάλους δασκάλους όπως νεότερος είχε κάνει και στην Ελλάδα.
Ο μαθητής του Κουν συνεχίζει να μαθαίνει και να εξελίσσεται και δεν ξεχνάει όλους εκείνους που καθόρισαν τη ζωή και την πορεία του. Πιστεύει πάντα στο ήθος και όχι στην ψευτοηθική και θεωρεί ότι μετά από όλα όσα συνέβησαν στη χώρα μας, θα μπορούμε πλέον να αναζητούμε μόνο την αλήθεια…
Πληροφορίες για τη δουλειά και την πορεία του Στράτου Τζώρτζογλου θα βρείτε στην ιστοσελίδα: www.stratostzo.com
Βρίσκεσαι πλέον μεταξύ Ελλάδας και εξωτερικού. Πες μας λίγο πώς είναι αυτή η εμπειρία. Και όταν γυρίζεις στην Ελλάδα πώς νιώθεις;
Για να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση πρέπει να δούμε τι αντιπροσωπεύω στην Ελλάδα και τι στην Αμερική. Από αυτό εξαρτάται και το πώς νιώθω. Η Ελλάδα είναι η οικογένεια μου, είναι οι ρίζες μου, είναι το ελληνικό αίμα μου, έτσι είμαστε οι Έλληνες όπου κι αν πάμε, δεν παύουμε ποτέ να είμαστε Έλληνες, είναι ο πυρήνας μας.
Εδώ αντρώθηκα, σπούδασα, δούλεψα, δημιούργησα οικογένεια και έκανα την όποια καριέρα, αλλά και ήρθα σε επαφή με τόσους σημαντικούς ανθρώπους όπως – στο θέατρο – ο Κάρολος Κουν, ο Μίνως Βολανάκης, ο Ζιλ Ντασέν, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, η Ρούλα Πατεράκη και ο Ανδρέας Βουτσινάς, – στον κινηματογράφο – ο Παντελής Βούλγαρης, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, τον Τσαρούχη, τον Χατζιδάκι, την Μελίνα Μερκούρη που ήμασταν και φίλοι, αλλά και άλλοι άνθρωποι που μπορεί να μην είναι διάσημοι και δεν αποτέλεσαν, όπως οι παραπάνω φάρους πολιτισμού αλλά με έμαθαν και με προετοίμασαν για αυτή την απόφαση μου να πάω στην Αμερική και ταυτόχρονα να κουβαλάω την Ελλάδα μέσα μου μέσα από τις διδαχές τους.
Και να παραμείνω σε μια χώρα σαν αυτή που από τα 20.000.000 τα 15.000.000 άνθρωποι είναι ηθοποιοί, κάποιοι από τους οποίους και παραγωγοί και σεναριογράφοι, και ό,τι έχεις κάνει όπως οι συνεργασίες μου με την Κατρίν Ντενέβ, τον Μπέργκμαν ή τον Αγγελόπουλο και τον Κακογιάννη (αναγνωρισμένοι στην Αμερική) μπορεί να μην τους λέει τίποτα. Έτσι συνειδητοποίησα ότι το να βγαίνεις έξω από τη ζώνη ασφαλείας σου και τις συνήθειες σου είναι ένα πολύ θετικό και ενδυναμωτικό στοιχείο για την ωρίμαση σου. Όταν, δηλαδή, βλέπεις τι αντιπροσωπεύεις σε όλο τον κόσμο βγαίνοντας από τα δικά μας προβλήματα που θεωρούμε ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος. Η σπουδαιότητα μας δεν είναι σε ρεαλιστική βάση όταν παραμένεις μόνο στο γνωστό σου περιβάλλον. Είτε πρόκειται για τη γειτονιά ή τον μικρόκοσμο του καθένα από εμάς.
Αυτό είναι και η Ελλάδα. Ο Θύμιος Καρακατσάνης είχε πει κάποια στιγμή στην Αλίκη Βουγιουκλάκη «Ποια είσαι ρε Αλίκη, σε ξέρουν 10.000.000 άνθρωποι…». Αυτό δεν μεταφράζεται ούτε σαν επαρχία στην περιοχή του Λος Άντζελες. Οπότε αναγκάζεσαι να μπεις σε ένα άλλο πλαίσιο μάθησης αφού οι επώνυμοι εκεί είναι μεγαθήρια, οι πλούσιοι εκεί είναι αληθινά πλούσιοι και φαντάσου ότι γύρω από το Μανχάταν διακυβεύεται η τύχη όλου του κόσμου. Όταν λες στην Αμερική και ειδικά στο Λος Άντζελες ότι είσαι ηθοποιός μπορεί να γελάσουν γιατί ακόμα και οι πέτρες είναι ηθοποιοί. Οι σταρ είναι μεγάλοι.
Όταν πήγα εγώ εκεί, η απόφαση μου ήταν να κερδίσω με κάθε τίμημα, αλλά όχι με τον μεγαλεπήβολο τίτλο «ο Στράτος πάει να κερδίσει το Χόλιγουντ» όπως κάνουν κάποιοι παίζοντας απλά σε μια ταινία και ανοίγοντας μια πόρτα, αλλά έχοντας την πρόθεση να μάθω σε σχολές από μεγάλους coach όπως η Ιβάνα Τσάμπακ, η οποία ήταν coach και του Μπραντ Πιτ και του Ντι Κάπριο και οι συμμαθητές μου είναι ηθοποιοί του Ταραντίνο και του Σπίλμπεργκ.
Για να φτάσω εγώ σε αυτή την τάξη (master of the master classes) όπου οι Αμερικάνοι ηθοποιοί θέλουν 5-6 χρόνια να τα καταφέρουν παίζοντας παράλληλα σε ταινίες, εγώ – ίσως επειδή ήμουν διαφορετικός, ίσως επειδή δεν με ξέρει κανείς, ίσως επειδή έχω δουλέψει 27 χρόνια στο θέατρο, χωρίς σπουδαία αγγλικά, μπήκα σε αυτή την τάξη-υπόδειγμα μέσα σε 5 βδομάδες.
Το να σπουδάσεις στην Αμερική προσφέρεται απλόχερα. Το σύστημα εκεί δεν εξαρτάται από τις γνωριμίες σου. Δεν αρκεί μόνο να ξέρεις τον Σπίλμπεργκ και τον Σκορσέζε, κι εγώ πήγαινα πολλές φορές στο σπίτι του Τζίμι Γιαννόπουλου, προέδρου της Fox με τον Τομ Χανκς και διάφορους άλλους, και παρόλο που ο ίδιος ο Τζίμι Γιαννόπουλος μου είχε γράψει recommendation letter για να πάρω την πράσινη κάρτα μου, μου είπε «Στράτο πρέπει να ξεκινήσεις από την αρχή, να βρεις όπως όλοι μάνατζερ και να ξεκινήσεις από τα χαμηλά». Οποιαδήποτε πορεία κι αν έχεις κάνει, όλα ξεκινούν από την αρχή εκεί. Το σύστημα θέλει μεν κάποιες γνωριμίες και manager και publisher agency, αλλά θέλει κυρίως αξιοκρατία. Στην Ελλάδα, εκτός του ότι δεν υπάρχουν οι παραπάνω ιδιότητες, ολόκληρη βιομηχανία κι αν έχεις και σημαντικούς δασκάλους, όλα εξαρτώνται από τις γνωριμίες που έχεις για να βρεις μια δουλειά. Ειδικά όταν είσαι καλός στη δουλειά σου εδώ, μπορεί να σου πάρει και παραπάνω χρόνο, γιατί ουσιαστικά χαλάς την πιάτσα. Και το χειρότερο που έχει ο Έλληνας – αν εξαιρέσεις τις περιόδους κρίσης όπου συσπειρώνονται όλοι – είναι ο φθόνος και η ζήλια του διπλανού. Στο εξωτερικό εκείνοι που δεν δουλεύουν μεταξύ τους είναι οι Έλληνες με τους Έλληνες. Οπότε καλύτερα να δουλεύεις με ξένους.
Νιώθω ενθουσιασμένος γιατί νιώθω ότι κάνω μια νέα αρχή, με ό,τι μου έχει δώσει η Ελλάδα σαν εμπειρία, και πάω στην Αμερική για να κερδίσω από τα καλά στοιχεία που έχουν εκεί αλλά και τα αρνητικά που μπορεί να υπάρχουν κι εκεί. Εδώ συνεχίζω κανονικά τη δουλειά μου και στο θέατρο, σε διάφορες παραστάσεις, δουλεύω στην τηλεόραση και ετοιμάζω κάποια σχέδια για μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες.
Από όλες τις δουλειές που έχεις κάνει, μπορείς να ξεχωρίσεις ένα θεατρικό έργο και μια κινηματογραφική ταινία που ίσως θεώρησες σταθμούς για την πορεία σου;
Ο κάθε ρόλος στο θέατρο ή στον κινηματογράφο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μικρός ή μεγάλος σταθμός. Από την άλλη σημαντικός δεν ξέρεις ποιος μπορεί να είναι για την ψυχολογία σου. Μια αποτυχία ας πούμε μπορεί να σου δώσει περισσότερα οφέλη από ό,τι οι επιτυχίες σου. Αν εξαιρέσουμε τον πρώτο μεγάλο σταθμό – λιμάνι θα έλεγα – το «Ο Ήχος του Όπλου» στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, θεωρώ ότι η πιο σημαντική αλλαγή όπου χρειάστηκε να βγω από τα καθιερωμένα, παρ’ όλη την εμπειρία μου των 27 χρόνων και όσα έμαθα από τους δασκάλους που προανέφερα, ήταν πέρυσι και φέτος το έργο «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα», μέσα από μια ιδανική πειραματική σχέση που είχα με τους Bijoux de Kant και τον Γιάννη Σκουρλέτη. Εκεί έφτασα σε άλλα επίπεδα του εαυτού μου. Ήταν κάτι πολύ ξεχωριστό και οι κριτικές το επιβεβαίωσαν.
Στην κινηματογραφική μου πορεία θεωρώ πολύ σημαντική την τελευταία μου δουλειά με τον Bruno Coppola, χωρίς να θέλω να μειώσω φυσικά τις ταινίες του Αγγελόπουλου, του Βούλγαρη ή του Κακογιάννη. Ήταν όμως ένα πολύ μεγάλο άνοιγμα γιατί η ταινία αυτή διαπραγματεύεται το Σύνδρομο της Στοκχόλμης και υποδύομαι έναν ερωτευμένο άνθρωπο, που κατά λάθος γίνεται απαγωγέας του έρωτα του. Και το θύμα ερωτεύεται το θύτη. Είναι εξ ολοκλήρου γυρισμένη στα αγγλικά και θα βγει τον επόμενο χρόνο στις αίθουσες.
Πώς ήταν από νεαρή ηλικία να είσαι ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους και γοητευτικούς Έλληνες ηθοποιούς; Πώς το διαχειριζόσουν τότε στην αρχή της καριέρας σου και πώς τώρα;
Το πιο σημαντικό για κάθε άνθρωπο είναι να καταλάβει τι είναι ωφέλιμο για τον ίδιο. Όταν λοιπόν είσαι σε νεαρή ηλικία και προέρχεσαι από φτωχή οικογένεια, εκείνο που μπορεί να θεωρείς ωφέλιμο είναι η δόξα και τα χρήματα. Γιατί με τα χρήματα θεωρείς ότι μπορείς να κάνεις τα όνειρα σου πραγματικότητα. Αλλά τι όνειρα μπορεί να κάνει ένας νεαρός πέρα από το ότι θέλει να ξεπεράσει τη φτώχεια του και να δώσει τιμή και αξιοπρέπεια στο όνομα του, που όταν ήταν πιτσιρικάς έβλεπε ότι δεν είχε τη θέση που του άρμοζε; Αυτή είναι καλή κινητήριος δύναμη για να ξεκινήσεις μια πορεία.
Όταν συναντάς ανθρώπους όπως αυτούς που προανέφερα, καταλαβαίνεις ότι το πέταγμα πρέπει να γίνει με άλλες ποιότητες και το όνειρο να είναι πιο συγκεκριμένο γιατί αυτό που ονειρεύεσαι αυτό τελικά θα σου συμβεί. Οπότε, παίρνοντας σαν παράδειγμα τον μύθο του Φαέθοντα (τον έχω πάντα στο μυαλό μου) που έκλεψε το άρμα του πατέρα του Ήλιου, αλλά δεν μπόρεσε να το διαχειριστεί και φυσικά κάηκε, καταλάβαινα διαρκώς ότι η δόξα είναι μια μεγάλη δύναμη, όπως ο κεραυνός που αν την πιάσεις με γυμνά χέρια θα ηλεκτριστείς και δεν θα έχεις και κανένα όφελος. Αλλά μόνο την απελπισμένη τρέλα ότι έπιασες τον κεραυνό.
Γι’ αυτό το λόγο εγώ ήμουν πάντα καχύποπτος με τη δόξα και καθυστέρησα στην αρχή της καριέρας μου οχτώ χρόνια να κάνω τηλεόραση μια και η δόξα στην Ελλάδα είναι απόλυτα συνυφασμένη με την τηλεοπτική επιτυχία. Η δόξα του θεάτρου σε κάνει και αυτή αναγνωρίσιμο αλλά σε ξέρει ένα πολύ περιορισμένο κοινό. Η δόξα του κινηματογράφου που μου ήρθε πολύ νωρίς το 1988 με την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Η φανέλα με το 9» και του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Τοπίο στην Ομίχλη» και συνδυάστηκε με κάποιες μεγάλες εμπειρίες. Η ταινία αυτή του Θ. Αγγελόπουλου βραβεύτηκε τότε με εφτά βραβεία στο φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ για πολιτικούς λόγους δεν του έδωσαν το βραβείο του Χρυσού Λέοντα. Και την ίδια χρονιά πήρε και το βραβείο Felix, δηλαδή της καλύτερης Ευρωπαϊκής ταινίας, κάτι σαν ευρωπαϊκό Όσκαρ.
Έχω ακούσει ηθοποιούς του Μπέργκμαν να αναφέρονται στον Θ. Αγγελόπουλο με το χαρακτηρισμό «Ο Προφήτης».
Την ίδια στιγμή βλέποντας ότι στην Ελλάδα οι Έλληνες δημοσιογράφοι δεν τον υποστήριζαν όσο θα έπρεπε και γίνονταν αστεία σχόλια σε επιθεωρήσεις για τα αργά πλάνα του, κατανόησα ότι η αξία δεν είναι πάντα συνώνυμο της δόξας που μπορεί να σου αποδώσουν στον τόπο σου. Ουδείς προφήτης στον τόπο του. Αυτό με έκανε να θέλω να πατάω γερά στα πόδια μου. Γνωρίζοντας ήδη από τότε ότι για να γίνεις σπουδαίος και μεγάλος, όπως ο Αγγελόπουλος, ο Βούλγαρης ή ο Κουν, δεν είναι απαραίτητο να τρελαθείς από την εφήμερη δόξα της τηλεόρασης και να σε χαιρετάνε στο δρόμο.
Αυτό σε συνδυασμό με το ότι παντρεύτηκα αμέσως με τη Μαρία Γεωργιάδου και ήμουν στο σπίτι και η Μαρία με παρακινούσε να διαβάσω για τις εξετάσεις μου τότε, με έκανε να μπω σε ένα ασφαλές περιβάλλον και να μην εκτροχιαστώ. Και παρόλο που τότε είχα κάποιες πολύ ακριβοπληρωμένες προτάσεις για την τηλεόραση τις αρνήθηκα για οχτώ χρόνια, παρόλο που χρειαζόμουν τα χρήματα τότε, γιατί ήθελα να μη διακινδυνεύσω ακόμα, κάνοντας τότε τη σύγκριση με ένα μωρό που μπουσουλάει και δεν είναι ακόμα έτοιμο να βγει στο δρόμο, αλλά πρέπει πρώτα να πέσει στην κούνια και στο σπίτι. Μετά από οχτώ χρόνια ήρθε και η επιτυχία μέσα από ένα σήριαλ, όπου ήταν όμως πάλι προστατευμένο το περιβάλλον, με συνεργάτες όπως η Άννα Συνοδινού και η Μιμή Ντενίση. Πρόκειται για τους «Φρουρούς της Αχαΐας» του Τάσου Αθανασιάδη. Μέσα από όλα αυτά πρόλαβα να μεγαλώσω και να είμαι προστατευμένος από όλους αυτούς τους μεγάλους δασκάλους.
Όταν πια έγινα sex symbol και βγήκα εξώφυλλο στα περιοδικά και το χρησιμοποίησα λίγο για να έχω κόσμο στο θέατρο σε δικές μου παραγωγές, ομολογώ ότι έγινα μέρος του συστήματος. Δεν αποποιούμαι αυτή μου την πλευρά.
Απλώς είναι γνωστή αυτή μόνο η πλευρά μου και κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί τώρα ότι για οχτώ χρόνια στην αρχή της καριέρας μου δεν είχα κάνει καθόλου τηλεόραση και ξεκίνησα γύρω στο 1997, όπου και έγινα sex symbol μέσα από τους τηλεοπτικούς μου ρόλους και τις εμφανίσεις μου στα περιοδικά. Αυτό όπως προανέφερα εγώ το χρησιμοποιούσα ως όχημα για να φέρω το κοινό μου σε παραγωγές του θεάτρου μη εμπορικές που ανέβαζα τότε, όπως «Ο Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι ή «Οι επικίνδυνες σχέσεις» του Σοντερλό ντε Λακλό.
Για να έχεις εμπορική επιτυχία, συνηθίζεται να παίρνεις το τηλεοπτικό σχήμα και να κάνεις παραστάσεις στο θέατρο με τους ίδιους ηθοποιούς, ώστε νακερδίζεις το κοινό που παρακολουθεί κάτι παρόμοιο με αυτό που βλέπει στα σήριαλ. Εγώ δεν έκανα αυτό! Εγώ ανέβαζα δύσκολα έργα και τοποθετούσα δικά μου χρήματα, που κέρδιζα από την τηλεόραση (καθώς οι επιχορηγήσεις του κράτους δε δίνονταν σε γνωστούς ηθοποιούς και καλώς γινόταν, αλλά ήταν και λίγο άδικο) για να κάνω πραγματικότητα τα θεατρικά μου όνειρα, δουλεύοντας με ανθρώπους σαν την Ρούλα Πατεράκη και κάνοντας μεγάλες παραγωγές με πολλά άτομα που θα έπρεπε να ανεβαίνουν μόνο από το Εθνικό Θέατρο. Ήταν μια επιλογή μου τότε και δεν μετανιώνω για αυτήν.
Πιθανόν να έχασα αρκετά χρήματα και κάποιες παραγωγές. Από το θέατρο γενικά δεν έχω βγάλει χρήματα παρόλο που έχω κάνει πολλές εμπορικές επιτυχίες. Είναι όμως μια μεγάλη διαδρομή και ένα συνεχές ψάξιμο, που δεν τελειώνει ποτέ, ειδικά όταν έχεις εμπορική επιτυχία. Τότε πρέπει να είσαι ακόμα πιο προσεκτικός, γιατί αν τα φτερά σου δεν είναι αρκετά δυνατά, σίγουρα θα στουκάρεις κάπου.
Πρόσφατα ο γιος σου Αλκιβιάδης έπαιξε στο σήριαλ «Βαλς με 12 Θεούς» όπου πρωταγωνιστείς κι εσύ. Τι συναισθήματα ένιωσες; Είναι καλό για ένα παιδί στην εφηβεία να εκτίθεται στα φώτα τόσο νωρίς;
Όταν ο Αλκιβιάδης δήλωσε την επιθυμία του να παίξει στο σήριαλ «Βαλς με 12 θεούς» έλαβα υπόψη και το γεγονός ότι η Μαρία Γεωργιάδου ξέρει πολύ καλά να διοικεί την οικογένεια, που ακόμα έχουμε μαζί και ας έχουμε χωρίσει. Ειδικά όταν υπάρχει ένα παιδί, θέλει και τους δύο γονείς παρόντες. Αυτό δεν έλειψε ποτέ στον Αλκιβιάδη. Το γεγονός ότι έχει διάσημους γονείς είναι ευχή και κατάρα. Συνήθως το να ακολουθήσουν τα χνάρια των γονιών δεν είναι μια πετυχημένη συνταγή γιατί πρέπει να υπερκεράσουν το παρελθόν και την όποια δόξα υπάρχει ήδη. Στην Ελλάδα, σχεδόν είναι κατάρα αυτό το γεγονός. Γιατί πολύ συχνά τα παιδιά δεν έχουν κίνητρο να κάνουν κάτι περισσότερο.
Εγώ είχα την ευλογία να έχω ισχυρό κίνητρο να πετύχω, ακόμα και αν έπεφτε ολόκληρη η Αθήνα, εγώ θα συνέχιζα την πορεία μου γιατί όχι μόνο υπήρχε μέσα μου αυτό αλλά έπαιζαν ρόλο και οι εμπειρίες που είχα ζήσει. Για τον Αλκιβιάδη, το να πηγαίνει στο σχολείο και να είναι ο γιος της Μαρίας και του Στράτου θα μπορούσε να αποτελέσει για ορισμένα παιδιά αντικείμενο χλεύης, για άλλα αφορμή να του πουν «μικρέ δεν είσαι αρκετός» και να είναι σε μια δύσκολη κατάσταση. Σε καμία περίπτωση δεν δραματοποιώ καταστάσεις και δεν θέλω να φαίνεται ότι συγκρίνω τον Αλκιβιάδη με παιδιά οικογενειών που βιώνουν σοβαρά προβλήματα και κυρίως οικονομικά… Έχει μεγαλώσει σε ένα κλασικό περιβάλλον ελληνικής οικογένειας γεμάτο αγάπη και αυτό είναι το σημαντικό.
Η επιθυμία του να παίξει όμως στην τηλεόραση προέκυψε γιατί θέλει να γίνει σκηνοθέτης και σεναριογράφος και ήδη γράφει πολύ καλά και ασχολείται με την ερμηνεία ρόλων γι’ αυτό το λόγο. Δεν δημιουργήθηκε ο ρόλος για να παίξει ο γιος μου αλλά όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τις ανάγκες του σήριαλ, όπου χρειάστηκε να παίξει ένα παιδί, εκείνος εκδήλωσε την επιθυμία του να συμμετέχει. Στην αρχή ήμουν αρκετά προβληματισμένος για το αν είναι καλή η δημοσιότητα αυτή. Ο Αλκιβιάδης από την πλευρά του υπερέβαλε του εαυτού του, είχε διαβάσει καμιά 20ρια επεισόδια, ήξερε όλες τις σκηνές, ήξερε αντιδράσεις, συναισθήματα που ο σκηνοθέτης δεν χρειάστηκε να ασχοληθεί πολύ μαζί του. Όλοι μας είδαμε έναν ώριμο ηθοποιό – παιδί που πήρε την ευθύνη και διεκπεραίωσε το ρόλο, ελπίζω καλά, γιατί δεν μπορώ να είμαι εντελώς αντικειμενικός.
Τουλάχιστον δεν του έκαναν κακό οι υπερβολικές ώρες γυρισμάτων (ειδικά σήμερα λόγω οικονομικών συνθηκών οι μέρες γυρισμάτων είναι ιδιαίτερα κοπιαστικές) παρόλο που έπρεπε να επιστρέφει στο σχολείο του και να αναπληρώνει τις ώρες μαθημάτων του. Αυτό όλο τον έκανε πιο ώριμο, γιατί δεν το έκανε χαλαρά αλλά πολύ σοβαρά.
Το πείραμα πέτυχε, ο Αλκιβιάδης δεν παράτησε τα μαθήματα του, οι σχέσεις του με τους συμμαθητές του δεν χάλασαν, δεν πήραν τα μυαλά του αέρα. Ένας ακόμα λόγος που το έκανε είναι γιατί κάποια Αμερικάνικα Σχολεία, όπου σχεδιάζουμε να πάει του χρόνου, χρειάζονται αποδεικτικά εθελοντικής εργασίας αλλά και δημιουργικών ωρών, οπότε ήταν μέρος και της εκπαίδευσης του και όχι κάτι ώστε να ξεπεράσει μια ανασφάλεια του παιδιού να ξεπεράσει τους γονείς του.
Πιστεύεις ότι στη σημερινή εποχή μπορούμε να κάνουμε αληθινές σχέσεις, ειδικά εν μέσω της γενικότερης κρίσης; Εσύ θα έκανες πάλι ένα γάμο;
Εξαρτάται τι εννοεί ο καθένας με τον όρο σχέσεις, σχέση συναισθηματική, ρομαντική, σχέση σεξουαλική, σχέση που βασίζεται στην επικοινωνία. Η επικοινωνία όμως είναι αμφιλεγόμενη έννοια, γιατί αυτό που εννοούν οι περισσότεροι όταν κάνουν κουβέντα, είναι δύο άνθρωποι που κάνουν ένα μονόλογο, ερμηνευμένο από την εμπειρία του καθενός. Πάντα ήταν ένα πρόβλημα η επικοινωνία στις σχέσεις.
Μεταπολεμικά, δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν πολλοί γάμοι, οι ανάγκες της κοινωνίας τότε έσπρωχνε τους ανθρώπους προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή να κάνουν οικογένεια. Στη σημερινή εποχή η γυναίκα, ο ανέκαθεν αποδιοπομπαίος τράγος των αντρικών κοινωνιών που υφίστανται από την εποχή που ξεκινάει η ιστορία, εξακολουθεί να μην είναι πάλι σε καλή θέση γιατί την έφερε στην ανάγκη να δουλεύει, εκτός από το να κρατάει το ρόλο της συζύγου, μάνας, αδελφής, κόρης, αλλά και να παραμένει πάντα όμορφη. Στη δεκαετία του ’30 ας πούμε η γυναίκα προκειμένου να κρατήσει το γάμο και το σπίτι της έπρεπε να ανεχτεί ότι ο άντρας της σεξουαλικά κοιτούσε και αλλού και είχαμε τους λεγόμενους καταναγκαστικούς γάμους, όπου η γυναίκα υφίστατο έως και ψυχολογικό βιασμό.
Σήμερα η κοινωνία, ενώ εξακολουθεί να είναι αντρική, τη θέλει και να εργάζεται για να βγάλει λεφτά. Αυτό κάνει τις σχέσεις ακόμα πιο δύσκολες γιατί ειδικά στην οικονομική κρίση, η γυναίκα και ο άντρας πρέπει να δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ, η γυναίκα πρέπει να αφομοιώσει τον καινούργιο ρόλο ως εργαζόμενη ειδικά στην Ελλάδα όπου τώρα πια δεν υπάρχουν χρήματα και ο κόσμος δεν αντέχει να κάνει οικογένεια, όταν λείπουν και οι δύο το παιδί δεν μεγαλώνει, προσπαθεί να φυτρώσει σαν τσουκνίδα και σαν αγριολούλουδο χωρίς να το ποτίζει η παρουσία της μητέρας και του πατέρα.
Επίσης, τα διαζύγια είναι σε έξαρση γιατί πλέον, μετά την πλύση εγκεφάλου της πλαστικής ζωής που ζήσαμε, τα τελευταία είκοσι χρόνια που αγοράσαμε πρώτο τραπέζι πίστα, σπίτια, αυτοκίνητα, με πλαστικά, ψεύτικα χρήματα, τελικά κάναμε και πλαστικές σχέσεις. Γιατί η ηθική μας ήταν πλαστική. Όχι το ήθος μας, αλλά η ηθική μας που έχει να κάνει με το μυαλό μας και την εκάστοτε κοινωνία. Αυτή η εικοσαετία λοιπόν μας πλαστικοποίησε όλους. Οπότε και οι σχέσεις και οι γάμοι οδηγήθηκαν σε πτώχευση. Και συναισθηματική.
Μόνο αν δεις το συγκεκριμένο αυτό πρόβλημα μπορείς να δώσεις απάντηση. Πιστεύω όμως ότι σε δύσκολες περιόδους κρίσης, πολέμου κλπ, υπάρχει η δυναμική και η πιθανότητα να υπάρξουν πολύ μεγάλες εξάρσεις γιατί οι άνθρωποι τώρα ζητάνε αλήθεια, είδαν ότι όλα αυτά τα πλαστικά εξανεμίστηκαν – ευτυχώς. Περνάμε φάση χειρουργείου και σε αυτό το χειρουργείο, αφαιρούμε το καρκίνωμα για να δημιουργηθεί ο νέος ιστός της κοινωνίας, η νέα γενιά ανθρώπων, που πλέον δεν θα πατάει στις ψευδαισθήσεις της προηγούμενης. Μας έμαθε πολλά η προηγούμενη γενιά, ήμουν κι εγώ μέρος της, προσπάθησα να αποστασιοποιηθώ από την «πλαστικοποίηση» όσο μπορούσα και να μην τη μεταδώσω, έστω και άθελα μου, στο παιδί μου αλλά θεωρώ ότι τώρα είναι η ώρα να γυρίσουμε σε αυτά που η ψυχή πάντα ζητούσε, το ήθος και όχι την ψευτοηθική της εκάστοτε κυβέρνησης ή των αναγκών της οικονομικής εκμετάλλευσης από τους πιο ισχυρούς.
Έχεις ψάξει πολύ το θέμα της θρησκείας, πέρα από τα συνηθισμένα πλαίσια. Τι συμπέρασμα έχεις βγάλει για την ανάγκη του ανθρώπου να είναι σε επαφή με την πνευματικότητα του;
Δεν θυμάμαι σε ποιο βιβλίο, ο Πλάτωνας αναφέρει ένα πηγάδι γεμάτο με βατράχια. Όσο τα βατράχια αυτά ζούσαν μέσα στο πηγάδι, έβλεπαν και θεωρούσαν ότι ο ουρανός ήταν το στόμιο του πηγαδιού. Ένα από αυτά, είτε για λόγους τύχης ή από απελπισία ή επειδή είχε πιο γυμνασμένους μυς στα πόδια, πήδηξε και βγήκε έξω από το πηγάδι. Ξαφνικά είδε έναν τεράστιο ουρανό και είδε ότι δεν ήταν το στόμιο του πηγαδιού αυτό που όλοι πίστευαν σαν ουρανό. Προχώρησε, συνέχισε για πολλά χιλιόμετρα και είδε ότι ο ουρανός είναι απέραντος. Ξαναγύρισε λοιπόν στο πηγάδι, να βρει τους ομοίους τους και να τους πει ότι ο ουρανός δεν είναι το στόμιο του πηγαδιού. Φυσικά, οι όμοιοι του πήγαν να τον κρεμάσουν και να τον σταυρώσουν γιατί κανείς δεν θέλει να βγει έξω από τις συνήθειες του και από την τεμπελιά του.
Έχουν γίνει διάφορα πειράματα σχετικά με τις συνήθειες του ανθρώπου που τον περιορίζουν και τον καθορίζουν. Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό με την κάμπια λίγο πριν γίνει πεταλούδα. Ζουν μέσα στα λουλούδια που είναι το δάσος τους. Όταν έρθει η στιγμή να γίνει ο μεταξοσκώληκας πεταλούδα και να αρχίζει να βγάζει φτερά, το πρώτο από αυτά τα φτερά λέγεται πάθος και το άλλο πίστη. Τότε, οι άλλοι μεταξοσκώληκες – κάμπιες προσπαθούν να τη φάνε ζωντανή για να μη φύγει από το κοπάδι. Όταν όμως η πεταλούδα δεν διστάσει και βγάζει τα φτερά της, αρχίζει να πετάει και βλέπει ότι το δάσος είναι τεράστιο.
Η πνευματικότητα λοιπόν που πολλοί άνθρωποι την μπερδεύουν με το δογματισμό της εκκλησίας, σε κάθε θρησκεία, στην πραγματικότητα ενώνει τους ανθρώπους και δεν τους χωρίζει, όπως κάνουν οι εκκλησίες που λειτουργούν σαν μαγαζιά. Επίσης η πνευματικότητα δεν είναι μόνο για τους διανοούμενους, ο Χριστός μίλησε για πρακτική ζωή. Χωρίς την πνευματικότητα μπορείς να χτίσεις μια τεράστια σκάλα αλλά σε λάθος τοίχο. Που σημαίνει να κερδίσεις ό,τι θέλει το μυαλό σου αλλά την ψυχή σου να την αφήσεις νηστική. Και κυρίως αυτά που θα κερδίσεις να μην είναι ωφέλιμα για σένα. Αγάπη είναι να είναι ωφέλιμο κάτι κι ας πονάει. Δεν είναι να ικανοποιείς τις ηδονές σου που κυρίως βασίζονται στους φόβους σου και στις ελλείψεις που νομίζεις ότι έχεις. Μία αληθινή έλλειψη έχει ο άνθρωπος. Να βρει την ψυχή του. Υπάρχει μέσα του και στην πνευματικότητα είμαστε όλοι ίσοι.
Εκεί που δεν είμαστε ίσοι είναι στην τεμπελιά. Το να σπάσεις τις κοινωνικές συμβάσεις, να ξεπεράσεις τους φόβους σου. Ένα μικρό κερί μπορεί να λάμψει μέσα σε τεράστιο σκοτάδι. Αν πας σε ένα τεράστιο στάδιο γεμάτο σκοτάδι και ανάψεις ένα μικρό κεράκι θα φωτιστεί.
Το φως είναι πολύ πιο δυνατό από το σκοτάδι.
Έχεις γράψει ποτέ σενάριο για ταινία;
Έχω γράψει ένα σενάριο με τίτλο “I you Love” και αφορά τη σχέση ενός πατέρα και ενός γιου που είναι σε διαφορετικές χώρες και επικοινωνούν και ωριμάζουν από απόσταση και μιλούν κυρίως μέσω Skype. Περιγράφεται και η κατάσταση της Ελλάδας, που -καθόλου τυχαία – βυθίζεται σε μία πλεκτάνη που είχε στηθεί εδώ και είκοσι χρόνια και στη συνέχεια αποκαλύπτεται όλη αυτή η σήψη που υπήρχε. Αυτή είναι και η χρονική στιγμή που ξεκινάει η πλοκή της ταινίας και βλέπουμε κάποιον που τα είχε όλα, δόξα, χρήματα κλπ, αλλά δεν είχε ουσιαστικές και αληθινές σχέσεις με την οικογένεια, τη γυναίκα του και το παιδί του. Και ξαφνικά αυτή η κρίση τον αναγκάζει να ξεκινήσει από την αρχή τη ζωή του, να αλλάξει τα πιστεύω του και να ωριμάσει. Και να ωριμάσουν και όλοι οι άνθρωποι γύρω του. Κύριο θέμα του σεναρίου είναι η σχέση πάτερα-γιου. Είναι γραμμένη στα αγγλικά και δεν έχει γυριστεί ακόμα.
Ποιο είναι το αγαπημένο μότο σου για τη ζωή; Αυτό που ακολουθείς πάντα;
«Πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα για να γίνονται θαύματα», αυτό είναι ένα μότο που με έχει σημαδέψει στη ζωή μου. Κάτι άλλο που με έχει καθορίσει είναι ένα ποίημα του Καβάφη που αναφέρει «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.» Αυτό είναι το αγαπημένο μου ποίημα.