Συνάντησα τον Λάμπη πρώτη φορά στο σπίτι μιας φίλης.
Ήταν ένα οκτάχρονο αγόρι με κατάξανθα μαλλιά και κατάλευκο δέρμα. Αδύνατος, σχεδόν αέρινος, είχε δάχτυλα πιανίστα, λεπτά, καλλιτεχνικά και κουβαλούσε μια θλίψη στο βλέμμα του.
Εκείνο το απόγευμα καθόταν οκλαδόν σε ένα κοριτσίστικο δωμάτιο και έπαιζε με δύο συμμαθήτριές του.
Τα κορίτσια είχαν ανοίξει ένα τεράστιο κουτί ξετρυπώνοντας από τα σπλάχνα του φτερά, παγιέτες, ψεύτικες καρφίτσες, πλαστικές κορώνες και αλυσίδες, γυαλιστερά διαμαντάκια, αστραφτερά γυάλινα κολιέ και φούξια μποά από αποκριάτικες εμφανίσεις της μαμάς.
Ο μικρός δεν χόρταινε να τα χαζεύει.
Έπιανε με τα νεραϊδένια χέρια του τους μικρούς θησαυρούς και γελούσε δυνατά.
Στο τέλος φόρεσε ένα μακρύ κολιέ με κόκκινες μεγάλες χάντρες σε σχήμα ρόμβου, τυλίχτηκε μες τα φτερά του μποά και άρχισε να χορεύει κοιτάζοντας με ευτυχία το είδωλό του στον καθρέφτη.
Η μητέρα των κοριτσιών ανέβηκε στο δωμάτιο για να φέρει τοστ και πορτοκαλάδα. Όταν αντίκρισε τον Λάμπη τυλιγμένο στα μποά, δαγκώθηκε. Με τρεμάμενα χέρια ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι και είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε: «Λάμπη, δεν τα βγάζεις αυτά, μην σε δει ο μπαμπάς σου έτσι; Τα αγόρια δεν παίζουν με χάντρες».
Το πάλλευκο δέρμα του Λάμπη έγινε βαθύ ροζ. «Δεν κάνουμε τίποτα κακό κυρία Σοφία, παίζουμε απλώς θέατρο» είπε με λαχανιασμένη ανάσα, σφίγγοντας σφιχτά τους θησαυρούς του.
Το παιχνίδι συνεχίστηκε μέχρι αργά το βράδυ που ήρθε ο πατέρας του για να τον πάρει.
Με τον ήχο του κουδουνιού ο Λάμπης χλώμιασε και ξεφορτώθηκε αστραπιαία τα φτερά και τα πούπουλα. Έφτιαξε τα μαλλιά του, ίσιωσε τα ρούχα του, τέντωσε την πλάτη και ετοιμάστηκε να κατέβει.
Λίγο πριν αφήσει το δωμάτιο, το βλέμμα του σύρθηκε με λαχτάρα στο κόκκινο, πλαστικό κολιέ.
«Τι ωραία που γυαλίζει!» είπε στη φίλη του.
«Στο χαρίζω» του είπε εκείνη και με γρήγορες κινήσεις το πέρασε στο λαιμό του.
«Όχι, όχι!» απάντησε τρομαγμένος. «Δεν το φοράω, μην το δει ο πατέρας μου! Θα το βάλω στην τσέπη».
Τα παιδιά κατέβηκαν τις σκάλες γρήγορα. Ο Λάμπης ξεκρέμασε το πανωφόρι του για να το φορέσει. Όπως σήκωσε τα χέρια, το κατακόκκινο κολιέ γλίστρησε από την τσέπη και έπεσε στο χαλί.
Ο μικρός άρχισε να τρέμει.
«Τι είναι αυτό;» είπε ο πατέρας του σηκώνοντας το από το πάτωμα σαν να έπιανε φίδι.
«Εγώ του το χάρισα» πετάχτηκε το κορίτσι.
«Μικρή μου, δεν ξέρεις ότι τα αγόρια δεν παίζουν με χάντρες;» της απάντησε με συγκρατημένο θυμό.
«Όχι, γιατί; Κι εγώ παίζω με αυτοκινητάκια που και που» απάντησε αθώα.
«Τέλος πάντων» αντιγύρισε εκείνος αμήχανα. Ο Λάμπης δεν θα πάρει το κολιέ γιατί είναι άντρας. Ε, Λάμπη;»
«Ναι μπαμπά» είπε με σπασμένη φωνή και προχώρησε προς την πόρτα.
Η μικρή σήκωσε το κολιέ από το πάτωμα και κοίταξε με θυμό τον άντρα.
«Ο Λάμπης θα πάρει το κολιέ, γιατί οι άντρες δεν προσβάλλουν τα κορίτσια όταν τους κάνουν ένα δώρο» είπε και του το πέρασε στο λαιμό.
«Όχι, όχι, μη!» φώναξε υστερικά ο Λάμπης. «Δεν το θέλω, δεν το θέλω πια!» ούρλιαξε και κλαίγοντας με αναφιλητά το πέταξε με δύναμη μακριά.
Το κολιέ έπεσε. Η πλαστική αλυσίδα του άνοιξε και οι κατακόκκινες χάντρες σκόρπισαν στο χαλί.
Σαν λαμπερές σταγόνες από αίμα, που χύθηκε σε μια μάχη η οποία μετράει ήδη θύματα.